Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού γεννήθηκε στη Λευκάδα. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 1996 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε στην εκπαίδευση (από το 2003 ως Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων).
Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, μελέτες, δοκίμια, ερευνητικές εργασίες, βιβλιοκρισίες. Επίσης, τις ποιητικές συλλογές: Ποιήματα προσωρινότητας (εκδ. Γρηγόρη, 2014), Όλα καλά αξιότιμοι κύριοι (Μελάνι 2016), Χειραψίες μιας ασήμαντης μέρας (Vakxikon, 2018), Κεραίες βραχείας εκπομπής (Βακχικόν 2019), Χρηματιστήριον εποχών-Χαϊκού για πέντε γένη ανθρώπων (Βακχικόν, 2021). Έχει αποσπάσει βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Συνεργάζεται με πολλά φιλολογικά περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά). Είναι μέλος επιστημονικών και λογοτεχνικών φορέων και Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας.
Μια συνομιλία
-
Τι αντιπροσωπεύει για σας η ποίηση;
Η ποίηση-μια «έντεχνη» τόλμη να λες την αλήθεια. κι ας μην βρίσκει την αντίστοιχη τόλμη ώστε να γίνει πράξη. Κι όμως εκείνη-η ποίηση-αιώνες τώρα επιμένει…
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε περίσταση. Κάθε περίσταση γινόταν αφορμή γραφής. Τι έγραφα; Τα πάντα. Από εκθέσεις στο σχολείο, που δεν ακολουθούσα ποτέ τα πνιγηρά διαγράμματα, μέχρι ποίηση. Στην ενήλικη ζωή μου έγραψα και γράφω δοκίμια, μελέτες, άρθρα, κριτικές, ποικίλα λογοτεχνικά κείμενα… Ποιήματα άρχισα στα σοβαρά να γράφω από την ώριμη εφηβεία και μετά. Θεωρούσα την ποίηση-αυτή τη μαγική πύκνωση του λόγου-την πιο δύσκολη και ηθική πράξη εξομολόγησης και συμμετοχής. Γι’αυτό και έπρεπε να φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, να αισθανθώ ότι πια διαθέτω την ωριμότητα, ψυχική και ηθική, ώστε να μοιραστώ δημόσια προσωπικές σκέψεις, ίσως και κάτι περισσότερο: ένα ήθος ζωής.
-
Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι ποιητές με τους οποίους επικοινωνείτε ιδιαίτερα και έχετε δεχτεί επιδράσεις;
Έχω διαβάσει –και διαβάζω-πολλή ποίηση. Από τον Όμηρο και τα μεγάλα έπη των λαών μέχρι τις σύγχρονες μορφές –και μεταμορφώσεις- του ποιητικού λόγου. Στάθηκα περισσότερο στον μοντερνισμό-με τη γενικότερη σημασία-από τον Έλιοτ και τον Έζρα Πάουντ μέχρι τον Λόρκα, τον Μαγιακόφσκι, τον Νερούντα… Αλλά και από τους δικούς μας ποιητές-αταξινόμητα και καθόλου ιεραρχημένα-νιώθω τη φωνή του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Αναγνωστόπουλου, του Λειβαδίτη, του Σαχτούρη… Ποιητικές φωνές που παρά τον βιωμένο πόνο και το τραύμα της ποίησης για την ανθρώπινη έκπτωση, εντούτοις ανοίγουν έναν δρόμο προς την ουσία της ζωής και τον ακατάπαυστο αγώνα για τη νοηματοδότησή της.
-
Ζείτε στην Λευκάδα, ήτοι σε έναν ποιητικό τόπο. Πόσο αυτό συνέβαλε στην διαμόρφωση της προσωπικής σας ποιητικής μυθολογίας;
Πράγματι η Λευκάδα είναι ένας τόπος ποιητικός. Θυμάμαι μια ατάκα που είχε διατυπώσει με ευτράπελο τρόπο ένας Λευκαδίτης σε χοροεσπερίδα στην Πλάκα, διαφημίζοντας την ποιητική παραγωγή του νησιού του: «Αγαπητοί συμπολίται, όπως ξέρομε όλοι, το νησί μας παράγει ανέκαθεν κρασί, λάδι και ποιητάς…» «…αν οι διάφοροι τόποι μπορούσε να έχουν υπέρθυρο με μια ταμπέλα, σαν εκείνες των μαγαζιών που αναγράφουν περιληπτικά το εμπόρευμά τους ΣΙΔΕΡΙΚΑ-ΧΡΩΜΑΤΑ-ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ κ.ο.κ., καλύτερη ταμπέλα απ’αυτή δε θα μπορούσε να φκιαστεί για τη Λευκάδα: «ΚΡΑΣΙ-ΛΑΔΙ-ΠΟΙΗΤΑΙ».
Σε κάθε τόπο κρύβεται ένα ζωτικό πνεύμα-genius loci το έλεγαν οι Ρωμαίοι. Αυτό διαμορφώνει τον χαρακτήρα του τόπου και εισχωρεί στον ανθρώπινο ψυχισμό με ένα σύνολο ποιοτικών στοιχείων, με αποτέλεσμα, αθέατα και σιωπηλά οι άνθρωποι να μαζεύουν τα βιωμένα νοήματα του τόπου και να σφυρηλατούν την προσωπική τους ιδιόλεκτο ζωής, τη δική τους imago mundi.
Ναι, τον νιώθω τον τόπο μέσα μου. Σαν δυνατό αίσθημα ελευθερίας πάνω απ’όλα, η απεραντοσύνη του Ιόνιου, εκείνη που έκαμε τον μεγάλο μας οραματικό ποιητή να αναφωνήσει σε μια στιγμή έκρηξης του εφηβικού του ενθουσιασμού: «Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο και η ελεύτερη γη μου!»
Έπειτα είναι το φως, με τη φυσική και τη μετα-φυσική του διάσταση. Ο Θεόδωρος Στάμος, ο σπουδαίος εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού (φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του), έλεγε πως η Λευκάδα έχει πολύ φως, κι αυτό το φως της με διάφορους τρόπους διαπέρασε το έργο του. Κι αν αφουγκραστούμε και την ιστορία του τόπου, τους αγώνες του λαού του, εν ειρήνη και εν πολέμω, πάλι ελευθερία και φως ξεπηδά ως έρεισμα υπαρξιακό για τη συνέχεια. Απ’αυτή την άποψη, τολμώ να πω, ότι και η δική μου ποίηση, αλλά και το έργο μου εν γένει, την ψυχή αυτού του τόπου αντανακλούν: ελευθερία, φως, έξαρση της ζωής- διαρκές αίτημα ομορφιάς…μια επανάσταση του αγαθού …
-
Ποια τα βασικά θέματα που πραγματεύεστε στην ποίησή σας; Ποια θέση κατέχει στο ποιητικό σας έργο ο θάνατος;
Θα μπορούσα να πω ότι η ποίησή μου έχει κοινωνικό προσανατολισμό-ανήκει στην κοινωνική ποίηση και λιγότερο στην υπαρξιακή ή υποκειμενική ποίηση. Είναι το βλέμμα που περιφέρεται στις εικόνες του παρόντος. που σταματά, ακούει, αισθάνεται, επιλέγει και μεταπλάθει σε ιδέες. ή το αντίθετο, ιδέες που μεταμφιέζονται σε εικόνες. Κι ένα φορτίο που επωμίζεται ο καθένας μας από το συσσωρευμένο άχθος της ιστορίας των ανθρώπινων. Η αδικία, η εκμετάλλευση, τα άθλια παιχνίδια της δύναμης και της εξουσίας, η λειτουργία του ανθρώπου, οι χειρονομίες του κακού αλλά και του αγαθού, η φτώχεια, η μετανάστευση, ο πόλεμος, τα σχολειά, οι ποιητές, οι δάσκαλοι… Το καθήκον μας ως ανθρώπων, είχε πει ο Καμύ, είναι να βρούμε τις λίγες αρχές που θα ηρεμήσουν την άπειρη αγωνία των ελεύθερων ψυχών. Κατά τη γνώμη μου-και όπως το ζω- ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που βουτάει μέσα στην τραγωδία της ζωής για να ανακαλύψει και να τραγουδήσει για όλους την απίστευτη ομορφιά της…
Όσο για τον θάνατο. Είναι το αναπαλλοτρίωτο ατομικό του καθενός μας δικαίωμα, η μοιραία κληρονομιά της ζωής, η μεγάλη βεβαιότητα. Ο συνεκτικός ιστός όλων μας, όταν πέρα από οφέλη και ζημιές, κοιταχτούμε μεταξύ μας και πούμε: Είμαστε όλοι μελλοθάνατοι. Τι σοφία για να κερδίσεις τη ζωή, για να κερδίσεις και να σεβαστείς τον άλλον άνθρωπο!
-
Τι συμβολίζει, κατά την γνώμη σας, η «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη και τι η «Λευκάδα» του Σικελιανού;
H Πρέβεζα δεν θα καθίσει στο εδώλιο. Δεν είναι εκείνη που σκότωσε τον ποιητή. Απλώς ο καταληκτικός, δραματικός επίλογος της καταδίωξης του Καρυωτάκη εκεί, τη γέμισε ενοχές, τη στιγμάτισε. Η αλήθεια είναι ότι η Πρέβεζα υπήρξε-μετά την αυτοχειρία του ποιητή- σύμβολο μιας επώδυνης φάσης της μεσοπολεμικής ιστορίας, που ήξερε πώς να θανατώνει τους ποιητές. Σύμβολο της μικροαστικής άπνοιας αλλά και της βίας που ασκεί η κρατική γραφειοκρατία σε κάθε ελεύθερη ψυχή. Και οι ποιητές γι’αυτό ακριβώς διώκονται. Και «θανατώνονται»: για την ελεύθερη ψυχή τους.
Αντίθετα η Λευκάδα είναι η συμβολική «απλωσιά», η απεραντοσύνη –η ελεύθερη γη-που φιλοξένησε την εφηβική, απολλώνια και διονυσιακή, μέθη ενός Προφήτη-Ποιητή. Που άπλωνε τις φτερούγες του και δεν τον χωρούσε ο κόσμος…
-
Η εποχή της πανδημίας επηρέασε τους θεματικούς σας άξονες;
Συνέβη κάτι το απρόσμενα αισιόδοξο. Θα χρησιμοποιήσω πάλι τον Καμύ: «Στα βάθη του χειμώνα, έμαθα επιτέλους ότι μέσα μου υπήρχε ένα ακατανίκητο καλοκαίρι». Το έζησα. Έμοιαζε με απελευθέρωση-από τι; Από το λίγο των συνηθισμένων ημερών, τις μιζέριες και τη γκρίνια -γιατί ας πούμε η γη δεν γυρίζει με τον ρυθμό μας…, απελευθέρωση από τον σκοτεινό θαλαμίσκο που στήνεις τα όνειρά σου και δεν βλέπεις το δεντράκι που σου γνέφει από το κλειστό παραθύρι-γράφεις, διαβάζεις για τα δέντρα, αλλά αδυνατείς να τα ζήσεις στη γλώσσα τους, απελευθέρωση από τα θραύσματα της ζωής και ξάνοιγμα στην ίδια τη ζωή, ολοκληρωμένη. Ναι, στην εποχή της πανδημίας βρήκα τη σωστή ιεραρχία των πραγμάτων, άνοιξα τις αισθήσεις μου στη φύση και στην ιώβειο σοφία της. Και τη μεγαλοψυχία της να μας υπομένει! Πήρα μαθήματα, που τα έκλεισα στον πιο μινιμαλιστικό λυρισμό της ποίησής μου, στα 280 περίπου χαϊκού του Χρηματιστηρίου εποχών…
-
Μιλήστε μας για την τελευταία σας ποιητική συλλογή.
Το Χρηματιστήριον εποχών-Χαϊκού για πέντε γένη ανθρώπων (εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2021)-μια συλλογή αποτελούμενη από 280 περίπου χαϊκού-, κατανεμημένα σε 5 εποχές, κατά το παράδειγμα του Ησιόδου, λυρική χαρτογράφηση της πτωτικής πορείας του ανθρώπου, από μια αρχική Εδέμ (χρύσεον γένος) μέχρι την παρακμή και την αφασία του σιδερένιου γένους. Εξαίρεση το Ηρώων γένος και τα Εκτός εποχής. Χτύπησαν λοιπόν την πόρτα μου τα χαϊκού σαν ένας αιφνιδιασμός, το ίδιο με το ξάφνιασμα του ιού και τον αιφνιδιασμό του μαζικού θανάτου. Ήρθαν με τηλεγραφική ταχύτητα, ευσύνοπτα, ακαριαία, χωρίς τεχνικές ατέλειες σχεδόν. Χωρίς εμπρόθετες κινήσεις, χωρίς προγραμματισμούς ή στόχο. Ξενύχτησα μαζί τους, έγραφα, αγνάντευα τη νύχτα που γινόταν μέρα. Και περίμενα γράφοντας. Μόνο χαϊκού, για δυο-τρεις μήνες, την πρώτη άνοιξη της πανδημίας. Μια κάνουλα, λες, σφραγισμένη από καιρό ή από χρόνια, που περίμενε το εκλυτικό αίτιο για να δώσει τη δροσιά της. Μπορεί να μιλήσω ίσως και για έναν σωτήριο μηχανισμό που ξεφυτρώνει στα δύσκολα, για να μας ταρακουνήσει με τα πραγματικά νοήματα. Ένα ποιητικό ξόρκισμα του κακού-αν κάτι αρχέγονο εξακολουθεί να ζει μέσα μας…
-
Ποια τα μελλοντικά σας λογοτεχνικά σχέδια;
Υπάρχουν ήδη έτοιμες και περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους δύο ακόμα ποιητικές συλλογές. Και μία μελέτη που επιχειρεί να πολιορκήσει τις βασικές ορίζουσες της διανοούμενης και ποιητικής φύσης του Λευκάδιου Χερν σε συνάφεια με τον ευρύ κύκλο των κοινωνικών επαφών του, όπως προσδιορίζονται μέσα από την «δοκιμιακή» αλληλογραφία του. Και βέβαια η σκέψη και τα σχέδια λειτουργούν πληθωρικά, χωρίς όρια και περιορισμούς. Αυτό άλλωστε είναι και η καθημερινή «λίπανση» της ζωής…
Κύριε Κοψάρη, σας ευχαριστώ για τις εύστοχες ερωτήσεις και την ευκαιρία να συνομιλήσουμε…