ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ…
Ένα διάφανο πόμολο που γυρίζει στον κήπο η Εύα,
μια λέξη που στάζει κατακόκκινο αίμα,
η μακριά ηδονή του πρωινού ουρανού,
ένα κοριτσάκι που ζωγραφίζει το Όμικρον,
μια μπλούζα
που όλο τεντώνω τα μανίκια της
να με σκεπάσουν το χειμώνα,
τα αγάλματα που γεμίζουν τα χέρια μου,
μια κατά λάθος σιωπή,
ένα άδειο ποτήρι που συλλέγει τις πρώτες σταγόνες του κόσμου.
ΜΙΚΡΟ ΚΕΝΤΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τη μέρα είμαι ταμίας μιας ατέλειωτης ουράς στο σουπερμάρκετ
χτυπάω στην ταμειακή τη σύντομη ευτυχία των ανθρώπων,
τη νύχτα γράφω ποιήματα που έχουν τη σάρκα του ροδάκινου
το ωχρό και ματωμένο δέρμα φθινοπώρου
λάμπουν σα δόντια μέσα τους οι λέξεις
τις θάβω στο λευκό μνημονικό μου,
κάθε πρωί φοράω στο πουκάμισο την ταμπελίτσα της ταμία
γίνεται τότε η καρφίτσα της μικρό κεντρί θανάτου.