Η νέα πεζογραφική απόπειρα του Βασίλη Χουλιαρά συστήνεται με έναν τίτλο που επιτρέπει και νομιμοποιεί μια σειρά συσχετίσεων και συσχετισμών που έχουν βέβαια στον πυρήνα τους την έννοια του χρόνου, μπορούν όμως να εξακτινωθούν και προς άλλες κατευθύνσεις οι οποίες προκύπτουν συνεκδοχικά της έννοιας αυτής και αφορούν την ανθρώπινη ζωή, από τη μία, και τη συγγραφική πράξη από την άλλη. Γιατί, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση γίνεται φανερό ότι αυτοί είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται, εν είδει εκκρεμούς, η σκέψη και η έκφραση του συγγραφέα, συνιστώντας ουσιαστικά τη διττή και διφυή του ύπαρξη, ως ανθρώπου και λογοτέχνη ταυτόχρονα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να δει κανείς εδώ και τη χρονική οριοθέτηση ενός διαστήματος που έχει στο ένα άκρο του την ανατολή και στο άλλο τη δύση του ηλίου και, μέσα στην εσωτερική του διάρκεια, το φάσμα ολόκληρου του ανθρώπινου βίου, της πράξης της ζωής, όπως ακριβώς συνέβαινε και με την πράξη του αρχαίου ελληνικού δράματος. Εδώ, βέβαια, κεντρικός ήρωας είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος πλάθει μια αναφορική και, εν μέρει, αυτοβιογραφική αφήγηση σε πράξεις μέσα από τις οποίες εξυφαίνεται η προσωπική του περιπέτεια και μεθοδεύεται η αναγνώριση του προσώπου του, όπως αυτό προβάλλει λέξη λέξη μέσα από τις παραδοχές και τις εξομολογήσεις στις οποίες προβαίνει και οι οποίες στοιχειοθετούν μια πορεία αυτογνωσίας όπου καλείται να εμπλακεί και ο ίδιος ο αναγνώστης.
Η αφήγηση συγκροτείται από 45+1 επιμέρους αποσπασματικές μικροαφηγήσεις οι οποίες δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να διατηρήσουν την αυτοτέλεια και την αυθυπαρξία τους, ταυτόχρονα όμως να λειτουργήσουν σαν τους κρίκους μιας αλυσίδας που έχει στόχο να αφηγηθεί μια ιστορία, η οποία, όμως, απέχει πολύ από την έννοια της ιστορίας, όπως παραδοσιακά ορίζεται αυτή, ως μυθοπλασία, ως φανταστική, δηλαδή, και φαντασιακή ανάπλαση γεγονότων που ακολουθούν και υπακούουν στη δραματική αναγκαιότητα και στο τριπλό σχήμα δέση – κορύφωση – λύση. Η αφήγηση του Χουλιαρά εμφανίζει μια αισθητή γραμμικότητα η οποία όμως εντοπίζεται και ενυπάρχει μόνο στην επιφάνεια των διηγημάτων, και όχι στο βάθος τους και στον βυθό τους. Γιατί εκεί λειτουργούν πλήρως και με μεγάλη ένταση οι δραματικοί κώδικες και η δράση εκτυλίσσεται σε επίπεδο εσωτερικό, αποτελεί, δηλαδή, απόρροια των ψυχοσυναισθηματικών διαδρομών που ο αφηγητής πραγματοποιεί. Ουσιαστικά, το σύνολο των αφηγηματικών αυτών μικροκειμένων ανοίγονται και εκτυλίσσονται μπροστά στο βλέμμα του αναγνώστη σαν τις εσωτερικές κινήσεις ενός σώματος που επιδιώκει και θέλει να ελέγξει τον εαυτό του, να τον κατανοήσει, να τον συλλάβει. Θα μπορούσε να δει κανείς στο εγχείρημα αυτό μια απόπειρα αυτοπροσδιορισμού και αυτο-συγκρότησης. Γιατί στα κείμενα του βιβλίου προεξάρχει και προκρίνεται ο πλασματικός χαρακτήρας, η καλλιτεχνική μετουσίωση ακόμα και αυτής της τόσο έντονα αναδυόμενης ανάγκης του συγγραφικού υποκειμένου όχι μόνο να μιλήσει για τον εαυτό του και να διερευνήσει τις ποικίλες πτυχές της ύπαρξής του, αλλά κυριολεκτικά να τον συγκροτήσει, να συστήσει το περίγραμμα και το περιεχόμενό του. Διαμορφώνεται έτσι ένα πεδίο αυτοαναφορικότητας μέσα στο οποίο συνυφαίνονται και συνυπάρχουν μια σειρά διαθέσεων όπως αυτή της αυτοβιογράφησης, της εξομολόγησης, της προσωπικής κατάθεσης, αλλά και η πρόθεση να τεχνουργηθεί ένα έργο αντιπροσωπευτικό της επιθυμίας του ανθρώπου να αποκαλύψει την καλλιτεχνική του φύση και ιδιότητα, να δει τη ζωή του να μετουσιώνεται σε τέχνη, να κερδίσει αυτήν την απόλαυση και την ελευθερία.
Εκείνο που δυσκολεύεται, ίσως, να κάνει ο αναγνώστης, την ίδια στιγμή που διευκολύνεται στην προσπέλαση των νοημάτων, είναι ο εντοπισμός και ο προσδιορισμός του ύφους του συγγραφέα, της ιδιαίτερης δηλαδή εκείνης ποιότητας που προσδίδει στον λόγο του και η οποία προσανατολίζει ή, καλύτερα, φορτίζει την αφήγηση με ένα ειδικό βάρος. Θα μπορούσε εύκολα, λοιπόν, να χαρακτηρίσει το ύφος εξομολογητικό ή προσωπικό, στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι απλώς και μόνο η πρώτη εντύπωση. Γιατί, καθώς η αφήγηση εξελίσσεται και προχωρά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι στόχος του συγγραφέα είναι η αναπαράσταση, ακόμα κι αν αυτή προσλαμβάνει τη μορφή και τον χαρακτήρα της εξομολόγησης. Διαμορφώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα ενδιαφέρον πεδίο συνύφανσης μιας τεχνικής καθαρά αφηγηματικής, της πρωτοπρόσωπης αφηγηματικής εξιστόρησης, και μιας τεχνικής καθαρά θεατρικής, της δραματουργικής, δηλαδή, απόδοσης μιας εμπειρίας που ταυτίζεται με τη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής. Η διαδρομή αυτή δίνεται μέσα από σημαντικούς σταθμούς, εν είδει αναμνήσεων ή ανακλήσεων, και αποτυπώνεται με μια διάθεση καθαρά ποιητική, στοιχείο το οποίο, καθώς προστίθεται στα δύο προηγούμενα, εκβάλλει σε ένα μεικτό αποτέλεσμα, με τα τρία μεγάλα λογοτεχνικά γένη – την αφήγηση, την ποίηση και το θέατρο – να συναιρούνται και να συνυπάρχουν μέσα στην συγγραφική συνείδηση, αποδεικνύοντας, για μια ακόμα φορά, ότι ο δημιουργός διαθέτει, ως εν δυνάμει και εν ενεργεία δυνατότητες, και τις τρεις αυτές εκδοχές ή εκφάνσεις του λόγου, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε αυτήν του Χουλιαρά, παρουσιάζονται από κοινού και ταυτόχρονα.
Η ποιητική διάθεση, άλλωστε του συγγραφέα, δεν εντοπίζεται μονάχα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα, στον τρόπο με τον οποίο επιδίδεται στη μνημονική ανάκληση και τη μετουσίωσή της σε λογοτεχνική εμπειρία. Εντοπίζεται και στην ίδια τη δημιουργική πράξη της γραφής που αποδεικνύεται λυτρωτική, κατευναστική, παυσίλυπη όταν ο πόνος που προκαλεί η απουσία του αγαπημένου προσώπου και η οριστική ρήξη και λήξη μιας σχέσης ερωτικής ή, πιο σωστά, μιας σχέσης ενωτικής, από τη στιγμή που η απώλεια του άλλου, σηματοδοτεί και την απώλεια του εαυτού, έρχεται σαν αδιέξοδο στην ανθρώπινη ζωή. Είναι μια υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την αντικρίζει όχι σαν το δοχείου του παράπονου, της θλίψης και της πικρής γεύσης ενός χωρισμού, αλλά σαν το πραγματικό αντίδοτο σε αυτόν, σαν τη μεταμορφωτική εκείνη εμπειρία που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να εναποθέσει το βάρος της ψυχής του μέσα στη δούλεψη του ωραίου, του ηθικού, του αληθινού.