Σήμερα, έχουν αντιγενέθλια δυο σημαντικοί ποιητές μας, η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ και ο Γιάννης Κοντός: έφυγαν από τον κόσμο την ίδια μέρα, 21 του Γενάρη, με διαφορά δυο χρόνων –ο ένας το 2015, η άλλη το 2017.
Τους θυμόμαστε πάντα – κι ας τους ξεχνάμε…
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: ένα ποίημα
ΛΥΠΙΟΥ
Προοίμιο
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζούν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετο της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Ήταν διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ κ.α. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch) και το 1985 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδας. Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Γιάννης Κοντός: τρία ποιήματα
Η ομοιοκαταληξία του θανάτου
Το κορμί της άδειο καλάμι μού έμεινε στα χέρια.
Αν ήμουν βοσκός θα το έκανα φλογέρα.
Αλλά ο καιρός είναι λίγος και οι παραπάνω
μεταφορές πολυτέλεια. Ακόμα γιατί:
τα δέντρα δεν πετάνε
οι συμμαχίες πολεμάνε
οι πρόσφυγες πεινάνε.
Το κορμί σου αγάπη μου είναι νεκρό.
Είναι στο λάκκο: πάνω λουλούδια
κάτω σκουπίδια.
Στα έλεγα όταν έκανες ποδήλατο
στης θάλασσας την άκρη,
αλλά δεν σκέφτηκες ποτέ τα γρανιτένια βάθη.
Το μπικίνι έγινε σκόνη και τα τραγούδια
χώμα στ΄αυτιά. Πίσω από το γρασίδι ο χρόνος
φαίνεται γαλάζιος και λάμπει και τελειώνει η ζωή
και φτάνει ο καρβουνιάρης να μαζέψει τα κόκαλα.
Δεν με χωράει το σώμα μου
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία.
Ράλι
Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους. Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος. Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, κοιτώντας αλλού την ησυχία. Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο. Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα ή έχω πέσει σε βαθιά νερά. Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.
Ο Γιάννης, γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943, σπούδασε Οικονομικά, εργάστηκε ως ασφαλιστής και μετά ως σύμβουλος εκδόσεων στον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Επίσης, δίδαξε σε Δραματικές Σχολές.
Πρωτοδημοσίευσε το 1965. Εξέδωσε δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά και τρία βιβλία για παιδιά. Το 1998 πήρε το Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα».
Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου.