You are currently viewing Μηνάς Θεοδώρου: Γιώργος Γάββαρης, «Ακούω ήχους να θερίζουν». Εκδόσεις ΑΩ, 2022

Μηνάς Θεοδώρου: Γιώργος Γάββαρης, «Ακούω ήχους να θερίζουν». Εκδόσεις ΑΩ, 2022

Συγκομιδή θερισμού

Θερίζουν λοιπόν οι ήχοι. Ποιοι; Μα αυτοί που μέσα μας παράγονται κι αναδυόμενοι μας κατακυριεύουν. Ηλιοκαμένοι θεριστάδες, μ’ ένα καπέλο από φθαρμένη ψάθα ή από πολυκαιρισμένη εφημερίδα ή έστω μ’ ένα κεφαλομάντηλο βρεγμένο στο κεφάλι, εισέρχονται στα χωράφια της ευαισθησίας, τρυγούν με βιάση το συναίσθημα, το μεταφέρουν στ’ αλώνια της ψυχής κι αυτή με τη σειρά της το μεταβολίζει σε ζωή ζώσα˙ πάσχουσα και ολοφυρόμενη, αποτρεπτική ή προσκαλούσα, νικηφόρα ή ηττημένη. Αυτό θαρρώ πως είναι το κρυπτόμενο που ο Γιώργος Γάββαρης προσπαθεί να επικοινωνήσει. Να το μετουσιώσει, να το μεταγράψει σε λέξεις δηλαδή που θα σταθούν με αγάπη η μια κοντά στην άλλη, να τ’ ορμηνέψει με γνήσιο ερωτισμό, σε προσευχή εγκόσμια να το λειτουργήσει και τέλος, όταν την ωρίμανσή του αισθανθεί με τους χυμούς να είναι έτοιμοι για ρεύση, ωσάν αντίδωρο μιας προσφοράς ανιδιοτελούς να μας το εγχειρίσει. Και τα καταφέρνει.

 

Τη συλλογή ανοίγει το ποίημα της γλυκόπικρης επίγευσης, όπως εγώ το χαρακτηρίζω, «Άνοιξη στη Σπάρτη». Και λέω γλυκόπικρη γιατί το ποίημα είναι χωρισμένο σε δύο διακριτά κομμάτια που παράγουν εκ διαμέτρου διαφορετικά συναισθήματα. Στο πρώτο επιτυγχάνει, με επιδέξια χρήση των λέξεων, την παραγωγή μιας θαυμάσιας εικόνας που έχει τις ρίζες της στην ηλικία της παιδικής αθωότητας. Ένα αισθαντικό tableau vivant ενός παιδιού που καθελκύει το ιδιοκατασκευασμένο χάρτινο καραβάκι του σε ποτιστικά αυλάκια και μιας πορτοκαλιάς που ευλογεί αυτό το ταξίδι του παιχνιδιού τινάζοντας τους ανθούς της. Άφατη η γλυκύτητα που αναδύεται, αντιδιαστέλλεται με τη μελαγχολία της μοναχικότητας του δευτέρου μέρους όπου το καραβάκι, των ενηλικιωμένων πλέον λέξεων, παλεύει να βρει τους κατάλληλους σχηματισμούς που, σαν έρμα, θα βοηθήσουν τη συνέχιση του ταξιδιού σε ανοικτές και τρικυμιώδεις όμως αυτή τη φορά, θάλασσες. Κι ένα είναι που αφήνει ως αναπάντητο ερώτημα να αιωρείται. Είναι οι λέξεις που πληγώνουν ή ο χρόνος που τραυματίζει ανεπανόρθωτα;

 

Κι επειδή, όντας ποιητής, αδιάβροχος δεν είναι, αισθάνεται το βάρος του πάσχοντος Ελληνισμού ασφυκτικά να τον συνθλίβει ενώ συγχρόνως -τι αντίθεση αλήθεια φοβερή- με τα φτερά της αναζήτησης και της περιπέτειας τον εφοδιάζει. Στις διηγήσεις του πρωτοπόρου ομότεχνού του, του Ομήρου, καταφεύγει, κάνει τους απαραίτητους παραλληλισμούς κι απελπισμένο SOS εκπέμπει «Μονάχη σωτηρία να εφεύρουν μία Ιφιγένεια/ μια λεπτομέρεια, έναν σκοπό/ να τους τραβήξει λίγο παρακάτω» για να το αντιπαραβάλλει στη συνέχεια -μέσα σ’ αυτή την ευρύτητα των προοπτικών της φαντασίωσης- με το «Εμείς μονάχα ένα πέρασμα κι αυτό/ από μια δίοδο στενή», της πραγματικότητας, που λοιδορεί τη, νομιζόμενη, επάρκεια του διανοητικού απλώματος. Αυτή όμως δεν είναι η αλήθεια; Πολλά φαντάζεσαι, λίγα δύνασαι και τέλος λιγότερα πράττεις, μιας και άγνωστες δυνάμεις σε ακινητούν αρνούμενες ψήφο εμπιστοσύνης να δώσουν στο ποθούμενό σου.

 

Στην παραμυθία της παιδικής ηλικίας ανατρέχει. Σ’ ετούτη, την πάντοτε με καλό τέλος, πλασμένη εξιστόρηση που σκοπός της είναι να μην τραυματισθούν οι παιδικές ψυχές, να μην τρομάξουν, να μην ανδρειωθούν πριν φτάσει η ώρα τους και σπεύσουν να πολεμήσουν. Σ’ αυτή, που εντέχνως αποκρύπτει τους εγγενείς τραυματισμούς, τους οποίους αναπόδραστα η ζωή εμπεριέχει, που φτιασιδώνει τα κομμάτια και τα θρύψαλα της καθημερινότητας και σαν ενότητα, έστω και οιονεί, τα παραδίδει, στήνοντας μια ανατρεπτική υπέρ του καλού παράσταση. Παράσταση που, ηθελημένα, αγνοεί πως όπως και να ’χει, η συγκινησιακή καταγραφή της ζωής θα πραγματοποιηθεί ως «… κουμπιά σε μια φτηνή χαρτοσακούλα», θα διατηρηθεί και θα διαφεντέψει το επερχόμενο. Ευεργετικά ή τραυματικά, άγνωστο. Πάντοτε όμως ενεργητικά, υπογραμμίζοντας το άδηλο˙ το άυλο δέον.

 

Κι έπειτα στις ώρες της ανημποριάς, όταν τους υποχθόνιους και απειλητικούς τριγμούς της ελλοχεύουσας καταστροφής αισθάνεται, παίρνει στις πλάτες του την εξαπατημένη ανθρωπότητα, εκθέτει τους δυνάστες φόβους της στο φως και στο άγνωστο υπέρτερο προσφεύγει, πραγματοποιώντας μία απολογία που ποτέ δεν του ζητήθηκε. Ομολογεί την παραπλάνηση, πιστοποιεί την απουσία αντίδρασης, αλλά δεν επιζητεί την παροχή ελέους. Μόνο μια θλίψη αναγνώσματος που δεν κατανοήθηκε. Αυτό είναι που καταθέτει για να λυτρωθεί, όπως εύστοχα το διατυπώνει: «Τις ώρες της καμπάνας, τα μισάωρα/ βουβοί και άπραγοι ακούγαμε μονάχα». Έμφυτη η ανάγκη του, όπως των περισσοτέρων, να εξαρτά τις πράξεις του από μία ανώτερη οντότητα, στην κριτική δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται τα πάντα. Με ευαίσθητη εντιμότητα, ευθέως αμφισβητεί τις ένθεες πρακτικές του «Ξενιστή Θεού», προσπαθεί να τις δικαιολογήσει αλλά δεν τις υιοθετεί, ευλόγως διατυπώνοντας πως «Τα παράσιτα τρέφονται/ από τις θρεπτικές ουσίες του ξενιστή». Έτσι δεν είναι αλήθεια; Το υπέρτερο έχει την δυνατότητα της αποτροπής, αλλά είναι φορές που την απεμπολεί. Το γιατί είναι που μας διαφεύγει και ίσως δεν το μάθουμε ποτέ.

 

Η σκέψη μου σταμάτησε. Ο λόγος δήλωσε αδύναμος να περιγράψει, όταν το ποίημα «Ένας κόκκος έρημος» διάβασα. Τι να προσθέσεις, τι να περιγράψεις, τι ν’ αφηγηθείς όταν ο ποιητής, μέσα απ’ αυτούς τους στίχους, περίκλειστη σε γυάλινο ενδιαίτημα μας παραδίδει ολάκερη την εν ερημία διαβιούσα, σήμερα, ανθρωπότητα; Τι κι αν τα μέσα επικοινωνίας είναι πολλά; Την ερημιά του καθ’ ενός μας, αδύνατον να ακυρώσουν. Άθλος ακατόρθωτος τις ψυχές σ’ ένα κοινό, απάνεμο λιμάνι να οδηγήσουν. Κόκκοι της άμμου είμαστε, όπως το λέει. Πολύπαθοι κόκκοι που, αν τους ρωτήσεις, έχουν να διηγηθούν πολλά. Γι’ αυτό πιστεύω πως τούτο εδώ το περιεκτικό λεπτούργημα, είναι το κορυφαίο της συλλογής και θα ’πρεπε σε θέα κοινής, διδακτικής ανάγνωσης, στους τοίχους της ζωής ν’ αναρτηθεί.

 

Αλλά η ενασχόλησή του με την αφύλακτη ερημιά της καθημερινότητας δεν εξαντλείται στο ποίημα που προηγήθηκε. Συνεχίζεται και στα επόμενα, αν και πιστεύω, με κίνδυνο να θεωρηθώ υπερβολικός, πως διατρέχει ολόκληρη την συλλογή. Είναι το κεντρικό της θέμα. Χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του αλληγορία, ασχολείται με όλα τα προβληματικά και τα ελλείποντα στα οποία έχει παραδοθεί η ζωή μας. Όλα είναι εκεί. Παρόντα μέσα σ’ ένα δυστοπικό περίγραμμα. Οι «Ζόρικοι καιροί» που συνεχώς απαιτούν όλο και περισσότερα, η εγκατάλειψη που «Σπίτια κουφάρια φωνάζουν/ χωρίς ήχο», η κοινή τύχη και η αθόρυβη απόσυρση όπως τα ορίζει ο στίχος «Γκρεμός οριζόντιος και ο πνιγμός/ αθόρυβος», η απουσία της επιλογής που οριοθετείται μέσα από το «Σε αίθουσες γεμάτες/ αναμονής/ τα μεγάφωνα θ’ αναγγείλουν/ το ταξίδι/ που δε διάλεξαν», η μοναξιά που κραυγάζει «Ξένοι. Παντού ξένοι» και καταγράφεται ως «… είδωλα που καμαρώνουν/ μες στου καθρέφτη την ανυπαρξία …» ή ως «νύχτες που πασχίζουν να χωρέσουν/ στο υπνοδωμάτιο/ ολόκληρες» με «το λιγοστό φως/ να γραπώνεται απ’ τα τζάμια/ κατρακυλώντας προς τη δύση», τα πάθη των ξεριζωμένων που «Πίσω απ’ το συρματόπλεγμα/ ξυπόλυτα παιδιά/ κοπέλες λούζονται/ μάνες ταΐζουνε μωρά που κλαίνε» και αδυνατούν να εννοήσουν και ν’ αντιληφθούν το γιατί, το πού, το πότε μονολογώντας «Και το ρολόι σταματημένο./ Άραγε μέρα ή νύχτα;/ Σε ποιόν αιώνα; Σε ποιάν εποχή;», αλλά και η μνήμη, χρειαζούμενη ή όχι, που «μόνη στρογγυλοκάθεται και γεμίζει το κενό του ημιδιαφανούς κι ευλύγιστου σπιτιού/ μ’ εκείνα τα ογκώδη και σημαντικά εφήμερα/ των παλαιών ενοίκων». Χωρίς κανένα δισταγμό και μ’ ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο, σπαρακτικό «Πού είναι;» αναζητά τα στηρίγματα της ζωής του που χάθηκαν, ως επέπρωτο, και πλέον δεν υπάρχουν. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλά και σε γεωγραφικούς προορισμούς, για να κλείσει αυτό τον κύκλο καταγράφοντας τις διαπιστώσεις του, πως «Βλέπουμε αυτό που επιτρέπουμε/ στον εαυτό μας να δει» -ίσως εδώ να προσέθετα και ένα «μας επιτρέπουν»-, πως «με τον καιρό συνηθίζουμε στ’ αδιέξοδα … δεν πιστεύουμε σε τίποτα/ ούτε καν στις αμφιβολίες μας» και τέλος πως «Όταν μπορείς να βλέπεις/ πάνω από τους ποταμούς/ τους λόφους/ και τον μακρινό ορίζοντα/ με μια βαθιά αίσθηση/ της μικρότητάς σου/ ως προς το αχανές του σύμπαντος/ τότε βλέπεις καλά», ελπίζοντας σ’ ένα ονειρικό χιόνι, μια αμφίβολη λευκότητα που θα σκεπάσει το μαύρο κι ευχάριστα θα εκπλήξει. «Μα ένα πρωί ξυπνούν κι ανέλπιστα έχει χιονίσει», μας λέει. Είθε.

 

Στα δύο πολύ όμορφα ποιήματα της συλλογής ‘Ποιητές’ και ‘Λέξεις απειθάρχητες’ για λίγο να σταθώ. Από τη μια μεριά οι ποιητές, αυτά τα ονειροπαρμένα, και εν πολλοίς παρεξηγημένα, πλάσματα που «… λένε των ανθρώπων τα ανείπωτα», που ως γέφυρες «Συνδέουν την πραγματικότητα με την υπέρβαση», που «Ανανεώνουν ψευδαισθήσεις/ εκτρέφουν αυταπάτες». Αυτοί που ακόμα κι όταν για το μαύρο συχνά μιλούν, έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο φως. Σ’ αυτούς τον λόγο του αφιερώνει, πιστοποιεί την αιώνια παιδικότητά τους καθώς και τη, σύμφυτη με αυτήν, ατέρμονη ομιλία και κλείνει θέτοντας το ακροτελεύτιο, ερώτημα: «Σιωπούν τα παιδιά;» Και βέβαια όχι, είναι η απάντηση που αυθορμήτως αναδύεται. Ομοίως και η φωνή των ποιητών δεν επιτρέπεται να σιγήσει, μιας κι είναι η μοναδική μας ελπίδα να αναδειχθεί αφτιασίδωτη η αλήθεια, διακριτά να στιγματισθεί η εκτροπή, να καυτηριασθεί η ανομία, να διεγερθεί το συναίσθημα και ν’ ανοίξει ο δρόμος προς το όνειρο, όσο φευγαλέο κι αν είναι. Κι από την άλλη οι λέξεις. Απόλυτα συναρτώμενες με το ποιητικό έργο, απειθάρχητες ίπτανται, πιεστικά ζητώντας την πρωτοκαθεδρία. Την άνευ όρων αποδοχή, που η εκφορά του λόγου τους προσφέρει. Κι αυτό δεν είναι πάντα για καλό. Μεγάλη η ευθύνη του νου που θα τις επιλέξει μα και του σώματος που θα τους επιτρέψει να κραυγάσουν και «να γεννήσουν ένα ποίημα» που είναι «σύλληψη του παρελθόντος» και οδηγεί σε «μοναξιά σημερινή». Τι άλλο θα μπορούσε να ειπωθεί; Εύγε!

 

Πολλά τα καλά αυτής της συλλογής που ένας έμπειρος, καταρτισμένος ποιητικός μελετητής θα μπορούσε να καταγράψει και μ’ ευκρίνεια να αναδείξει. Εμπειροτέχνης της γραφής εγώ, με πίστη ακολούθησα ό,τι η καρδιά μου υπαινίχθηκε και ό,τι ο νους μου μπόρεσε να συλλάβει. Μα θα ήταν άδικο ετούτη τη μικρούλα, την αισθαντική την παρουσίασή μου να τελειώσω αν παραλείψω να αναφερθώ, επιλεκτικά, στις πιο δυνατές τις συγκινήσεις που η ανάγνωση αυτή απλόχερα μου χάρισε. Στις στιγμές που λυτρώνουν αλλά και πληγώνουν ταυτόχρονα. Και το πανέρι του είναι γεμάτο. Βρίθει από τέτοιες στιγμές γνήσιας, διάφανης ευαισθησίας που διαγκωνίζονται για την επιλογή. Βουτώ το χέρι της ψυχής και με φροντίδα περισσή ανασύρω, ό,τι σ’ αυτό σκαλώνει. «Σόλα στα φτερωτά παπούτσια σου/ να μην πονάς, να μη ματώνεις», υπόσχεται να γίνει, στην Μαρία του κι έπειτα στην Πολυτίμη του απευθυνόμενος, ανοίγει την καρδιά του και την ευχαριστεί που «του ’μαθε η μικρή του/ ν’ ακροβατεί στους ουρανούς με πέδιλα αγάπης». Κι εσύ κοιτάς και τι να πεις; Μόνο αυτό. Στέρεα τα κρατήματά σου, Γιώργο. Αυτά και μόνο αρκούνε ώστε μ’ ασφάλεια να πορευτείς. Κι όσο για τις απώλειες που απρόσκλητες και σε ανύποπτες στιγμές πολιορκούν, δεν τρέχει για να τους κρυφτεί. Όρθιος τις υποδέχεται και θαρρετά στη μνήμη τους βυθίζεται για να οξυγονωθεί και να σωθεί. Έτσι προκύπτει και η «Απορία» που γέμει από ευαισθησία και ξεχειλίζει από γλυκύτητα κι εγώ αισθάνομαι πως πρέπει ολόκληρο να το μεταφέρω μιας και η αποσπασματική αναφορά εδώ δεν θα είχε καμιά αξία. Γιατί, πώς να κατατμήσεις το ενιαίο χωρίς να το λαβώσεις; Διαβάστε λοιπόν :

  

«Απορία

 

Αγαπητή μου μητέρα/ πάει καιρός που έχω να σου γράψω./ Το ξέρω./ Μαζεύω με δυσκολία εικόνες, αναμνήσεις/ του μικρού σπιτιού/ της αυλής με τα δέντρα./ Μπερδεύω τον χρόνο/ όπως πάντα. Κι απορώ:/ Πέθανες πρώτη εσύ ή το σπίτι;// Βλέπεις/ έχουν και τα δυο/ την ίδια τρύπα μέσα μου, τον ίδιο πόνο.// Όσο για τα δάκρυα, την ίδια έχουν βροχή.»

 

Αποκαλύπτομαι. Για τελευταίο, άφησα τον έρωτα. Πώς να υπάρξει ποίηση χωρίς αυτόν; Αυτόν τον φτερωτό τοξότη ανιχνεύω στα ποιήματα «Στο στόμα» και «Μπλε ώρα», αν σωστά ερμηνεύω τις προθέσεις του ποιητή. Ο έρωτας και τα πάθη του. Πώς αλλιώς; Η αστροφεγγιά στην αρχή «Δυο πυγολαμπίδες αναβοσβήνουν πόθο./ Χείλη αίμα σφαγμένης βυσσινιάς», ο φόβος του χωρισμού που ακολουθεί «… θυμάμαι και φοβάμαι/ καθώς όλα τα σκεπάζει η μπλε ώρα», και το τέλος, που πάντοτε βαραίνει πιότερο για τον ένα από τους δυο «Κι όταν ξεδιάντροπα φιλάς μπροστά μου/ γίνομαι τάφος του τάφου μου». Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει. Νομοτέλεια η έλξη την απαράβατη ώρα. Ασίγαστο πάθος στην αρχή που με τον καιρό μερεύει και, αν το ζευγάρι είναι τυχερό, μετουσιώνεται σ’ αγάπη.

 

Εν κατακλείδι, ως μια βροντώδης φωνή καμουφλαρισμένη σε ψίθυρο, η ποιητική του Γιώργου Γάββαρη πρέπει ν’ αναγνωρισθεί. Μια sotto voce, που ανιχνεύει, στηρίζει, πληγώνει και διεκδικεί τον ουρανό της δικής της αλήθειας. Και αν επρόκειτο για αγώνες αθλητικούς κι έπρεπε τρία μετάλλια ν’ απονείμω, ετούτη θα ήταν η τελική κατάταξη: Χρυσό στο «Ένας κόκκος έρημος», Ασημένιο στο «Ποιητές», Χάλκινο στο «Άνοιξη στη Σπάρτη», ενώ χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό θα δαφνοστεφάνωνα το «Απορία». Εύχομαι να χαρείτε τη συλλογή όσο κι εγώ. Μια συλλογή άψογα φροντισμένη από πάσης απόψεως. Εκδοτικά από τις ΑΩ, Φιλολογικά από την Φωτεινή Βασιλοπούλου και Εικαστικά από τον Γιάννη Στεφανάκι, οι δημιουργίες του οποίου αποτελεσματικά συνομιλούν με τα κείμενα και συμβάλλουν στην αποκάλυψη του αθέατου του ποιητικού κόσμου του Γιώργου Γάββαρη.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.