(Ο μηχανικός του ορυχείου, Νεγκρέλ, διατάζει τους τέσσερις άνδρες να σταματήσουν το σκάψιμο για να σανιδώσουν πρώτα το όρυγμα, και τους επιβάλλει ένα πρόστιμο 3 φράγκων. Οργισμένοι εκείνοι για την μείωση του κέρδους τους (εφ’ όσον πληρώνονται με το καρότσι), εγκαταλείπουν την δουλειά τους πριν την ώρα τους και πηγαίνουν στο χωλ όπου ανεβοκατεβαίνουν οι κλούβες με τους γάντζους, όπου συναντάνε τον Μπατάιγ, το γέρικο άλογο του ορυχείου, και γίνονται μάρτυρες του κατεβάσματος ενός καινούργιου αλόγου).
Ήτανε ο Μπατάιγ, ο πρύτανης του ορυχείου, ένα άλογο άσπρο που είχε δέκα χρόνια κάτω στον πάτο. Εδώ και δέκα χρόνια ζούσε σ’ αυτήν την τρύπα, στην ίδια πάντα γωνιά στο στάβλο, κάνοντας πάντα την ίδια δουλειά, στο μήκος των μαύρων στοών, χωρίς να ‘χει δει ποτέ ξανά το φως της μέρας. Πολύ παχύς, με γυαλιστερό τρίχωμα και καλοσυνάτο ύφος, φαινόταν να ζει εδώ κάτω τη ζωή ενός σοφού, προστατευμένος από τις δυστυχίες του πάνω κόσμου. Κι όμως μέσα σ’ αυτά τα ερέβη είχε αναπτύξει μια μεγάλη ευστροφία. Η διαδρομή που δούλευε είχε καταλήξει να του είναι τόσο οικεία, που άνοιγε με το κεφάλι του τις πόρτες του εξαερισμού και χαμήλωνε το κεφάλι του για να μην κουτουλήσει στα πολύ χαμηλά μέρη. Χωρίς αμφιβολία επίσης μετρούσε τους γύρους του, γιατί όταν είχε κάνει τον κανονισμένο αριθμό διαδρομών, αρνιότανε ν’ αρχίσει άλλη, κι έπρεπε να τον οδηγήσουνε στη σκάφη του. Τώρα τα γηρατειά φτάνανε, τα γατίσια μάτια του γεμίζανε μερικές φορές μελαγχολία. Ίσως ξανάβλεπε θαμπά, στο βάθος των σκοτεινών του ονειροπολήσεων, το μύλο όπου είχε γεννηθεί, κοντά στις Μαρσιέν, έναν μύλο φυτεμένο στις όχθες της Σκάρπας, περιτριγυρισμένον από πλούσια βλάστηση, σ’ ένα μέρος πάντα αερικό. Υπήρχε κάτι που έκαιγε στον αέρα, μια τεράστια λάμπα, που η ακριβής θύμησή της ξέφευγε από την μνήμη που είχε ως ζώο. Κι έμενε με το κεφάλι χαμηλωμένο, να τρέμει πάνω στα γέρικα πόδια του, καθώς έκανε άχρηστες προσπάθειες να θυμηθει τον ήλιο.
Στο μεταξύ, οι μανούβρες συνεχιζόντουσαν στο πηγάδι, το σφυρί των σινιάλων είχε χτυπήσει τέσσερις φορές, κατεβάζανε το άλογο και ήταν πάντα μία αγωνία, γιατί συνέβαινε μερικές φορές το ζώο, να πάρει τόσο μεγάλη τρομάρα, που να κατέβει πεθαμένο. Κρεμασμένο ψηλά, δεμένο μέσα σ’ ένα δίχτυ χτυπιότανε παράφορα, μετά μόλις ένιωθε το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια του, έμενε σαν πετρωμένο, χανότανε, χωρίς ούτε μία φρικίαση του δέρματός του, με τα μάτια διεσταλμένα και στηλωμένα. Αυτό εδώ, επειδή ήτανε πολύ χοντρό για να περάσει μέσα από τα ξύλινα υποστηρίγματα, χρειάστηκε, όταν το κρεμάγανε κάτω από την κλούβα, να διπλώσουνε και να δέσουνε το κεφάλι του στο πλευρό του. Το κατέβασμα κράτησε περίπου τρία λεπτά, δουλεύανε τη μηχανή πιο αργά, από προνοητικότητα. Και κάτω η αγωνία μεγάλωνε. Τι λοιπόν; Θα το αφήνανε έτσι στα μισά του δρόμου, κρεμασμένο μέσα στη μαυρίλα; Επιτέλους, φάνηκε, μ’ εκείνη την ακινησία της πέτρας, το στηλωμένο μάτι, διεσταλμένο απ’ την τρομάρα. Ήτανε ένα άλογο καφεκόκκινο, μόλις τριών χρονών, που το λέγανε Τρομπέτ.
-Προσοχη! φώναζε ο περ-Μουκ, επιφορτισμένος να το υποδεχθεί. Φέρτε το, μην το λύσετε ακόμη.
Σύντομα ξαπλώσανε τον Τρομπέτ πάνω στις πλάκες από χυτοσίδηρο, σαν μία μάζα. Συνέχιζε να μένει ακίνητος, φαινότανε χαμένος μέσα στον εφιάλτη αυτής της σκοτεινής, ατελείωτης τρύπας, αυτής της βαθειάς σάλας όπου αντηχούσανε κρότοι και θορυβοι. Αρχίζανε να τον ξελύνουνε, όταν ο Μπατάιγ, ξεζεμένος εδώ κι ένα λεπτό, πλησίασε, επιμήκυνε το λαιμό του για να οσμιστεί αυτόν τον σύντροφο που έπεφτε έτσι από τη γη. Οι εργάτες κάνανε κύκλο και αστειευόντουσαν. Ε, λοιπόν! ποια ωραία μυρουδιά του’ βρισκε; Αλλά ο Μπατάιγ ζωήρευε, κουφός στις κοροϊδίες. Του’ βρισκε σίγουρα την καλή μυρουδιά του ανοιχτού αέρα, την ξεχασμένη μυρουδιά του ήλιου μέσα στα χορτάρια. Και ξέσπασε ξαφνικά μ’ ένα χλιμίντρισμα τόσο δυνατό και ηχηρό, μια μουσική τόσο αλλέγκρα, και που μέσα της φαινόταν να έχει τον τρυφερό ήχο ενός λυγμού. Ήτανε το καλωσόρισμα, η αγαλλίαση των παλιών πραγμάτων που έφτανε σ’ αυτόν μια μεγάλη γουλιά τους, η μελαγχολία αυτού του φυλακισμένου που δεν θ’ ανέβαινε πάνω παρά νεκρός.
-Αχ! τι ζώο που είναι αυτός ο Μπατάιγ! φωνάζανε οι εργάτες που παίρνανε χαρά από αυτά τα τερτίπια του ευνοούμενού τους. Να’ τονε που κουβεντιάζει με τον σύντροφό του.
Ο Τρομπέτ, λυμένος, συνέχιζε να μην κινείται. Έμενε ξαπλωμένος στο πλευρό, σαν να συνέχιζε να νιώθει το δίχτυ να τον σφίγγει, στραγγαλισμένος από τον φόβο. Τέλος, τον σηκώσανε όρθιο μ’ ένα χτύπημα του μαστιγίου, αφηρημένο, με τα μέλη του να τινάζονται από ένα μεγάλο φρικίασμα. Και ο περ-Μουκέ πήρε τα δύο ζώα που αδελφωνόντουσαν.
Σημειώσεις
Η ιστορία του αριστουργήματος που λέγεται Germinal εκτυλισσεται στον βορρά της Γαλλίας, κοντά στο Pas-de-Calais, όπου υπήρχαν τα κυριότερα ορυχεία καρβουνου (γαιανθρακα).Το τελευταίο ορυχείο έκλεισε το 1988. Ο Zola έκανε πολλές επιτόπιες μελέτες για το θέμα των ορυχείων, κυρίως στο ορυχείο Montsous.
1.Marchiennes, κοινότητα στην βόρεια Γαλλία, αββαείο, έργα τέχνης. Ο `Εmil Zola την παρουσιάζει υποθετικά.
2.Scarpe, ποταμός της Βορείου Γαλλίας, παραπόταμος του Escaut.
3.Père-Mouque, ιπποκόμος στη γαλλαρια.
—————————-
Η μετάφραση του αποσπάσματος του Germinal του Èmil Zola, έγινε από το ομωνυμο βιβλίο των εκδόσεων Nouveaux Classiques Larousse, Èvreux, 1973.