(Σχ. 1)
ΗΛ. Ω θύμημα του πιο αγαπημένου μου απ’ όλους τους ανθρώπους,
της ζήσης του Ορέστη απομεινάρι, πώς με χαμένες
τις ελπίδες μου και όχι όπως τότε που σ’ έστελνα μακριά
στον κόρφο μου σε δέχτηκα!
Γιατί, αλήθεια, τώρα, μέσα στα χέρια σε κρατώ
δίχως να είσαι τίποτα, μα τότε, αγόρι μου,
ολόλαμπρο εγώ από το σπίτι σε ξεμάκρυνα.
Μακάρι πρώτα τη ζωή μου να ’χανα,
προτού σε ξένη γη σε στείλω και σε γλιτώσω από το φονικό,
αφού μ’ ετούτα δω τα χέρια σ’ έκλεψα
εκείνη την ημέρα που τότε θα ’πεφτες νεκρός,
μέρος κοινό στον τάφο του πατέρα παίρνοντας.
Και τώρα από το σπίτι μας μακριά και σ’ άλλη γη διωγμένος,
τέλος κακό εσύ δίχως την αδελφή σου βρήκες·
κι ούτε μέσα στ’ αγαπημένα χέρια μου
η δύστυχη εγώ σε νεκροστόλισα και σ’ έλουσα,
μηδέ μέσ’ απ’ την αδηφάγα τη φωτιά
σήκωσα, όπως ήτανε σωστό, το άθλιό σου βάρος·2
μα φροντισμένος από ξένα χέρια, δύσμοιρε,
φτάνεις εδώ, ένας μικρός σωρός μέσα σ’ ένα μικρό αγγείο.
Αλίμονό μου η έρμη, του κάκου πήγαν οι φροντίδες μου
για να σε αναστήσω, αυτές που πρόσφερα σ’ εσένανε συχνά
κοπιάζοντας γλυκά! Γιατί ποτέ,
μήτε στη μάνα ήσουν πιότερο από εμένα ακριβός
μήτε και του σπιτιού οι άνθρωποι σ’ ανάθρεψαν,
αλλά εγώ ήμουν η βάγια σου·
βάγια και αδελφή εγώ σ’ άκουγα πάντα να με λες.
Τώρα, μέσα σε μία μέρα τελειώσανε αυτά
μαζί μ’ εσένανε, σαν πέθανες.
Γιατί τ’ άρπαξες όλα σαν τη λαίλαπα και πήγες του χαμού.
Πάει ο πατέρας, έφυγε απ’ τη ζωή· εγώ έσβησα από σένα ·
εσύ ο ίδιος πέθανες και έχεις πια χαθεί· και οι εχθροί γελούν·
απ’ τη χαρά της έχει η μάνα τρελαθεί,
που, όχι, δεν είναι μάνα να τη λες, και που γι’ αυτήν
πολλές φορές εσύ μηνύματα μου έστελνες κρυφά,
πως θα φανείς ο ίδιος τιμωρός της. Όμως αυτά η μαύρη μοίρα,
και η δική σου κι η δική μου, μας τα στέρησε,
η μοίρα αυτή που, νά, έτσι σ’ εμένα σ’ έστειλε,
αντί της λατρεμένης σου μορφής, στάχτη και ανωφέλευτη σκιά.
Αλίμονο σ’ εμένανε!
Ω άθλιο κορμί! Ωχού, ωχού!
Ω συ που στους πιο άγριους, αλίμονό μου, δρόμους στάλθηκες,
αχ πώς, μυριάκριβε, μ’ αφάνισες!
Μ’ αφάνισες, αλήθεια, αδελφούλη μου!
Γι’ αυτό λοιπόν στη νεκρική σου ετούτη στέγη 3 δέξου με,
εμένανε το τίποτα στο τίποτα, να κατοικώ μαζί μ’ εσένανε
στον κάτω κόσμο από εδώ κι εμπρός.
Γιατί και στον απάνω κόσμο όταν ήσουνα,
την ίδια μοίρα μοιραζόμουνα μ’ εσένα·
και τώρα να πεθάνω λαχταρώ,
για να μη στερηθώ τον τάφο τον δικό σου·
γιατί δεν βλέπω να ’χουνε οι πεθαμένοι πίκρες.
Στις φωτό οι δύο μεγάλες κυρίες του νεοελληνικού θεάτρου, η Κατίνα Παξινού και η ́Αννα Συνοδινού, στις ανεπανάληπτες ερμηνείες τού μονολόγου τής Ηλέκτρας.