Ίσως ακριβώς επειδή έζησε σε μια ταραχώδη και ταχύτατα μεταβαλλόμενη εποχή, διάστικτη από πολέμους κι επαναστάσεις, έφτιαξε ένα δικό του κόσμο πλήρη φαντασίας σε ακραίο, γκροτέσκο επίπεδο. Σ’ αυτό το κουκούλι που κατασκεύασε και χώθηκε μέσα του και με τους δικούς του όρους κατάφερε να επιβιώσει και να δημιουργήσει, χωρίς να συμβιβαστεί με τους ασφυκτικούς περιορισμούς που έθετε η σταλινική γραφειοκρατία και άλλαζαν μάλιστα από μια στιγμή στην άλλη. Ήταν τυχερός που δεν εξαφανίστηκε σε κανένα γκουλάγκ ή δεν εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες όπως πολλοί ομότεχνοί του. Στάθηκε άτυχος όμως γιατί δεν εισακούστηκαν κι από τον ίδιο το Στάλιν οι εκκλήσεις του να του επιτραπεί να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, γιατί δεν τα έβγαζε πέρα. Πεινούσε εν ολίγοις. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν επιτρέπονται άλλες πιο επιεικείς εκφράσεις.
Το είδος που καλλιέργησε ο Μπουλγκάκοφ η σάτιρα ήταν πάντα εξαιρετικά δημοφιλές ακόμα και στην ίδια την εξουσία που το παρακολουθούσε με προσοχή και περίσκεψη επειδή ήταν μια δημοσκόπηση, έστω και περασμένη από το φίλτρο της αισθητικής, για το ποιος ήταν ο σφυγμός του κόσμου και πώς έβλεπε την εξουσία. Όπως κάποιοι τσάροι έτσι κι ο Στάλιν παρακολουθούσε τη λογοτεχνική και θεατρική κίνηση και απαγόρευε κατά βούλησιν τα έργα και εξανδραπόδιζε τους δημιουργούς τους. Με τον Μπουλγκάκοφ είχε μια περίεργη σχέση. Ναι μεν δεν τον άφησε να φύγει αλλά του φέρθηκε με σχετική επιείκεια. Ίσως του άρεσε, ίσως επικροτούσε τον ευθύ τρόπο του, τη γενναία συμπεριφορά του. Το 1923 ο Στάλιν παρακολούθησε την παράσταση του Οι ημέρες του Τουρμπινί τουλάχιστον δέκα φορές. Χρησιμοποίησε μάλιστα κάποια λόγια από το έργο σε ραδιοφωνική ομιλία. Ωστόσο δεν απάντησε στις επιστολές που του έστειλε ο Μπουλγκάκοφ και δεν ικανοποίησε τα αιτήματάτου. Είχε ενδιαφερθεί να μάθει για την υγεία του όταν ήταν ετοιμοθάνατος. Έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια από την οποία πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1940 σε ηλικία μόλις 49 ετών. Η τρίτη σύζυγός του Γιλιένα Σεργκέγιεβνα Σιλόφσκαγια έλαβε ένα τηλεφώνημα όπου μια φωνή χωρίς να συστηθεί αν όντως πέθανε ο σύζυγός της. Το 1939 παθαίνει την πρώτη κρίση νεφρικής ανεπάρκειας κι η όραση χειροτερεύει, ενώ κάνει τις τελευταίες διορθώσεις στο Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Η κατάστασή του επιδεινώνεται με αποτέλεσμα να μη μπορεί να περπατήσει. Οι φίλοι του κάνουν βάρδιες για να τον προσέχουν.
Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ γεννήθηκε στο Κίεβο της Ουκρανίας στις 3 Μαΐου 1891 σε οικογένεια εκπαιδευτικών. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής στην Ακαδημία Θεολογίας του Κιέβου κι η μητέρα του δασκάλα. Βαφτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος και πήρε το όνομα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, προστάτη του Κιέβου.
«Σπούδασα στο Κίεβο και το 1916 αποφοίτησα με το βαθμό άριστα από την Ιατρική Σχολή», επισημαίνει σ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ο ίδιος. «Η μοίρα έφερε έτσι τα πράγματα ώστε να μην αξιοποιήσω ούτε τις σπουδές μου ούτε το ‘αριστείο’ μου». Ωστόσο υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός με διακοπές αυτομόλησης καθώς και στη δημιουργία στρατιωτικών νοσοκομείων ως το τέλος του 1919, οπότε αρχίζει τη συνεργασία με εφημερίδες και περιοδικά. «Κάποια νύχτα το 1919, ήταν φθινόπωρο, ταξιδεύοντας με ένα σαραβαλιασμένο τρένο, υπό το φως ενός κεριού που ήταν στερεωμένο στο λαιμό ενός μπουκαλιού, έγραψα ένα μικρό διήγημα. Στην πόλη που με άφησε το τρένο πήγα το διήγημα αυτό σε μια εφημερίδα. Το δημοσίευσαν […] Στα τέλη του 1921 έφτασα χωρίς χρήματα και αποσκευές στη Μόσχα κι έμεινα για πάντα. Στη Μόσχα υπέφερα πολύ. Για να μπορέσω να επιβιώσω δούλεψα ως δημοσιογράφος και επιφυλλιδογράφος σε εφημερίδες και μίσησα αυτούς τους τίτλους. Ταυτόχρονα μίσησα τους συντάκτες, τους μισώ και τώρα και θα τους μισώ για όλη μου τη ζωή. […] Δημοσίευσα μια σειρά διηγημάτων σε περιοδικά της Μόσχας και του Λένινγκραντ. Μέσα σ’ ένα χρόνο έγραψα το μυθιστόρημα Λευκή Φρουρά. Το μυθιστόρημα αυτό το αγαπώ περισσότερο από όλα όσα έχω γράψει». Το σημείωμα είναι πρώιμα γραμμένο, μόλις τον Οκτώβρη του 1924, οπότε δεν περιλαμβάνει το εύρος της εικοσάχρονης προσφοράς του.
Αν το έγραφε αργότερα θα έλεγε πως το πιο αγαπημένο του μυθιστόρημα είναι Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα– μοναδικό μυθιστόρημα για τον Μπόρχες.
Για να ξανασυναντήσει τον άνθρωπο που αγαπά, έναν καταραμένο συγγραφέα κλεισμένο σε άσυλο, η Μαργαρίτα συμφωνεί να παραδώσει την ψυχή της στον Διάβολο. Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτ είναι μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου του Φάουστ τοποθετημένη στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930 που τοποθετεί τον Μπουλγκάκοφ πλάι στους μεγάλους Ρώσους κλασικούς Γκόγκολ, Τολστόι, Τσέχοφ. Δώδεκα χρόνια του πήρε η ολοκλήρωση ενός έργου που κινείται ανάμεσα στο ρεαλισμό, τη σάτιρα, το λυρισμό με αναφορές στην ιστορία και την πολιτική κι ας γνώριζε πως με τη σταλινική γραφειοκρατία δεν θα μπορούσε να το δει να κυκλοφορεί. Πράγματι το αριστουργηματικό αυτό έργο κυκλοφόρησε το 1970, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του δημιουργού του.
Στην Καρδιά ενός Σκύλου ο καθηγητής Φ. Φ. Πρεομπραζένσκι μαζί με το βοηθό του επιχειρούν να μεταμοσχεύουν στον αδέσποτο σκύλο Σάρικ την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεαρού άντρα. Η έκβαση όμως του πειράματος είναι εντελώς αναπάντεχη. Ο αγαθός Σάρικ μετατρέπεται σε έναν ανυπόφορο αγροίκο, που περιφρονεί κάθε κανόνα ευπρέπειας και ανατρέπει τη γαλήνια καθημερινότητα στο αριστοκρατικό διαμέρισμα του διεθνούς φήμης καθηγητή. Ο Μπουλγκάκοφ, σε αυτή τη σατιρική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, διακωμωδεί κάθε επίδοξο αναμορφωτή αλλά και την καθημερινή ζωή στη Ρωσία τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση.
«Το πλάσμα ντύθηκε. Τη φανέλα δέχτηκε να τη φορέσει, γελώντας σχεδόν εύθυμα. Αρνήθηκε όμως το σώβρακο και διαμαρτυρήθηκε με βραχνά ξεφωνητά: “Άει χάσου, σκυλομούρη, Άει χάσου!” Τελικά τον ντύσαμε. Τα ρούχα του ήταν πολύ μεγάλα γι’ αυτόν.
Το πλάσμα μπορεί τώρα να προφέρει πολλές λέξεις: “Ταξί”, “γεμάτος”, “απογευματινή εφημερίδα”, “πάρε ένα σπίτι για τα παιδιά” και κάθε γνωστή ρώσικη βρισιά. Η εμφάνιση του είναι παράξενη. Αυτός τώρα έχει τρίχες μονάχα στο κεφάλι του, στο πηγούνι και στο στήθος. Οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματος είναι γυμνό και το δέρμα είναι απαλό. Η περιοχή των γεννητικών του οργάνων τώρα έχει την εμφάνιση άγουρου άντρα. Το κρανίο του έχει πλατύνει αξιοσημείωτα. Βλέφαρο χαμηλό, που μεγαλώνει συνέχεια.
Θεέ μου, Θα τρελαθώ!…» [μτφρ. Θάνου Σακκέτα]
Ο Αλέξης Ζήρας γράφει στον πρόλογο ενός άλλου έργου του Μπουλγάκοφ τη νουβέλα Διαβολιάδα:
«Χρησιμοποιώντας το γκροτέσκο, ο Μπουλγκάκοφ αφήνεται χωρίς άλλες άμυνες στην υπερβολή, κυριολεκτικά παίζοντας με τις φαντασιώσεις, τα οράματα, τις ελπίδες, τις λογικές κατατάξεις και τους μύθους. Όλα γίνονται συστατικά μιας ατέλειωτης, ανίερης φάρσας, ενός παιχνιδιού μέσα στο αφηγηματικό παιχνίδι, όπου οι ζαβολιές του συγγραφέα μάς κάνουν να είμαστε διαρκώς ανήσυχοι κι αυτό όχι αποκλειστικά όταν βρισκόμαστε στην περιπέτεια της ανάγνωσης…». Κι αυτή η εκτίμηση δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη νουβέλα για την οποία γράφτηκε, αλλά το ευρύτερο έργο του συγγραφέα.
Το 1920 αρρωσταίνει από τύφο. Διορίζεται επικεφαλής του λογοτεχνικού και θεατρικού τμήματος και διδάσκει δραματουργία στο Βλαντικαφκόζ. Εκδιώκεται εξαιτίας του έργου Αφοί Τουρμπινί.
Γράφει κι ανεβάζει τα έργα: Αυτοάμυνα, Λασπωμένοι αρραβωνιάρηδες, οι Κομμουνάριοι του Παρισιού.
Επιχειρεί να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη ή να βρει αμειβόμενη εργασία χωρίς να τα καταφέρει.
Γράφει πυρετωδώς αλλά τα έργα αυτής της πρώιμης περιόδου του δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ.
Το 1923 γράφει το δεύτερο μέρος του Σημειώσεις στα μανίκια κι αρχίζει τη Λευκή Φρουρά και τη Διαβολιάδα.
Το 1925 γνωρίζει τον Αντρέι Μπιέλι και γράφει την Καρδιά του σκύλου.
Όπως πληροφορείται η Γκεπεού σε δημόσια συζήτηση ζητά να κάνουν τόπο στους νέους ζωντανούς συγγραφείς που θα γράφουν για τον άνθρωπο κι όχι την πολιτική.
Υπογράφει συμβόλαια με το Θέατρο Τέχνης, Βαχτάγκοφ και το Μεγάλο θέατρο του Λένινγκραντ.
Το 1926 η Γκεπεού κάνει φύλλο και φτερό το διαμέρισμά του και κατάσχει τα χειρόγραφα της Καρδιάς του Σκύλου, ενώ καλείται για ανάκριση.
Αρχίζει φιλία με την Αχμάτοβα και Γιεβγκένι Ζαμιάτιν. Ολοκληρώνει την Ερυθρά Νήσο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1927 το καθεστώς θέτει εμπόδια στην πραγμάτωση του έργου του. Το ένα μετά το άλλο τα έργα απαγορεύονται. Το 1930 παραβρίσκεται στην κηδεία του Μαγιακόφσκι.
Αποχαιρετά τον Ζαμιάτιν που παίρνει άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό και βέβαια δεν επιστρέφει ποτέ.
Δημιουργεί όπερα με τίτλο Πούσκιν σε μουσική Σοστακόβιτς.
«Δε διατυπώνω τις σκέψεις αυτές ψιθυριστά σε μια γωνία» γράφει σε μια επιστολή προς την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ.
«Στον χώρο των ρωσικών γραμμάτων στην ΕΣΣΔ ήμουν ο μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλεψαν να βάψω τη γούνα μου. Ανόητη συμβουλή… Ο λύκος, κι αν τον βάψεις ή αν τον κουρέψεις, δε θα μοιάζει με λουλού».
Ριζοσπαστικός, ρηξικέλευθος, σαρκαστικός δεν άφησε ασχολίαστη καμιά πτυχή της σοβιετικής ζωής υπομένοντας το χειρότερο για ένα συγγραφέα, την απαγόρευση του έργου του.