You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Η Αντωνία (από το υπό έκδοση “Χάρτινη Ζωή”)

Παυλίνα Παμπούδη: Η Αντωνία (από το υπό έκδοση “Χάρτινη Ζωή”)

 Η ΑΝΤΩΝΙΑ

 

 

«Ε, ίντα κάνεις του λόγου σου επαέ; Παρακατσεύεις; Γιάντα δεν είσαι με τον Παύλο στο σκολειό; Να σου δώσω δυο φούσκους, Σπιθόλιοντα, να-» Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια σκληριά από πάνω – η πιο δυνατή απ’ όλες τις σκληριές που σκίζαν το σπίτι τις δυο τελευταίες ώρες. Και μαζί κάτι σαν κακό νιαούρισμα.

Η Βηθλεέμ άφησε τον Αντώνη που είχε αρπάξει απ’ τ’ αυτί και τον τραβούσε έξω απ’ τον κρυψώνα του, το κολτούκι της σκάλας, κι έκανε το σταυρό της.

«Λευτερώθηκε η παντέρμη», είπε. Ανασήκωσε τα φουστάνια της κι έτρεξε βιαστική στην κουζίνα να φέρει το βρασμένο νερό.

Ο μικρός Αντώνης κοίταξε προς τα πάνω. Ρούφηξε τη μύτη του και μετά κάθησε στο τελευταίο σκαλί κι έσκυψε το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελε τη μαμά του. Έτριψε λίγο με το μανίκι του τα ποδήματά του να τα καθαρίσει απ’ τη σκόνη.

Η Βηθλεέμ που επέστρεφε σαν σίφουνας κρατώντας το χάλκωμα με το νερό, κόντεψε να πέσει πάνω του και να τον ζεματίσει. «Φιού σου κακορίζικο, πήγα να σε σβολώσω. Να ’χω και τη δική σου έγνοια. Στέκεις επαέ κουκουβιστός να με μπερδουκλώσεις! Όξω γλήγορα, είπα!»

Τον παραμέρισε κι ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα μουρμουρίζοντας «Πίσω μου σ’ έχω, Σατανά, μέρα πού ’ναι!»

Τη στιγμή που έμπαινε η Βηθλεέμ στην κάμαρα της Κλεάνθης, η γιαγιά Καλλιόπη και η θειά Αριάδνη σήκωναν την λεχώνα απ’ τις μασχάλες απ’ το «θρονί» της μαμής.

Το θρονί ήταν μια ψηλή ξύλινη καρέκλα χωρίς κάθισμα. Η ετοιμόγεννη ήταν στεμένη εκεί ώρες ολόκληρες, κρατιόταν απ’ τα τυλιγμένα με πανιά μπράτσα της καρέκλας και πύλωθε, ώσπου βγήκαν το κεφάλι και οι ώμοι του μωρού και μπόρεσε να το πιάσει από κάτω η μαμή, που δούλευε γονατιστή, και να το τραβήξει.

Τώρα, την είχαν πλύνει την Κλεάνθη, την είχαν συγυρίσει και την τραβούσαν ξεπνεμένη στο καθαρό κρεββάτι να πλαγιάσει.

«Κορίτσι! Να ζήσει το βλοημένο, ερχόταν ανακούρκουδα, έχει και μαλλιά, κόντεψε να σβολώσει τη μάνα του», είπε η μαμή το Βαγγελιώ σηκώνοντας απ’ τα πόδια, σαν σφαγμένο κουνέλι, ένα ματωμένο κομμάτι κρέας που νιαούριζε αδύναμα.

Η Βηθλεέμ ανασκουμπώθηκε, άδειασε τη μεγάλη λεκάνη με το κόκκινο νερό απ’ το παράθυρο που έβλεπε στην εσωτερική αυλή, και μετά την ξαναγέμισε απ’ το χάλκωμα που είχε φέρει. Η μαμή το Βαγγελιώ έπλυνε το μωρό που τσίριζε, του έδεσε πιτήδια τον αφαλό και το φάσκιωσε σφιχτά. Ύστερα το απόθεσε στο στήθος της λεχώνας, που την είχαν στηρίξει στα μαξιλάρια.

«Άντε, κι η θυγατέρα που ήθελές τη! Στην έδωκε ο Θεός. Καλορίζικη να ’ναι! Μαυροπίπερο η μαργιόλα, πήρε απ’ τον κύρη της» είπε η Βηθλεέμ.

Η Κλεάνθη μες στον πόνο και τη ζάλη της, χαμογέλασε στανικά. Το τρίτο, το στερνοπούλι. Δόξα τω Θεώ ξεμπέρδεψε πλιο με τα γεννοβολήματα. Ο Μωυσής είχε τώρα την καύκα του στα κτήματα, στο Τζερμιάδω και θα της έσπερνε αυτηνής παιδιά.

«Ήρθαν τα κοπέλλια απ’ το σκολειό;» ρώτησε με αχνή φωνή.

«Ο Παύλος, όχι ακόμη. Τον μικρό τον τσάκωσα κάτω απ’ τη σκάλα να τρουλαφτίζει» είπε η Βηθλεέμ.

«Άμε τότε, να τον πέψεις στις Τρεις Καμάρες, στον καφενέ, για τη μαντατοφοργιά», έκανε η Αριάδνη.

Η Κλεάνθη έσφιξε τα χείλη της και σφάλισε τα μάτια. Η μαμά της, έφερε μια κούπα ζαχαρόνερο. «Πιέ το ν’ ανέβουν τα γράδα σου. Δεν έχεις νέκαρα μπλιο. Πιε το ν’ αναντρανίσεις.»

«Πιο μετά. Ανακατώνομαι τώρα.» Η Καλλιόπη δεν επέμεινε.

«Πιο μετά θα πιεις και λίγο ζουμί απ’ την όρνιθα. Η μπλιο δύσκολη γέννα σου ήντονε», είπε η Βηθλεέμ κι έφυγε να βρει τον Αντώνη.

Δεν ήταν αλήθεια αυτό. Και στον Παύλο, τον πρωτότοκο, είχε υποφέρει πολύ, ένα μερόνυχτο κοιλοπονούσε. Και στον Αντώνη. Αυτός είχε γεννηθεί πρόωρα, τη μέρα που ο πάππος του είχε την πρώτη προσβολή, να προλάβει να πάρει τ’ όνομά του.

Η Κλεάνθη αποκαρωμένη, ανάμεσα ύπνου κι εγρήγορσης, χάθηκε για λίγο σ’ άλλο χρόνο. Τα σωθικά της, φωτιά, πάλευαν να ξαναμπούν σε τάξη. Κι οι θύμησές της, το ίδιο.

Ο Βορεάδης είχε πάθει εγκεφαλικό. Σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι ήταν. Έμεινε παράλυτος και δεν μπορούσε να μιλήσει. Κάτι δυνατά μουγκρητά έβγαζε σαν δράκος, γούρλωνε τα μάτια κόκκινα απ’ το αίμα, μόρφαζε άγρια, μελάνιαζε, να σε πιάνει φόβος.

Και πήγαινε η Κλεάνθη, λεχώνα, άφηνε το μωρό ή το ’παιρνε μαζί αν ήταν ήσυχο και κάθονταν στην κάμαρά του.

«Μη», της έλεγε η Βηθλεέμ. «Άσε με μένα. Κόβει το γάλα σου. Το παιδί τόνε τρομάσσει. Φρενόλιπο θα σου βγεί.»

Αλλά η Κλεάνθη παραστεκόταν μέρα – νύχτα τον παιδεμό του κύρη της, κι ένιωθε πως της ζητούσε συγχώρεση, που την έδωσε στον ξένο για να γλιτώσει την περιουσία του. Αυτή, τη μοσχαναθρεμμένη του, που θα τη σπούδαζε να γίνει μεγάλη και τρανή.

Την ημέρα που τον συγχώρεσε, εκείνη την ημέρα τον λυπήθηκε κι ο θεός και τον ανάπαυσε. 

Η Κλεάνθη δεν έκλαψε. Είχε πάθει όμως το νευρικό της, καθόταν όλη μέρα άβουλη, κι άλλο από νερό δεν μπορούσε να καταπιεί. Στα εννιάμερα επάνω συνήλθε, ήταν όμως πια άλλος άνθρωπος. Απόμακρος.

Πήραν στο μωρό παραμάνα, την Φώτω, μια γερή χωριάτα, μόλις γεννημένη κι αυτή, που ξεχείλιζε από γάλα και το βύζαινε μαζί με το δικό της.

Ο Αντώνης έζησε και πήρε τ’ απάνω του, δόξα τω Θεώ. Κι έγινε «μπραγό κοπέλλι και καλοπόταγο», που έλεγε η Βηθλεέμ. Δεν ήταν όμως ανεξάρτητος χαρακτήρας σαν τον μεγάλο του αδελφό. Όλο έτρεχε να κρυφτεί στις φούστες της μάνας του.

Εκείνη τον δεχόταν, τον χάιδευε και τον έπαιζε αφηρημένα, σα να ’ταν κουταβάκι.

Της έφερνε κάποιαν αμηχανία αυτό το παιδί.

Είχε τ’ όνομα του κύρη της. Η Κλεάνθη πίστευε στην μετενσάρκωση. Κι ο μακαρίτης είχε γράψει σ’ ένα στιχούργημά του: «Δεν αποθνήσκει ο πατήρ / Αλλά μετενσαρκούται / Κι ενώ γηράσκει, εν ταυτώ / Ηβάσκει και ανδρούται.»

Ο πρωτότοκος, ο Παύλος, τίνος μετενσάρκωση να ’ταν; αναρωτήθηκε μισοκοιμισμένη.

Μάλλον αυτός ήταν καινούργια ψυχή. Καλύτερα, θα ζούσε χωρίς βάρη άλλων.

Καινούργια ψυχή ίσως να ’ταν και το νεογέννητο, ποιος ξέρει; Η κόρη. Θα της έδινε κι αυτηνής ένα καινούργιο, αφόρετο όνομα, όπως και στον Παύλο. Μικρό και κομψό. Το ’χε διαλέξει από τότε που τα κουβεντιάζανε με τις φιλενάδες της στο σχολειό. Έλλη θα την βάφτιζε.

Βυθίστηκε σ’ έναν άδειο από όνειρα ύπνο.

 

Όλη αυτή την ώρα, ο μικρός Αντώνης πήγαινε στο δρόμο με σκυμμένο κεφάλι. Του ’χαν πει να βιαστεί, μα αυτός όλο κοντοστεκόταν, ρουφούσε τη μύτη του και κλωτσούσε τα πετραδάκια. Πήγαινε απ’ τα σοκάκια, δεν είχε πάρει την Πλαθιά Στράτα, μην πέσει πάνω στ’ αγόρια που θα σχολούσαν τώρα.

Κάποτε, έφτασε στον καφενέ του Χατζηγιάννη. Ο Μωυσής καθόταν παράμερα και κουβέντιαζε μ’ έναν καρμίρη σμιχτοφρύδη – ο Αντώνης είχε ακούσει που λέγαν γι αυτόν «ο τοκογλύφος» κι αναρωτιόταν σαν τι να ’ταν άραγε αυτός ο τόκος που έγλειφε, και σαν τι σόι δουλειά να ’ταν αυτή.

Το μάτι του τοκογλύφου πήρε αμέσως τον μικρό. «Μωυσή, καλώς τα δέχτηκες!» σκούντησε το σύντροφό του. Ο Μωυσής άφησε το μαρκούτσι του ναργιλέ. «Κοπέλλι ή κοπελλιά;» ρώτησε βαριεστημένα τον γιο του. «Και κοίτα με όντε σου μιλώ.» «Κοπελλιά», είπε σιγανά ο Αντώνης με τα μάτια καρφωμένα στα ποδήματά του.

Ο Μωυσής γελοχαχάρισε. «Άφεριμ! Τώρα η μάνα του η κουζουλή θα ’χει κουτσούνα να παίζει, και θα πάψει να μου τον στολίζει αυτόνε φραμπαλάδες και φιόγκους, να τόνε φωνάζουν Αντωνία στο σκολειό και να μιξοκλαίει όλη μέρα!»

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.