Με στήθος παγωμένο βάδισα
αλαφροπατώντας.
Στο δεξί μου χέρι,
το γάντι το αριστερό φορώντας.
Τα σκαλιά μου φάνηκαν αμέτρητα
Κι ας ήξερα πως ήταν μόνο τρία.
Ψιθυρίσματα στα φύλλα του σφενδάμου
να πεθάνω μαζί του με καλούσαν.
Και, κοροϊδεύοντας την θλιμμένη, άστατη
κακιά μου μοίρα
απάντησα :Aγάπη μου, αγάπη μου,
θα πεθάνω μαζί σου.
Στο τραγούδι της τελευταίας συνάντησης.
κοίταξα στο σκοτεινό σπίτι.
Μόνο στην κάμαρα έκαιγαν κεριά
με αδιάφορη, κίτρινη φλόγα.
Η Άννα Αχμάτοβα θεωρούσε τους πρώιμους στίχους της, ασήμαντους και παιδαριώδεις. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να κάψει το πρώτο της ποιητικό τετράδιο. Ωστόσο, αργότερα, ξαναζωντάνεψαν κάποιοι στίχοι που κράτησε στη μνήμη της.
Η ζωή της δεν έμοιαζε σε τίποτα με πραγματική. Παντρεύτηκε τον Γκουμιλιόφ και υποστήριζε ότι του ήταν πιστή. Οι φίλοι δεν την πίστευαν, καθώς τα πρώτα της ποιήματα ξεχείλιζαν από πόνο για άτυχους έρωτες.
Στο «Τραγούδι της τελευταίας συνάντησης», η λύπη της παγώνει το στήθος, η απόγνωση την κάνει να χάνει τον κόσμο, τη μοίρα του χαμένου έρωτα δεν μπορεί να την μοιραστεί με κανέναν.