Είναι άνοιξη, η αγαπημένη μου εποχή. Όλα γύρω είναι τόσο όμορφα ο κήπος στις δόξες του κι εγώ θα πρεπε να είμαι το πιο ευτυχισμένο κορίτσι του κόσμου δεν είμαι όμως, εξαφανίστηκε η αγαπημένη μαύρη μου γάτα, πάνε μέρες τώρα. Δεν την περιμένω πια ξέρω πως δε θα ξανάρθει, θα κρύφτηκε κάπου για να πεθάνει. Ητανε από καιρό άκεφη μόλις άγγιζε το φαί της. Μόνο νερό έπινε κι αυτό με δυσκολία. Η γλωσσίτσα της ήτανε ωχρή σαν μαραμένο πέταλο λουλουδιού. Μέχρι που εξαφανίστηκε. Μου φαίνεται πως αυτός ο κόσμος τώρα είναι το πιο θλιβερό μέρος που γίνηκε ποτέ.
Εδώ τέλειωνε η σελίδα. Ο Μαυρίκιος μπιμ-μπομ, o επίσημος γελωτοποιός του παλατιού, έκλεισε το Ημερολόγιο της βασιλοπούλας Άλμας. Τώρα ήξερε την αιτία της μελαγχολίας της βασιλοπούλας, γιατί δεν άγγιζε την αγαπημένη της μαρμελάδα από βατόμουρα, γιατί περιφρονούσε το καινούργιο της φόρεμα και γιατί τριγύριζε θλιμμένη, με κατακόκκινα μάτια, στους διάδρομους του παλατιού. Μια και δυο φοράει το καπέλο του και τρέχει στον βασιλιά Ιάκωβο που τον έτρωγε η ανησυχία. Αυτός είναι κι ο λόγος που δόθηκε εντολή στον Μαυρίκιο μπιμ-μπομ ν’ ανοίξει το ημερολόγιο της βασιλοπούλας Άλμας. Όταν τα ‘κουσε αυτά ο βασιλιάς Ιάκωβος τα ‘χασε δεν ήξερε τι να κάνει. Η βασιλοπούλα Άλμα είχε δική της θέληση, δυνατή. Καλά, θα δοκίμαζε διαφορά κόλπα να την κάνει κάπως να ξεχαστεί. Τι θα ‘λεγες για την ακροβάτισα Βινιέτα με τις αρκούδες της, Μαυρίκιε; Ρώτησε ο βασιλιάς. Να τη φωνάξουμε να δώσει μερικές παραστάσεις; Εξαιρετική ιδέα μεγαλειότατε μου, είπε ο Μαυρίκιος μπιμ-μπομ στερεώνοντας το κάτω αριστερά κουδούνι του καπέλου του που όλο ξέφευγε. Ήρθε λοιπόν η ακροβάτισα Βινιέτα με τις πέντε αρκούδες της όλες πανέξυπνες μελετηρές γκρίζλυ που είχανε περάσει με άριστα τις εξετάσεις τους στην ακαδημία ακροβατικών μελετών. Ήτανε δε και πολύ δραστήριες σε ό,τι έχει σχέση με τα δικαιώματα της αρκούδας. Γι αυτό και τώρα όπου και να ψάξετε δεν θα βρείτε γούνα αρκούδας ούτε για δείγμα. Όμως πάρα τα εξαιρετικά παιχνίδια των αρκούδων, τα θαυμάσια νούμερα της Βινιέτας και την επισημότητα που είχε δοθεί στο γεγονός, η βασιλοπούλα Άλμα παρέμενε μελαγχολική και ο Μαυρίκιος μπιμ-μπομ τα είχε κυριολεκτικά χάσει. Στερέωσε το ανόητο εκείνο καπέλο που ήθελε πέταμα πια και πήγε στον βασιλιά Ιάκωβο περίλυπος, να του ιστορήσει την αποτυχία του. Εκείνη τη νύχτα ο γελωτοποιός δεν έκλεισε μάτι. Τι να κάνει; Η βασιλοπούλα δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της. Τότε γύρω στα ξημερώματα τον χτύπησε σαν αστροπελέκι μια φαεινή ιδέα. Ο τσιγγάνος Ραμπαγιάκ με τον φημισμένο θίασό του από μαϊμούδες, να ποια ήτανε η λύση. Σίγουρα αυτές θα κάνανε τη βασιλοπούλα να παρηγορηθεί. Την άλλη μέρα λοιπόν κατέφθασε ο Ραμπαγιάκ στο παλάτι και δόθηκε μια παράσταση που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει. Το θέαμα με τις μαϊμούδες να πηδάνε παντού και να κλέβουνε μπανάνες από το τραπέζι, να κρεμιούνται από τους πολυελαίους, να κρύβουνε το καπέλο του Μαυρίκιου μπιμ- μπομ, ήτανε αξέχαστο, μέχρι και ο βασιλιάς γελούσε, αλλά η βασιλοπούλα Άλμα τίποτα. Παρέμενε σιωπηλή και μελαγχολική. Και πάλι έμεινε νηστική το βραδύ. Στο μεταξύ κοσμογονικά γεγονότα συμβαίνανε. Ο Υπουργός Εξωτερικών ο φοβερός Μελιτζάς, με τους κατασκόπους του, μαγείρευανε πόλεμο ανάμεσα στον βασιλιά Ιάκωβο και τον βασιλιά Μάργελλο του γειτονικού βασιλείου με αφορμή το ποιος θα έχει την κυριαρχία των Δυο Βουνών. Κι ενώ έχει πλακώσει μαυρίλα στο παλάτι, ετοιμάζονται στα κρυφά οι στρατοί, οπλίζονται γερά, κι ο κόσμος παθιάζεται για πόλεμο. Όμως τότε όπως γίνεται στα παραμύθια, ανατρέπεται αιφνίδια η κατάσταση. Και να πως: την άλλη μέρα ενώ η βασιλοπούλα είναι από αδυναμία στο κρεβάτι, κι ο βασιλιάς Ιάκωβος έχει κρίση ποδάγρας, εν’ αγόρι σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει στους κήπους του παλατιού. Κρατάει ένα καλάθι. Είναι ο Ραλφ ο γιος του βασιλικού κηπουρού. Ζητάει επειγόντως να δει την βασιλοπούλα Άλμα.
Πηγαίνει μέσα και καθώς εκείνη ανασηκώνεται στο κρεβατάκι της ανοίγει το καλάθι. Από μέσα ξεπετάγεται η μαύρη γάτα της βασιλοπούλας Άλμας ακολουθουμένη από τέσσερα μαύρα γατάκια που αμέσως αρχίζουν τις κωλοτούμπες στο χαλί. Η βασιλοπούλα είναι πανευτυχής κι ένα ανοιξιάτικο ροδαλό χρώμα αμέσως χρωματίζει τα μάγουλά της. Από ‘κείνη την ημέρα αρχίζει να τρώει το φαί της κι η χαρά ξανάρχεται στο παλάτι. Ο Μελιτζάς τώρα δεν μπορεί να σταθεί σε χλωρό κλαρί. Κάνεις δεν έχει όρεξη να πολεμήσει. Έρχεται στα συγκαλά του και ο βασιλιάς Ιάκωβος και καλεί τον συνάδελφό του το βασιλιά Μάργελλο στο παλάτι. Οι δυο χοντροί φαγάδες και καλαμπουρτζήδες ηγεμόνες συνάπτουνε ειρήνη διαρκείας. Αποφασίζουνε να γίνουνε Δύο Βουνά πάρκο για άγρια ζώα με όλα τα κομφόρ. Τους αφήνουμε παραδομένους στο κοινό τους πάθος, τα γραμματόσημα, να τα ταξινομούνε με τσιμπιδάκια μέσα σε άλμπουμ, καθισμένοι σε μαξιλάρια στο μεγάλο σαλόνι. Ο Μαυρίκιος μπιμ-μπομ στερεώνει στο αιώνιο καπέλο του τα αιώνια κουδουνάκια του και βιάζεται γιατί τώρα βοηθάει στο τάισμα πέντε γατιών. Ο Μελιτζάς αποσύρεται χωρίς να του το πούνε στα κτήματα του και καλλιεργεί γογγύλια. Αποφασίζει να καλοσυνέψει και να πάρει και γάτα. Οι στρατιώτες το ρίχνουνε στο πιοτό πριν γυρίσουνε στα σπίτια τους και τους περιλάβουνε οι γυναίκες τους. Κι όλοι ζήσανε καλά κι εμείς καλυτέρα. Κι ο μικρός κηπουρός Ραλφ πάει τώρα σε μακρινές χώρες να καταγράψει φυτά που απειλούνται μ’ εξαφάνιση.