You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Η Αρκούδα του Άντον Τσέχωφ στο θέατρο ΧοροΧρόνος, σε σκηνοθεσία του Νίκου Καρδώνη

Ανθούλα Δανιήλ: Η Αρκούδα του Άντον Τσέχωφ στο θέατρο ΧοροΧρόνος, σε σκηνοθεσία του Νίκου Καρδώνη

 Ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ (1860-1904) έγραφε σχετικά με την καλλιτεχνική του μέθοδο ότι «Οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς αρχίζουν τα έργα τους αποκλειστικά με ήρωες αγγέλους, καθάρματα και καραγκιόζηδες. Πήγαινε τώρα να τους τους ψάξεις ανά τη Ρωσία… Εγώ θέλησα να πρωτοτυπήσω: δε ζωγράφισα ούτε έναν κακούργο ούτε έναν άγγελο». Τι ζωγράφισε; Δύο ανθρώπους σε απελπιστική κατάσταση.

 Ο Λέων Τολστόι επίσης είπε για τον Τσέχωφ ότι είναι ο Πούσκιν της  ρωσικής πεζογραφίας (βλ. και Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος, τ. Α΄, Εισαγωγή, Επιλογή, Επιμέλεια, μετάφραση Γιάννης Μότσιος, Πανεπιστημιακές  Εκδόσεις Κρήτης 2019, σελ. 552).

Σε επιστολή του, στις 28 Φεβρουαρίου 1888, ο Τσέχωφ είπε επίσης τα εξής: «Απλά για να σκοτώσω την ώρα μου έγραψα ένα ασήμαντο, μικρό βωντβίλ, σε ύφος γαλλικό, που ονομάζεται Αρκούδα. Εάν αντιληφθούν στους “Μοντέρνους Καιρούς” ότι γράφω βωντβίλ θα με εξοστρακίσουν! Τι να κάνω, σχεδιάζω κάτι βαρυσήμαντο και προκύπτει τρα-λα-λα. Παρά τις απόπειρές μου για σοβαρότητα, αποτέλεσμα μηδέν. Με εμένα καθετί σημαντικό μεταμορφώνεται σε ασήμαντο».

Απομένει να δούμε τι είναι το «βωντβίλ» και τι το «βαρυσήμαντο» που ήθελε να γράψει και κατέληξε στην  «Αρκούδα» του. Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο με μονολόγους, ακροβατικά και τραγούδια. Είναι θέατρο της αγοράς / théâtre de la Foire, που συν τω χρόνω άλλαξε, παραμένοντας όμως πάντα είδος λαϊκό και διασκεδαστικό.

Η Αρκούδα λοιπόν είναι μια μονόπρακτη κωμωδία, έργο του 1888, δημοφιλές στην Ελλάδα όπως και όλα τα έργα του Τσέχωφ. Στη χώρα μας πρωτοπαίχτηκε τον Μάρτιο του 1902 από την «Νέα Σκηνή», του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.

Τι συμβαίνει με την Αρκούδα; Σε ένα αγρόκτημα κάπου στη Ρωσία, η Ελένα Πόποβα πενθεί τον σύζυγό της, κλεισμένη μέσα στο σπίτι, μόνη, χωρίς καμία επαφή με το έξω κόσμο, ανένδοτη στις παρακλήσεις του υπηρέτη της να φάει, να βγει μια βόλτα στον κήπο της ή να μιλήσει με τους γείτονές της.  Μέσα στο πένθος της καταφθάνει χιονισμένος και ντυμένος με μια γούνα αρκούδας ο  υπολοχαγός Σμιρνώφ, ο οποίος απαιτεί να του εξοφλήσει ένας χρέος του μακαρίτη. Εκείνη αδυνατεί να τον πληρώσει και του ζητάει να επανέλθει μετά από δύο μέρες, όταν επιστρέψει ο γραμματέας της, αλλά ο άγαρμπος Σμιρνώφ επιμένει να τον πληρώσει τώρα γιατί αλλιώς κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Η χήρα φαίνεται πως είναι η τελευταία του ελπίδα, αφού από όλους τους άλλους οφειλέτες του δεν εισέπραξε τίποτα. 

Η ρήξη μεταξύ τους θα καταλήξει σε μια περίεργη μονομαχία, η οποία θα οδηγήσει σε έναν σφοδρόν έρωτα που θα υπερβεί τα εμπόδια∙ τις αναστολές της χήρας και τις απαιτήσεις του Σμιρνώφ.

Το έργο είναι μικρό. Ωστόσο κράτησε 70 λεπτά, πράγμα που σημαίνει πως τεντώθηκε για να αποκτήσει αξιοπρεπή θεατρική έκταση, δίνοντας χώρα σε τραγούδια και μουσική ζωντανή επί σκηνής που βεβαίως επέτρεοε το είδος. Όμως και πάλι το ελλείπον ήταν μεγάλο κι έτσι ο σκηνοθέτης επινόησε το «τρα-λα-λα» που είπε ο Τσέχωφ, μεταβάλλοντας τη μονομαχία των δύο ηρώων σε ανταλλαγή στίχων από τη δημοτική και τη μοντέρνα ποίηση, όπως «Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν», από τη μία πλευρά και  «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή» από την άλλη και φυσικά πολλά ακόμη απέχοντα καλλιτεχνικώς  παρόμοια, τα οποία δηλώνουν την αδιαπραγμάτευτη διαφορά, και τα οποία  ενσωματώθηκαν σαν παράταιρο μπάλωμα στη ρωσική ιστορία που αν δεν είχε τα ρωσικά ονόματα και την φλοκάτη / γούνα δεν θα θύμιζε σε τίποτα Ρωσία.

Στις λεπτομέρειες.

Το σκηνικό απαρτίζεται από το μπουντουάρ της κυρίας το οποίο χωρίζεται με μαύρες κουρτίνες  από το υπόλοιπο σπίτι όπου εκτυλίσσεται η κυρίως δράση. Από τον πολυέλαιο κρέμονται χιόνια…

Ο Σμιρνώφ αποφασίζει να στρατοπεδεύσει στο σπίτι της χήρας μέχρι να πληρωθεί. Βγάζει από τη βαλίτσα του τη νυχτικιά του, σαν αυτές που φορούν οι γιαγιές στα χωριά, και τη σκούφια του ύπνου του, στρώνει τη φλοκάτη και ξαπλώνει, μετά σηκώνεται. Ο υπηρέτης ντύνεται υπηρέτρια και συγχρόνως μπαλαρίνα και συγκεκριμένα μαύρος κύκνος από το γνωστό μπαλέτο πάνω σε ένα λαϊκό παραμύθι σε μουσική του Τσαϊκόφσκι, υποδυόμενος κωμικά τις κινήσεις της μπαλαρίνας. Όταν ο Σμιρνώφ με τη νυχτικιά και ο υπηρέτης /υπηρέτρια /μπαλαρίνα κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, ο  υπηρέτης ρωτά τον στρατιωτικό «πώς είσαι έτσι» (ή κάπως έτσι), ο άλλος δεν του απαντά: «γιατί, εσύ πώς είσαι;», λες και  είναι φυσιολογικός. Δυο άντρες ντυμένοι γυναίκες, χωρίς αποχρώντα λόγο που να υπαγορεύει αυτή την παρενδυσία, προκαλούν γέλιο.    Όταν ο υπηρέτης πέφτει στο έδαφος όπου εκτελεί κινήσεις ράπερ ή δαιμονισμένου, ας πούμε, δεν κατάλαβα γιατί, ίσως γιατί έχει παραφρονήσει, έχουμε  επίσης γέλιο.

 Η χήρα φοράει ένα εξαιρετικό φόρεμα για την περίσταση και την ιδιότητά της. Ο υπηρέτης γενικά σωστός στο αρχικό ντύσιμό του και ο Σμιρνώφ επίσης, με τη φλοκάτη γούνα του πολύ εντυπωσιακός.

Η μουσική σε εξαιρετική ένταση, υπογράμμιζε τους διαλόγους και γέμιζε τα όποια κενά. Οι ηθοποιοί έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους,  έτσι όπως το φαντάστηκε ο σκηνοθέτης τους. Στην τελική σκηνή, όλα καλά. Happy end∙ χιονίζει. Δηλαδή, ο υπηρέτης με ένα σπρέι ραίνει τους δύο με νιφάδες χιονιού, δηλαδή γαμήλιες ευχές, άνθη, ρύζια και κουφέτα.  

 Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι καθόλου απλό πράγμα να εισβάλει μια Αρκούδα στο σπίτι μιας χήρας, όταν μάλιστα η αρκούδα είναι ένας όμορφος άντρας  ή ο ίδιος ο έρωτας μεταμορφωμένος σε αρκούδα!

Ο Τσέχωφ είχε σπουδάσει σε ελληνικό σχολείο. Να είχε άραγε επηρεαστεί  από τις ζωόμορφες μεταμορφώσεις του Δία προκειμένου να συνευρεθεί με κάποια ωραία νύμφη;  Πολύ πιθανόν. 

Ερώτημα: κατάλαβε άραγε το κοινό ότι  ο Τσέχωφ «ζωγράφισε» κωμικά δύο ανθρώπους σε απελπιστική κατάσταση; Εκείνη μια νέα γυναίκα σε αφόρητη μοναξιά, που νοσταλγεί ακόμη έναν  σύζυγο που υπήρξε άθλιος, άπιστος, έλειπε συχνά από το σπίτι, άφησε χρέη και το άδειο κοστούμι του στην κρεμάστρα να δηλώνει τη μεγάλη απουσία και τη μοναξιά της;

Ο εκείνος εργένης, περιφερόμενος μέσα στο χιόνι να μαζέψει τα οφειλόμενα, που αν δεν τα εισπράξει, χάνει τα πάντα;

Τελικά, και το πένθος και η οικονομική καταστροφή παραμερίστηκαν  μπροστά στον έρωτα που γεννιέται μεταξύ τους για να ζήσουν δυο άνθρωποι καλά κι εμείς καλύτερα, όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια και οι κωμωδίες. Όμως όλο το έργο του Τσέχωφ, με εξαίρεση τον Γλάρο, είναι φάρσα στην επιφάνεια, γιατί από κάτω κρύβονται βαθιά τραυματικές ανθρώπινες ιστορίες, οπότε αυτό που δεν φαίνεται και δεν λέγεται είναι σημαντικότερο εκείνου που φαίνεται κωμικό. Επομένως, δικαίως η παράσταση προκάλεσε πολύ γέλιο και ο κόσμος ξεκαρδίστηκε.

 

 

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Νίκος Καρδώνης
Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε
Επιμέλεια κίνησης: Υβόννη Τζάθα
Μουσική: Μιχάλης και Γιάννης Λατουσάκης
Διασκευή και επιμέλεια  στίχων: Βασίλης Ανδρέου
Κοστούμια – σκηνικά: Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη, Νίκος Καρδώνης
Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Φωτογράφιση παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου
Teaser: Αλέξης Ορφανίδης
Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Ηθοποιοί: Κατερίνα Λάττα, Γιάννης Λατουσάκης, Γιάννης Δενδρινός
Ζωντανή μουσική επί σκηνής: Μιχάλης Λατουσάκης
Πρεμιέρα: Σάββατο 28 Ιανουαρίου στις 21:15
Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:15

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.