“Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τους ανθρώπους που αγαπάμε’’
Στο βραβευμένο με Γκονκούρ πρώτου μυθιστορήματος 2022 και με βραβείο Z. C. Brialy 2022, ‘’Το μοιραίο άλμα’’, ο Ετιέν Κερν αφηγείται τη ζωή του αυστριακής καταγωγής εφευρέτη Φραντς Ράιχελτ. Ο Ράιχελτ, γεννημένος σε ένα χωριό κοντά στην Πράγα, μαθήτευσε στη Βιέννη στο επάγγελμα του ράφτη και στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι αναζητώντας την τύχη του στην πρωτεύουσα της μόδας. Παρότι δεν γνώριζε γαλλικά και η καχυποψία απέναντι στους γερμανικής καταγωγής ξένους εκείνη την εποχή, λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου που είχε προηγηθεί, ήταν πολύ έντονη, το ταλέντο και η ευσυνειδησία του τον έκαναν γνωστό με αποτέλεσμα να διατηρεί δικό του ατελιέ κοντά στην Όπερα. Ο Φραντς ήταν ονειροπόλος, ευαίσθητος, τρυφερός, καλόκαρδος και δοτικός.
Η γνωριμία του, ήδη από το πρώτο διάστημα της διαμονής του στη Γαλλία, με τον Ισπανό συνάδελφό του Αντόνιο Φερνάντεζ εξελίχθηκε σε φιλία. Ο Αντόνιο ήταν ένα χαρισματικό και φιλόδοξο άτομο. Η αυτοπεποίθησή του και η ωραία του εμφάνιση τον βοήθησαν να ανοίξει δικό του ατελιέ με πλούσια πελατεία και υποκατάστημα στην πόλη της Νίκαιας. Μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Κυανής ακτής, πλούτισε, παντρεύτηκε. Δεν ήταν όμως διατεθειμένος να μείνει ράφτης σε όλη του τη ζωή κι άρχισε να παίρνει μέρος σε αγώνες αυτοκινήτων. Η άφιξη των αδελφών Ράιτ (πιονιέρων της αεροπορίας) στη Γαλλία το 1908 και το κατόρθωμα του Λουί Μπλεριό να διασχίσει με αεροπλάνο ένα χρόνο αργότερα τη Μάγχη είχαν ως αποτέλεσμα το πάθος των πτήσεων να εξελιχθεί σε πραγματική φρενίτιδα.
‘’Η Γαλλία ανακάλυπτε ένα νέο πάθος. Οδηγοί ταξί, φοιτητές, ποδηλάτες, εκατοντάδες θερμοκέφαλοι είχαν αρχίσει να ονειρεύονται σύννεφα. Ήταν κάτι παραπάνω από τρέλα, ήταν φρενίτιδα, ένα τρομερό ξέσπασμα όπως συμβαίνει μετά από μακρά απουσία. Τα ράφια είχαν γεμίσει με εξειδικευμένα περιοδικά. Ποτέ άλλοτε οι καρδιές δεν είχαν δονηθεί με μεγαλύτερη συγκίνηση. Πότε πότε, μηχανήματα που κατασκευάζονταν στο πίσω μέρος των καταστημάτων ή σε αγροκτήματα, υψώνονταν με κόπο στον αέρα και μετά έπεφταν. Παντού, με τα πόδια να βουλιάζουν στο έδαφος, συγκεντρώνονταν πλήθη, έβγαζαν την ίδια κραυγή ευχαρίστησης, με τα χέρια απλωμένα προς όλους αυτούς τους ήρωες, αυτούς τους χαμένους, αυτούς τους καταραμένους που εκτόξευαν μεγάλα παιχνίδια στον ουρανό χωρίς να ξέρουν ότι έσκαβαν τον τάφο τους.’’ Σελ. 31
Ο Αντόνιο εγκατέλειψε ραπτική και αυτοκίνητα και ρίχτηκε στην κατασκευή ενός διπλάνου με την ονομασία Φερνάντεζ που όμως δεν κατάφερε ποτέ να σηκωθεί από το έδαφος. Ακολούθησε το Φερνάντεζ ΙΙ το 1909 χωρίς καλύτερη τύχη. Απτόητος από τις αποτυχίες συνέχισε με μια νέα κατασκευή στην οποία είχε επενδύσει εκτός από πολλά χρήματα και όλα του τα όνειρα κι αποφάσισε να είναι ο ίδιος και χειριστής της. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1909 το μηχάνημα εκτοξεύτηκε, ανέβηκε στα τριάντα μέτρα αλλά στη συνέχεια έπεσε κατακόρυφα στο έδαφος και ο πιλότος σκοτώθηκε. Ο Αντόνιο άφησε χήρα τη νεαρή γυναίκα του ‘Εμμα και ορφανό το νεογέννητο κοριτσάκι του.
‘’Την επόμενη φορά, δεν θα αφήσω τη διακυβέρνηση σε κανέναν. Και θα δεις, θα πετάξω κι εγώ. Ψηλότερα και μακρύτερα’’. Και συνεχίζοντας να μιλά, σήκωνε αργά το κεφάλι του. Με μάτια πνιγμένα από τα δάκρυα, μεθούσε από το κάλεσμα των δυνατοτήτων και των σαρωτικών ανέμων της προόδου.’’ Σελ. 40
Ο Φραντς συγκλονισμένος από τον χαμό του Αντόνιο, γνώρισε την Έμμα, της έδωσε δουλειά, την ερωτεύθηκε. Στο μεταξύ οι πτήσεις συνεχίζονταν, αεροπλάνα συντρίβονταν και πολλοί αεροπόροι σκοτώνονταν. Η εναέρια ασφάλεια έγινε εθνικό ζήτημα και ο Σύνδεσμος Αεροπορίας με την Αερολέσχη Γαλλίας συντάχθηκαν με την πρωτοβουλία ενός μαικήνα που προσέφερε 5.000 φράγκα στον εφευρέτη αλεξίπτωτου προσαρμοσμένου στους αεροπόρους. Αυτό ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσει ο Φραντς τους υπολογισμούς και τους σχεδιασμούς του. Η θέληση και η επιθυμία του να εφεύρει το αλεξίπτωτο ήταν τόσο μεγάλες που νόμιζε ότι αρκούσαν, κι ας μην κατείχε τη γνώση και την τεχνική. Ο σκοπός ήταν σπουδαίος, θα πετύχαινε, θα έπαιρνε την αμοιβή και θα την πρόσφερε στην ‘Εμμα. Ο Φραντς με αλεξίπτωτο ευρεσιτεχνίας του πήδηξε τελικά στο κενό από το πρώτο πάτωμα του Πύργου του Άιφελ τον Φεβρουάριο του 1912, στα τριάντα τρία του.
‘’Ξεσταυρώνεις τα μπράτσα, και, σιγανά, σιωπηλός σαν τον θάνατο που επίκειται, αρχίζει το τελετουργικό: ξαναβρίσκω τις χειρονομίες σου, την κίνηση των ποδιών, το σώμα σου που γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, το χαμόγελο σου όταν παίρνεις την τραγιάσκα σου στο χέρι. Κάθε δευτερόλεπτο εφεξής μετράει. Και να΄σαι ήδη πάνω στην καρέκλα, με το πόδι πάνω στο κιγκλίδωμα. … Είσαι μόνος. Μόνος απέναντι στο κενό. Η ανθρώπινη θυσία είναι στα σκαριά, είσαι ο ιερέας και το θύμα.’’ Σελ. 179
Το βιβλίο αναπτύσσεται σε πέντε κεφάλαια. Σε κάθε κεφάλαιο ο αφηγητής παράλληλα και εναλλάξ με την τριτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας του Φραντς εγκιβωτίζει σε ευσύνοπτες αφηγήσεις πρώτου προσώπου δύο ιστορίες απώλειας κοντινών του ανθρώπων, του παππού του, όπως τη βίωσε στην παιδική του ηλικία, και μιας φίλης που έχασε το 2016. Τα πρόσωπα, οι χρόνοι, οι αιτίες, οι συνθήκες διαφέρουν, υπάρχει όμως ένας συνδετικός κρίκος σ΄αυτές τις ιστορίες που είναι το άλμα και η πτώση.
Στους εγκιβωτισμούς, που είναι τυπωμένοι σε διαφορετική γραμματοσειρά, ο αφηγητής εκτός από πρώτο χρησιμοποιεί και δεύτερο πρόσωπο απευθυνόμενος στον Φραντς, δημιουργώντας την εντύπωση οικειότητας ή την ψευδαίσθηση διαλόγου μαζί του. Έτσι, διεισδύει πιο άνετα στην ψυχολογία του, προβαίνει σε διαπιστώσεις και εκτιμήσεις παρατηρώντας τις κινήσεις και το ύφος του στις φωτογραφίες και τα πλάνα που διασώζονται από το εγχείρημα, είναι από τις πρώτες λήψεις που πραγματοποιήθηκαν με κάμερα, περιγράφει τα συναισθήματα που προκάλεσε η μελέτη αυτού του υλικού στον ίδιο τον αφηγητή καθώς ανακαλούσε τις μνήμες οικείων οδυνηρών απωλειών.
‘’Κάθε προβολή, μου αφηγούνταν μια άλλη ιστορία. Ήσουν ένας νέος Ίκαρος, τιμωρημένος από τους θεούς για την τόλμη σου. Ήθελες να πεθάνεις. Πέθαινες γεμάτος ελπίδα, τυφλωμένος μέχρι τέλους από το όνειρό σου. Ήσουν θύμα. Δίχως αυτή την κάμερα, ίσως, θα είχες κατεβεί από την καρέκλα, ψελλίζοντας κάποιες συγγνώμες και θα πήγαινες σπίτι σου. Ήσουν ήρωας: αρνιόσουν το πραγματικό, ανατίναζες τα κιγκλιδώματα. Ήσουν όλα τα σενάρια. Ήσουν όλα όσα με στοιχειώνουν. Η θύμηση των σωμάτων που αποτολμούν το άλμα στο κενό.’’ Σελ. 68
Το μοιραίο άλμα αποπνέει μια γλυκιά μελαγχολία, καθώς ήρωές του είναι πρόσωπα που εμφορήθηκαν από υψηλούς στόχους, παθιάστηκαν με την επιδίωξή τους, έδωσαν όλες τις δυνάμεις τους, έλπισαν στη νίκη, μα στο τέλος απέτυχαν. Είναι ένα γοητευτικό ανάγνωσμα που συγκινεί όχι μόνο με το περιεχόμενο αλλά και με την ποιητικότητα της γραφής του. Επιπλέον, υπενθυμίζει στους αναγνώστες μια αλήθεια που τείνουμε να ξεχνούμε ή να παραβλέπουμε, εστιάζοντας αποκλειστικά στα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και η αλήθεια είναι ότι για κάθε σπουδαία ανακάλυψη ή εφεύρεση η προσπάθεια που έχει προηγηθεί είναι τεράστια, ο χρόνος που έχει απαιτηθεί για να δρέψουμε τους καρπούς της έρευνας και των δοκιμών είναι πολύς και το ανθρώπινο δυναμικό που οραματίστηκε και εμψύχωσε κάθε εξέλιξη πολλές φορές θυσίασε τον εαυτό του στο βωμό του υπέρτατου σκοπού.