Κάτω απ΄τη θόλο των πλατάνων
εξαίσια μουσική θεία
ηπειρώτικη.
Και τ’ άλογα πιο πέρα χλιμιντρίζουν
Κορύβαντες κατεβαίνουν
κι ορχούνται Μολοσσοί.
Έμπα στο χορό κι εσύ και τραγούδα μας
γλυκά μοιρολόγια
Χρ. Αντωνίου
Η λέξη πανηγύρι είναι λαϊκή πανάρχαια και καθιερωμένη εκφορά της αρχαίας λέξης «πανήγυρις» με έντονα τα διονυσιακά στοιχεία (<πᾶς+ἄγυρις), ένας από τους μακροβιότερους ελληνικούς θεσμούς που έχει να κάνει με συνάθροιση, συνεύρεση, αγορά και ικανοποιεί την διαχρονική ανάγκη που νιώθουν οι άνθρωποι να μαζευτούν, να διασκεδάσουν, να γιορτάσουν, να χαρούν με κρασί, μουσική, τραγούδι, χορό και καλή παρέα απελευθερώνοντας την ψυχή της λαϊκής οικογένειας από τα δεσμά και το άγχος της καθημερινότητας δρώντας αναζωογονητικά, δίνοντας ελπίδα και αισιοδοξία.
Η καταγωγή μου με έφερε σε επαφή από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια, κι ας μην έζησα στην Ήπειρο, με τα Ηπειρώτικα τραγούδια και με τα πανηγύρια που οργάνωναν οι Αδελφότητες των χωριών της Ηπείρου στην Αθήνα. Άλλωστε ο πατέρας μου ήταν στο χωριό του ανάμεσα στα άλλα (μαραγκός, αγρότης, κουρέας, ψάλτης) και βιολιτζής. Από κοντά κι η μάνα μου χόρευε και τραγουδούσε τα ηπειρώτικα με τη χαρακτηριστική χροιά της ηπειρώτικης φωνής. Πολλές φορές στο φτωχόσπιτο, κάπου στη Δραπετσώνα- Κερατσίνι του Πειραιά (εκεί βρέθηκε η οικογένειά μου μετά τον Εμφύλιο), μαζί με συγγενείς , αδέλφια, ξαδέλφια και κάποιους φίλους στηνόταν λαϊκό ηπειρώτικο γλέντι με τα κασετόφωνα της εποχής. Από κάποια γραμμόφωνα ακούγονταν τραγούδια από τον Αγγελόπουλο και Καζαντζίδη που, όσο κι αν είχαν κι αυτά τη μεγάλη τους αξία, φαίνονταν στους γονείς μου τελείως ξένα κι ακατανόητα: «Μαντουμπάλα, αγάπη δικιά μου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Τα μαύρα μάτια σου» κ.ά. Μέσα στην «Έρημη Χώρα» της μετεμφυλιακής παγωνιάς τους Ηπειρώτες τους ζέσταιναν μόνο τα τραγούδια κι οι χοροί των χωριών τους, τους κρατούσαν ζωντανούς το κλαρίνο και το ντέφι που εξακολουθούσαν να τους δίνουν το ρυθμό στη ζωή τους. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των Ηπειρωτών: η μεγάλη τους αγάπη για την Ήπειρο και τις παραδόσεις της.
Δεν χρειάζονταν πολλά για να ξεσηκωθούν οι αναμνήσεις τους από την προπολεμική ζωή τους στο χωριό τους στην Ήπειρο. Με το πρώτο λάλημα του κλαρίνου όλα τα πράγματα της βασανισμένης τους ζωής έμπαιναν σε τάξη και μια παρηγορητική-γλυκιά ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί και την ψυχή τους. Όπως τότε, έτσι και τώρα τα Αυγουστιάτικα πανηγύρια που γίνονται πλέον σε όλα τα χωριά της Ηπείρου ξεχύνουν μια γλυκιά παρηγοριά στους πανηγυριώτες, τους δένουν με τις ρίζες τους, τους συνιστούν ως υπάρξεις, καθώς ανακαλύπτουν τις γεωγραφικές και πνευματικές τους συντεταγμένες. Συναντούν τους συγχωριανούς τους, αρχίζουν τις συζητήσεις και τις διηγήσεις για τα παλιά, από τα παιδικά τους χρόνια πριν από τον πόλεμο—ναι, ζουν ακόμη πολλοί–, αλλά και οι αρκετά νεότεροι βρίσκουν την ευκαιρία να εκμυστηρεύονται τις επιτυχίες τους στους συνομήλικούς τους και τα παιδιά να παίζουν ασταμάτητα, αλλά και να συμμετέχουν κι αυτά με σοβαρότητα στα τεκταινόμενα. Κι όλοι μαζί άνδρες-γυναίκες -παιδιά να χορεύουν τους δωρικούς ηπειρώτικους χορούς, που μας θυμίζουν τις παραστάσεις κυκλικών χορών πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Το άλμα είναι μόνο χρονικό, όχι πνευματικό.
Έτσι έγιναν τα πράγματα και φέτος. Με μεγάλη όρεξη οι Αδελφότητες διοργάνωσαν, ύστερα από τα δυο χρόνια του κορονοϊού, πανηγύρια σ’ όλα τα χωριά. Μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω σε τρία: της Λεπτοκαρυάς, του Φωτεινού και του χωριού μου, της Βρυσούλας. Ηπειρώτης είμαι, συγκινήθηκα, τραγούδησα, χόρεψα. Στο πρώτο, μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, οι γυναίκες του χωριού, ενώ ο χορός είχε ήδη στηθεί και το κλαρίνο μάγευε τη νύχτα, μοίραζαν δωρεάν κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού, πίτες που είχαν φτιάξει για τους πανηγυριώτες. Τραγούδι, χορός, κρασί, κουβέντα στα τραπέζια. Ήταν μια μυσταγωγία. Το πανηγύρι στο Φωτεινό έγινε το μεσημέρι, έξω από το χωριό, μέσα στο δάσος, κάτω από τεράστια θόλο πλατάνων, δίπλα από μια πηγή με άφθονο παγωμένο νερό («Νερό καθάριο κρύσταλλο κερνάει η κρύα κρήνη»). Πολλές εκατοντάδες πανηγυριώτες, συγχωριανοί αλλά και άλλοι από διπλανά χωριά. Κι ασφαλώς έχουν έρθει πανηγυριώτες απ’ όλη την Ελλάδα. Κι εδώ το πλούσιο φαγητό μοιραζόταν από τους διοργανωτές του πανηγυριού δωρεάν. Τίποτε σ’ αυτό το πανηγύρι δεν θύμιζε κάτι από εμπορευματοποίηση. Το νερό το χάριζε η φύση, το κρασί και το φαγητό η αδελφότητα του χωριού. Το κλαρίνο, το ντέφι κι ο χορός ελεύθερα. Τα εξαίσια ηπειρώτικα τραγούδια πάμπολα: «Μωρή κοντούλα λεμονιά», «Καίγομαι και σιγολιώνω», «Σιδηροβέργινο κλουβί», «Ο Κωνσταντάκης», «Ελενάκι», «Στης πικροδάφνης τον ανθό», «Οι κλέφτες», «Ο Σιαμαντάκας», «Δόντια πυκνά», κ.ά. Και χοροί: «Συρτός στα τρία», «Ζαγορίσιος», «Φυσούνι», «Καγκελάρης», «Συρτός στα δύο», κ.ά. Πάμπολλοι χοροί, γιατί πολλά τραγούδια έχουν το δικό τους ρυθμό και τον αντίστοιχο χορό. Τα ίδια έγιναν και στη Βρυσούλα, σε μια μικρότερη κλίμακα επειδή το χωριό μου είναι μικρό. Βράδυ, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στήθηκαν τα τραπέζια, τα κλαρίνα, τα βιολιά, το ντέφι. Πλημμύρισε η νύχτα ηπειρώτικη μουσική. Αυτή τη μουσική ο γνωστός εθνομουσικολόγος Κρίστοφερ Κινγκ, στο βιβλίο του «Ηπειρώτικο μοιρολόι», θεώρησε ως την αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης. Μέχρι το πρωί σχεδόν λαλούσε το κλαρίνο και άνδρες, γυναίκες και παιδιά χόρευαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου ακολουθώντας την κυκλική πορεία αυτών των χορών.
Όσο κι αν θέλω να κρατήσω αυτό το σημείωμα έξω από βαθύτερες σκέψεις που αφορούν αυτά τα πανηγύρια, επιλογικά θα μπορούσα να αναφερθώ στη σημασία που είχαν και εν πολλοίς εξακολουθούν να έχουν αυτά τα πανηγύρια για τη συνέχεια της παράδοσής μας, τους θεσμούς, την επικοινωνία, την κοινή ψυχολογία, την εθνική μας ταυτότητα, τη δημοκρατία. Με μια όμως προϋπόθεση: δεν εννοώ το αγοραίο folclor, τις άνευρες αναβιώσεις αυτών των εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα κυρίως στις αστικές περιοχές. Εννοώ το βαθύ σκάψιμο μέσα μας, για να βρούμε τη ζωντανή μας παράδοση, την ψυχή μας, «το τετράφυλλο δάκρυ».
Στον ήχο του ηπειρώτικου πανηγυριού
Στη στροφή του δρόμου, στην άκρη της χαράδρας, κει που τελειώνει το δάσος κι αρχίζουν ν’ αραιώνουν τα ξωτικά, ένα σμάρι ανθρώπινο έστησε το χορό. Μέσα από τις φυλλωσιές των πλατανιών, όρμησε δεσποτικός και κυρίαρχος ο ήχος του κλαρίνου, φωνή απόκοσμη ηπειρώτικη που ξεγλιστρούσε στις χαράδρες και καλούσε ζωντανούς και νεκρούς στη μυσταγωγία που ετοίμαζε. Ένα ντέφι βάραγε το ρυθμό και πρόσταζε να μη ξεφύγει κανείς, μήτε σκέψη, μήτε πόνος, μήτε άγγιγμα. Όλα στη τελετουργία του μυστηρίου. Το βιολί παραπονιόταν στην άκρια του κλαρίνου και όλα μαζί ξεχύνονταν στα βουνά. Κάλεσμα, μοιρολόι στους νεκρούς και στους ζωντανούς-νεκρούς που σέρνονται δίπλα στις πηγές για λίγη παρηγοριά, λίγη λήθη. Μέσα από την ιεροτελεστία του φαγητού που μοιράστηκε χέρι με χέρι, με σεβασμό στην τροφή του ανθρώπου κατρακύλησαν οι μνήμες μου στη χαράδρα, ξέπλυνα λίγες πληγές στην κρήνη που έτρεχε της λήθης το νερό και γύρισα και κοίταξα τον κόσμο. Για πρώτη φορά, καινούργιο και λαμπερό σαν τα φύλλα του πλατάνου, γεμάτο μυρωδιές από τις ρίγανες που φύτρωναν άναρχα γύρω από θάμνους και αγριαχλαδιές.
Γυναίκες σε κύκλο με την επίγνωση του χώρου και της αξίας των αιώνων που στοιβάζονται πάνω στη μουσική, πατούν γερά στη γη που τις ανασταίνει και γεμάτες αιδώ για τη μυσταγωγία που συντελείται σέρνουν το χορό. Ανάθημα στις θεότητες του δάσους, στους σειληνούς και στα ξωτικά που κρυφοκοιτούν. Δωρικός, γειωμένος χορός, πέλματα που αντλούν από το χώμα τη ζωή, στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Μια αύρα είναι η Ήπειρος είπες και είχες δίκιο. Μια αύρα που αιώνες τώρα πλανιέται μέσα στα βουνά, κρύβεται στα δάση, βγαίνει στα ξέφωτα, δρασκελάει τα διάσελα και σφυρίζει μέσα στα βράχια. Όποιος την ακούσει θα τη ζήσει, όποιος πάρει λίγη από την ανάσα της θα τη φέρει μέσα στα πέτρινα σπίτια και θα τη βάλει στα φτωχά εικονίσματα των αγίων που τα βράδια γίνονται ένα με τα ξωτικά και χτυπούν στα καλντερίμια την ηχώ των αιώνων.
Λίγη λήθη ικέτεψα στην κρήνη και το νερό μουρμούρισε λόγια ακατανόητα. Το μοιρολόι ξέσκισε για μια ακόμα φορά τον αέρα κι η αύρα θέριεψε. Έριξα τις μνήμες στη χαράδρα και πήρα με ευλάβεια το πιάτο που μου δόθηκε απ’ την ανθρώπινη αλυσίδα. Πόση παρηγοριά υπάρχει σ’ ένα πιάτο φαΐ; Όση στο χέρι και την καρδιά που το δίνει.
Οι στιβαρές τούτες μαινάδες που ορχούνταν ακατάπαυστα είχαν κάτι το καλοσυνάτο, διάσπαρτο μέσα στην κραυγή του μοιρολογιού. Ο κύκλος τους σιγά σιγά πλάταινε κι αγκάλιαζε το βουνό κι έτσι πήγε μέχρι που έγειρε ο ήλιος.