You are currently viewing ΣΟΦΟΚΛΗ Ηλέκτρα στ. 1126-1231  (Ο θρήνος της Ηλέκτρας)  Μφρ. Γεωργία Παπαδάκη

ΣΟΦΟΚΛΗ Ηλέκτρα στ. 1126-1231 (Ο θρήνος της Ηλέκτρας) Μφρ. Γεωργία Παπαδάκη

(Σχ. 1)

ΗΛ. Ω θύμημα του πιο αγαπημένου μου απ’ όλους τους ανθρώπους,

        της ζήσης του Ορέστη απομεινάρι, πώς με χαμένες

        τις ελπίδες μου και όχι όπως τότε που σ’ έστελνα μακριά

        στον κόρφο μου σε δέχτηκα!

        Γιατί, αλήθεια, τώρα, μέσα στα χέρια σε κρατώ

        δίχως να είσαι τίποτα, μα τότε, αγόρι μου,

        ολόλαμπρο εγώ από το σπίτι σε ξεμάκρυνα.

        Μακάρι πρώτα τη ζωή μου να ’χανα,

        προτού σε ξένη γη σε στείλω και σε γλιτώσω από το φονικό,

        αφού μ’ ετούτα δω τα χέρια σ’ έκλεψα

        εκείνη την ημέρα που τότε θα ’πεφτες νεκρός,

        μέρος κοινό στον τάφο του πατέρα παίρνοντας.

        Και τώρα από το σπίτι μας μακριά και σ’ άλλη γη διωγμένος,

        τέλος κακό εσύ δίχως την αδελφή σου βρήκες·

         κι ούτε μέσα στ’ αγαπημένα χέρια μου

          η δύστυχη εγώ σε νεκροστόλισα και σ’ έλουσα,

         μηδέ μέσ’ απ’ την αδηφάγα τη φωτιά

         σήκωσα, όπως ήτανε σωστό, το άθλιό σου βάρος·2

         μα φροντισμένος από ξένα χέρια, δύσμοιρε,

         φτάνεις εδώ, ένας μικρός σωρός μέσα σ’ ένα μικρό αγγείο.

         Αλίμονό μου η έρμη, του κάκου πήγαν οι φροντίδες μου

         για να σε αναστήσω, αυτές που πρόσφερα σ’ εσένανε συχνά

          κοπιάζοντας γλυκά! Γιατί ποτέ,

          μήτε στη μάνα ήσουν πιότερο από εμένα ακριβός

          μήτε και του σπιτιού οι άνθρωποι σ’ ανάθρεψαν,

          αλλά εγώ ήμουν η βάγια σου·

          βάγια και αδελφή εγώ σ’ άκουγα πάντα να με λες.

          Τώρα, μέσα σε μία μέρα τελειώσανε αυτά

          μαζί μ’ εσένανε, σαν πέθανες.

          Γιατί τ’ άρπαξες όλα σαν τη λαίλαπα και πήγες του χαμού.

          Πάει ο πατέρας, έφυγε απ’ τη ζωή· εγώ έσβησα από σένα ·

          εσύ ο ίδιος πέθανες και έχεις πια χαθεί· και οι εχθροί γελούν· 

          απ’ τη χαρά της έχει η μάνα τρελαθεί,

          που, όχι, δεν είναι μάνα να τη λες, και που γι’ αυτήν

           πολλές φορές εσύ μηνύματα μου έστελνες κρυφά,

           πως θα φανείς ο ίδιος τιμωρός της. Όμως αυτά η μαύρη μοίρα,

           και η δική σου κι η δική μου, μας τα στέρησε,

            η μοίρα αυτή που, νά, έτσι σ’ εμένα σ’ έστειλε,

           αντί της λατρεμένης σου μορφής, στάχτη και ανωφέλευτη σκιά.

          Αλίμονο σ’ εμένανε!

           Ω άθλιο κορμί! Ωχού, ωχού!

           Ω συ που στους πιο άγριους, αλίμονό μου, δρόμους στάλθηκες,

           αχ πώς, μυριάκριβε, μ’ αφάνισες!

           Μ’ αφάνισες, αλήθεια, αδελφούλη μου!

           Γι’ αυτό λοιπόν στη νεκρική σου ετούτη στέγη 3 δέξου με,

 

 

           εμένανε το τίποτα στο τίποτα, να κατοικώ μαζί μ’ εσένανε

          στον κάτω κόσμο από εδώ κι εμπρός.

           Γιατί και στον απάνω κόσμο όταν ήσουνα,

           την ίδια μοίρα μοιραζόμουνα μ’ εσένα·

           και τώρα να πεθάνω λαχταρώ,

           για να μη στερηθώ τον τάφο τον δικό σου·

           γιατί δεν βλέπω να ’χουνε οι πεθαμένοι πίκρες.

 

 

 Στις φωτό οι δύο μεγάλες κυρίες του νεοελληνικού θεάτρου, η Κατίνα Παξινού και η  ́Αννα Συνοδινού, στις ανεπανάληπτες ερμηνείες τού μονολόγου τής Ηλέκτρας.

 

 

 

1)Σύμφωνα με την παραλλαγή του μύθου που ακολουθεί ο Σοφοκλής, μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα, φοβούμενη για τη ζωή του μικρού της αδελφού, παρέδωσε τον Ορέστη στον πιστό της παιδαγωγό, ο οποίος τον έφερε στη Φωκίδα, στον βασιλιά της Στρόφιο και στη γυναίκα του Αναξίβια, που ήταν αδελφή του Αγαμέμνονα. Η Ηλέκτρα συνέχισε να ζει στο παλάτι μια ζωή δυστυχισμένη, γεμάτη από ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, περιμένοντας τη στιγμή της εκδίκησης, και μόνη της ελπίδα είναι η επιστροφή του αδελφού της. Όταν πέρασαν τα χρόνια και ο Ορέστης μεγάλωσε, έλαβε χρησμό από το μαντείο των Δελφών να επιστρέψει στην πατρίδα του και να τιμωρήσει τους φονιάδες του πατέρα του. Φθάνει λοιπόν στις Μυκήνες με τον εξάδελφο και φίλο του, τον Πυλάδη, και τον γέροντα παιδαγωγό και καταστρώνει το σχέδιο για να πετύχει τον σκοπό του. Σύμφωνα με αυτό, ο παιδαγωγός ντυμένος σαν ξένος παρουσιάζεται στην Κλυταιμήστρα, ισχυριζόμενος πως έρχεται από τη Φωκίδα σταλμένος από έναν γνωστό της, για να της φέρει την είδηση ότι τάχα σκοτώθηκε ο Ορέστης. Στο άκουσμα αυτό η Ηλέκτρα ξεσπά σε θρήνο και σε λίγο βλέπει τον Ορέστη και τον Πυλάδη να πλησιάζουν, μεταμφιεσμένοι και αυτοί σε ξένους, κρατώντας μία τεφροδόχο, οι οποίοι την πληροφορούν πως δήθεν μέσα στο αγγείο φυλάσσεται η τέφρα του Ορέστη. Η Ηλέκτρα συντετριμμένη παίρνει στα χέρια της την τεφροδόχο και αρχίζει ένα μακρόσυρτο σπαρακτικό μοιρολόι. Τα λόγια της Ηλέκτρας αποπνέουν τόσο πόνο, τρυφερότητα και αισθαντικότητα, που έχει γραφτεί ότι «τέτοιους στίχους σχεδόν πουθενά αλλού δεν τους νιώθουμε στο αττικό θέατρο».

Ακολουθεί το απόσπασμα σε μετάφραση.

2)Εννοεί τη στάχτη από το καμένο σώμα του νεκρού.

3) Στέγη, σπιτικό αποκαλεί η Ηλέκτρα την τεφροδόχο.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.