Το βιβλίο του Γ. Κιντάπογλου και της Ε. Στέφα προσεγγίζει το γριφώδες δράμα του Ευριπίδη Άλκηστη και επιχειρεί μια σύγχρονη, αιρετική ερμηνεία του, όπως δηλώνεται στους υπότιτλους της έκδοσης. Η ερμηνεία αυτή εδράζεται σε στίχους του πρωτότυπου έργου όπως και σε θεωρήσεις του σχετικού μύθου και της Ευριπίδειας διαπραγμάτευσής του από άλλους μελετητές.
Η Άλκηστη πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα το 438 π. Χ. ως τέταρτο έργο της τετραλογίας που παρουσίαζε κάθε τραγικός ποιητής στα πλαίσια των δραματικών αγώνων, κατείχε δηλαδή τη θέση του σατυρικού δράματος. Το γεγονός αυτό προβλημάτισε τους μελετητές καθώς το έργο συναιρεί στοιχεία κωμωδίας και φάρσας, ιλαρότητας και αντιφάσεων στη συμπεριφορά, τις αντιδράσεις και τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, Άλκηστης και Άδμητου, που δε συνάδουν με τη σοβαρότητα του μυθικού πυρήνα, την πρόθεση δηλαδή της Άλκηστης να πεθάνει στη θέση του συζύγου της Άδμητου.
Ερωτηματικά επίσης δημιουργούν με τον τρόπο παρουσίας τους στο έργο ο θεός Απόλλων και ο υπερήρωας Ηρακλής, οι οποίοι ‘’γκρεμίζονται από τα βάθρα τους’’ τη στιγμή που οι τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος, αίρονται πάνω από θεούς και ανθρώπους, κινούν τα νήματα και ρυθμίζουν τις εξελίξεις.
Τα ανωτέρω στοιχεία συγκλίνουν προς μια διφυή υπόσταση και ερμηνεία του έργου, κατά την οποία η επενέργεια των θεών και η ανάσταση της Άλκηστης, με την παρέμβαση του Ηρακλή και την αναμέτρησή του με τον Χάρο, κινείται σε ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης, ενώ σε μια βαθύτερη, ψυχαναλυτική ανάγνωση η εστίαση φωτίζει και διερευνά τη λειτουργία των φυσικών νόμων και των ανθρώπινων σχέσεων, συγκεκριμένα της σχέσης Άδμητου-Άλκηστης που έχει φυλλορροήσει.
Οι Μοίρες που αποφαίνονται για τον πρόωρο θάνατο του Άδμητου εκπροσωπούν τη Φύση και τους νόμους της. Η μεσολάβηση του Απόλλωνα, που ζει ήδη για εννέα χρόνια στη δούλεψη του Άδμητου προκειμένου να εξιλεωθεί στα μάτια του Δία για τη θανάτωση των Κυκλώπων, πείθει τις Μοίρες να τροποποιήσουν την απόφασή τους και να δεχτούν στη θέση του Άδμητου να πεθάνει ένας από τους γονείς ή τους φίλους του ή η σύζυγός του. Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης του έργου, όταν δηλαδή το κοινό πληροφορείται πως μόνο η Άλκηστη προτίθεται για χάρη του συζύγου της να θυσιάσει τη ζωή της παίρνοντας τη θέση του στον Άδη.
Για τη θέση της γυναίκας στην εποχή του ποιητή η απόφαση της Άλκηστης μπορεί να κατανοηθεί. Σε μια σύγχρονη ερμηνεία όμως είναι περισσότερο πειστική η υπαινικτικά δοσμένη άποψη του Ευριπίδη που αναδημιουργεί το γυναικείο πρότυπο, όπως και σε άλλα έργα του, προτείνοντας μια Άλκηστη – εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου – διεκδικητική ως προς τις επιθυμίες της. Αυτή η Άλκηστη απεκδύεται το συντηρητικό μανδύα της πατριαρχικής παράδοσης, αποτινάσσει τα κοινωνικά δεσμά και αποχωρεί από την έγγαμη σχέση που έχει πάψει να ανθίζει. Οδεύει προς ένα θάνατο, όχι ολικής αλλά μερικής απώλειας, αποχωρίζεται δηλαδή τα απονεκρωμένα πια υλικά, συναισθηματικά και πνευματικά κομμάτια του εαυτού της προκειμένου να τα αντικαταστήσει με νέα.
Ο συναισθηματικός θάνατος της Άλκηστης δεν είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής της, ουσιαστικά επιβάλλεται άνωθεν. Ο θάνατος των συναισθημάτων μέσα στον γάμο έρχεται ως αποτέλεσμα ‘’θείας κατάρας’’ άγνωστο για ποιο λόγο. Τη γνώση αυτή την κατείχαν οι άνθρωποι ήδη από την αρχαιότητα. Μια τέτοια γνώση όμως που θέτει σε αμφισβήτηση τις έγγαμες σχέσεις θέτει σε κίνδυνο και την κοινωνική συνοχή, οπότε αποσιωπάται, δε διαδίδεται. Γι΄αυτό το λόγο οι μετέπειτα θρησκείες, κυρίως οι μονοθεϊστικές, έλαβαν μέτρα για τη διατήρηση του θεσμού της οικογένειας ως θεμελιακού στοιχείου των κοινωνιών.
Παρότι όμως στην Άλκηστη αποδομείται ο θεσμός της οικογένειας οι κεντρικοί ήρωες δε θρηνούν τόσο για την απώλειά της, όσο για τα απολεσθέντα συναισθήματα που τους είχαν ενώσει αρχικά. Όπως γίνεται αντιληπτό το έργο αυτό του Ευριπίδη θέτει ζητήματα εξόχως ενδιαφέροντα και διαχρονικά, ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα που ζούμε έντονη την αμφισβήτηση του θεσμού του γάμου εν τοις πράγμασι, με τα ποσοστά των διαζυγίων διαρκώς να αυξάνουν και την ύπαρξη πληθώρας μονογονεϊκών οικογενειών.
Πολλές ακόμη ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που φωτίζουν διαυγέστερα όσα ήδη αναφέρθηκαν, όπως και άλλα σκοτεινά ή διφορούμενα σημεία του έργου, αναλύονται και αποσαφηνίζονται στο βιβλίο. Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης το κείμενο του δράματος σε έμμετρη μετάφραση του Γ.Β. Τσοκόπουλου και πλούσια βιβλιογραφία.
Ένα πόνημα που αξίζει να διαβαστεί καθώς παρέχει τροφή για σκέψη και προβληματισμό κι επιπρόσθετα ανοίγει στον αναγνώστη νέα πεδία πνευματικής αναζήτησης.