Οι φιλόσοφοι (καθώς και οι κοινοί θνητοί), έχουν κάθε δικαίωμα να ασχολούνται με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού συνεχώς, σφαιρικά και ποικιλοτρόπως, αφελώς ή ασεβώς, ταπεινά ή προκλητικά, να εκφράζουν το σκεπτικισμό και τις επιφυλάξεις τους ή να παραδοξολογούν, να σκέφτονται, όπως λ.χ. ο Εμπεδοκλής: «Ο Θεός είναι ένας κύκλος που το κέντρο του είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά» ή όπως ο Νίτσε: «Ποιο απ’ τα δυο: είναι ο άνθρωπος μια απ’ τις γκάφες του Θεού ή ο Θεός μια απ’ τις γκάφες του ανθρώπου;»
Οι ποιητές όμως, ανήκουν σε άλλη κατηγορία. Δεν τους επιτρέπεται να ασχοληθούν αποστασιοποιημένα με το θέμα, γιατί αποτελούν μέρος του: Είναι, εκ προοιμίου, ένθεοι. (Αν δεν ήταν, θα έπρεπε να έχουν ανοσία στο σαράκι του ακατανόητου της δημιουργίας.)
Όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης: (…) Κανένας δεν γνωρίζει τίποτα να πει. Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας. Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος. (ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ)
Το θείον λοιπόν είναι βασικό συστατικό της ποίησης, και δια της ποίησης (επικής, λυρικής, ερωτικής, κοινωνικής, – ακόμα και πολιτικής ή σατιρικής), ο άνθρωπος μετέχει του θείου. Κι αυτό, διότι οι αιφνίδιες και ακαριαίες συλλήψεις της ποίησης εκπορεύονται από κάποιον άγνωστο χώρο μεταξύ συνειδητού, ασυνείδητου και υποσυνείδητου. Ίσως από τη χώρα του άγνωστου θεού.
Συμπέρασμα: Ένας είναι ο Θεός και οι ποιητές είναι οι προφήτες του.
Οι ποιητές είτε τον αρνούνται είτε τον αποδέχονται, βρίσκονται σε αδιάκοπη επαφή μαζί του. Γνωρίζουν όλα τα ονόματα, τα ψευδώνυμα και τα χαϊδευτικά του, αναγνωρίζουν όλες τις πιθανές μορφές του, μυστικές ή αποκαλυμμένες, και απευθύνονται με οικειότητα ακόμα και προς όλους τους συγγενείς του. Αναφέρονται δε, πολύ συχνά, και στους τόπους κατοικίας του, στην οικοσκευή και στους υπηρέτες του.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο λχ, «αριστερός» ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ έχει γράψει ολόκληρα βιβλία με θείους πρωταγωνιστές: (ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ), ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ελύτης το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, κ.ά.
Μνημονεύουμε εδώ μερικές από τις αμέτρητες εμφανίσεις του θεού, σε μερικούς από τους ποιητές μας:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ
Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη! Τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή / και μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα / πως πλασμένα μου τα’ χες εσύ!
Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
(…) Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες / όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμαστείτε / μέσα στις εκκλησιές τις δαφνηφόρες / με το φως της χαράς, συμμαζωχτείτε / ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες / ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε (…)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
(…) Είναι πολλά, σκληρά, τα βάσανά μου / ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο / είναι η τύχη μου σκληρή σαν την ψυχή τη μαύρη / π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι ανάπαυση δεν θαύρει // Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη: / «Ήταν ανήλιατη, έλαχε, η μέρα που εγεννήθης / Άλλοι επήραν τον ανθό κι εσύ τη ρίζα πήρες / Όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες (…)
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός / και να σε καλέσει ο λυτρωμός / Ω, ψυχή, παραδαρμένη από το κρίμα!
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
(…) Και να, απ’ τα βάθη του είναι μου, απ’ τα βάθη / που θεός κρυβόταν στα ισκιερά του νου μου, / το ιερό παραμίλημα λυτρώθη (ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ)
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Κύριέ μου / ‘Ολες οι πράξεις μου οι αμαρτωλές / τα λάθη, οι άνομες επιθυμίες / περνούνε πάνωθέ μου / καθώς το διάφανο νερό / Τίποτα δεν μ’ αγγίζει που φορώ / Κύριέ μου (…)
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου: / άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου(…)
Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
(…) Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά / στην προσευχή και την προσήλωση, με τα ζωογόνα / τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει το βρέφος – Θεό / να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης (…)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Βουβές ψυχές, θλιμμένες! Και τ’ απόβραδο / προσμένουν τον Χριστό μας από πέρα / Ποιος ξέρει; Από μακριά. Κι Εκείνος έρχεται / μες στο θολό του φθινοπώρου αγέρα / με τ’ Άγιο φως αχνόφεγγο στεφάνι του / με τα θεϊκά χαμηλωμένα μάτια (…)
Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
(…) Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός. / Ν’ ακούς τον Θεό μέσα στον φόνο / σαν το φλουρί στη νύχτα. Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί (…) (ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ)
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων / τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία / των ουρανών / η ερημία των τόπων (ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
(…) κι οι ζωγραφιές τού ανάστα ο θεός / στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλά τους (ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ)
(…) Θεέ μου, εσύ με θέλησες και να, στ’ ανταποδίδω! (ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)
(…) Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε (ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ)
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(…) Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού / δυσβάσταχτο, ακατανόητο και κινδυνεύοντα: Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα ν’ αντέξω το βάρος σου.
Είμαι κι εγώ ένας μικρός Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο / έξω βρέχει. / Ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο και ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο. / Ένας Θεός καθόλου αθάνατος / γι αυτό / και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του. (ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ)
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Χιόνι που πέφτει έξω! / σαν παγοπώλης του θανάτου / ο Θεός / με κόκκινα απ’ τον πυρετό / τα μάτια // καπνός Θεού στη στέγη / ουρλιάζει η γυναίκα / στο κρεβάτι / σαν παγωμένο περιστέρι / χιόνι που πέφτει έξω! (ΧΙΟΝΙ)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Μετά τη βροχή τα σαλιγκάρια / μετά τον τοίχο, πάλι ο τοίχος. / Βγαίνουν οι γυναίκες με καλάθια. Κάθονται οι άντρες και κοιτάνε. / πιο μόνος απ’ όλους ο θεός. (ΝΥΞΕΙΣ)
(…) βράδυνε ακόμα, Κύριε. Βράδυνε. / έχουμε ακόμα δάκρυα πολλά / στο μυστικό δοχείο που μας δώρισες / έχουμε ακόμη δάκρυα πολλά / για να ποτίσουμε το χώμα των αγρών σου. (ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΣΚΙΣΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)
(…) ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δύο. Κάνουν έναν θεό. Κι ένας θεός κάνει όλα. Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού, πόσα κάνει; Ο δάσκαλος δεν ξέρει. Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των αμπελιών, που από τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του μοιάζουν με του τράγου, κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και τρυφερό σαν του Χριστού. (Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας σένα αγαπούν ακόμη
Σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
Την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωήν των
Και κάποτε αιθέρια εφηβική μορφή,
Αόριστη, με διάβα γρήγορο,
Επάνω από τους λόφους σου περνά. (ΙΩΝΙΚΟΝ)
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγα / τα’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγια / τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της (…)
ΙΕΡΕΥΣ ΤΟΥ ΣΕΡΑΠΙΟΥ
(…) Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα / της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε σκέψιν / ειν’ η προσπάθειά μου η καθημερινή. / Κι όσους
Σ’ αρνούνται, τους αποστρέφομαι. Αλλά τώρα, θρηνώ, οδύρομαι, Χριστέ για τον πατέρα μου / μ’ όλο που ήτανε – φρικτόν ειπείν / στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
Θεέ μου συγχώρεσε τους ανθρώπους σου / δεν ξέρουν τι κάνουν / όταν ο ένας πάει στον άλλο / κοντά ή ενάντια. (ΑΝΤΙΓΟΝΗ)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
ΧΑΙΡΕ
(…) Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ για όσα γράφω, μα πιότερο / σ’ ευχαριστώ γι αυτό το άγραφο / ρίγος που νιώθω.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(…) Τι’ ναι Θεός, τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;
(…) Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας / μ΄ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα / Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε / ό, τι μπορούμε να είμαστε / γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα / που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές / όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας / πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε / με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί / πού βρίσκει τα’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας / στα χάσματα της μνήμης –
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου. (ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ)
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
…εγώ όμως βρίσκω πως δεν είμαι / ούτε θεός ούτε σκυλί, μα έχω / κάτι απ’ την πλήξη του θεού / και κάτι απ’ του σκυλιού την θλίψη (ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Αντισταθείτε σ’ αυτόν / που γύρισε πάλι σπίτι / και λέει: Δόξα σοι ο Θεός – (Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ)
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Ο άγιος άνθρωπος που περπατούσε στον κόσμο και γύρω του πολλοί μαθητές / σήκωσε μια μέρα το ρούχο του /κι εκείνοι που τον ακολουθούσαν κοντά του κι άλλοι από μακριά/ τον είδαν να δρασκελάει ένα ρυάκι, μικρό, ίσα – ίσα να το περάσει ένα μικρό παιδί. / Και πάλι μια και δυο και τρεις φορές πηδώντας σαν ένα μικρό παιδί. / Όταν τον ρώτησαν τι νόημα είχε η πράξη του να τους διδάξει / που ήταν σοφός / Αχ, είπε / δεν γέλασε άραγε ούτε ο Θεός;
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ξεκινάει πάλι / δείχνει, αρμενίζει, μοιάζει / να βγαίνει βόλτα του θεού η απορία: / Πώς αντέχουμε οι άνθρωποι; (ΑΠΟΡΙΑ ΘΕΟΥ)
Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν’ αποτύχει ένας; (ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ)
Εξάλλου, σου θυμίζω η συμπόνια / πρωτογράφτηκε λάθος από τον Θεό. (ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ)
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ
Είσαστε ανυποψίαστοι κι ωραίοι σαν παιδιά / Γνήσια παιδιά ενός Θεού που πλάσατε κάποτε / κι από τότε σας πλάθει / κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σας (…)