Ξεκινώντας από μια παρατήρηση του Lévi-Strauss, πως οι δυτικοί πολιτισμοί στερούνται αυθεντικότητας, θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς ότι η αυτοπαρατηρητικότητα και ο αναστοχασμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψης έπαιζαν, από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθοριστικό και χαρακτηριστικό ρόλο. Με τη βιομηχανική επανάσταση και την επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων, που δεν συνοδεύτηκε και δεν ενορχηστρώθηκε με μιαν ανάλογη επιτάχυνση των αλλαγών στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας και του ανθρώπινου στοχασμού, η διαφορά ανάμεσα σε civilisation και culture, υλικό πολιτισμό και κοινωνικό-πνευματικό, μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, και τα αποθέματα αναφομοίωτων εξελίξεων συσσωρεύονται στην ψυχή των αποπροσανατολισμένων ανθρώπων του 20ού αιώνα, πρακτικά, ηθικά, ιδεολογικά και μεταφυσικά, χωρίς οι ψυχικές διεργασίες να μπορέσουν να καλύψουν τη διαφορά[1]. Εξαιτίας των νέων μέσων επικοινωνίας, του internet και των ΜΜΕ κατακλυζόμαστε από έναν καταρράκτη πληροφοριών της επικαιρότητας και ανοίγονται αναρίθμητες ευκαιρίες συνομιλιών με άλλους ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο, λόγω του διαδικτύου έχουμε πρόσβαση σ’ έναν ασύλληπτο όγκο γνώσεων και με τα νέα μέσα ταχύτατων εναέριων και επίγειων συγκοινωνιών διαθέτουμε σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες μετακίνησης και βίωσης ξένων τόπων, ανθρώπων και πολιτισμών, που ουδέποτε δεν υπήρχαν στην έως τώρα ιστορία. Τα μοντέλα της μικροφυσικής και της μακροφυσικής προσφέρουν μια κατακερματισμένη μόνο κοσμοθεωρία, ασύλληπτη στις διαστάσεις και στη φύση της, η οποία αφήνει αβοήθητο τον άνθρωπο σε ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα, ενώ οι κοινωνικές δομές, ακόμα και στον λεγόμενο πρώτο κόσμο, στηρίζονται ακόμα σε μια ιεραρχική πυραμίδα με τους λίγους επάνω και τους πολλούς κάτω. Οι ιδέες της Δημοκρατίας και της Γαλλικής Επανάστασης σχετικά με την ισονομία και την ισότητα μόνο επιφανειακά, σ’ ένα επίπεδο προκηρύξεων, ιδεών και αξιών, απόμακρων μερικές φορές από την κοινωνική πραγματικότητα και πρακτική, έχουν διαφοροποιήσει τα πράγματα.
Η ταυτοχρονία και παραλληλία ετερόχρονων εξελίξεων οδήγησε σε δύο πανευρωπαϊκά φαινόμενα: 1) τη νοσταλγία για τις παλαιές εποχές, η οποία βρήκε στον εκλεκτικιστικό ιστορισμό του αστικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα και την τέχνη του, αναμιγνύοντας όλες τις υφολογίες της ιστορίας της παλαιάς Ηπείρου, την πιο αυθεντική της έκφραση, ενώ ιστορικά υφολογικά στοιχεία παρελθουσών εποχών σε ελεύθερη πρόσμειξη παίζουν σημαντικό ρόλο και στην τέχνη του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού· και 2) την ειδική νοσταλγία για τους λαϊκούς πολιτισμούς του παρελθόντος, που οδήγησε στην ιδέα της διάσωσής τους, των μουσείων λαϊκής τέχνης και τη λαογραφία, και της αναβίωσής τους στα πλαίσια του φολκλορισμού, ως ενός ασφαλούς καταφυγίου, ψυχικού και αισθητικού, από τους αλλοπρόσαλλους αποπροσανατολισμούς των –ισμών του μοντερνισμού και της διάσπασης των επιστημονικών κοσμοθεωριών γύρω στη στροφή του αιώνα το 1900. Η τάση της επιστροφής στο χωριό και στην ύπαιθρο, συνήθως στον τόπο καταγωγής, σε αυθεντικά πάντως βιώματα και δοκιμασμένες κοσμοαντιλήψεις είναι φανερή και στη λογοτεχνική γενιά του 1880 και το ηθογραφικό κίνημα, το οποίο στρέφεται προγραμματικά πλέον στον λαϊκό πολιτισμό ως το μόνο αυθεντικό πεδίο εθνικής ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού, σε αντίστιξη με την αρχαιολατρία και τη λόγια παράδοση[2]. Η νοσταλγία της μικρής κι εύθραυστης αστικής τάξης στρεφόταν στο αγροτικό της παρελθον[3], στην κοινή αισθητική του λαϊκού πολιτισμού, σε αντίθεση με τις πνευματικές μόδες και τις λογοτεχνικές θεματολογίες που ερχόνταν με το ταχυδρομείο από το Παρίσι, στην ενιαία κοσμοθεωρία του λαϊκού ανθρώπου, η οποία έδινε στον καθένα αξιοπρέπεια και θέση στην κοινωνία, σημασία και αυτοεκτίμηση σ’ έναν κόσμο όπου από τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής ώς τα ηθικά και υπαρξιακά, ακόμα και τα μεταφυσικά προβλήματα, όλα ήταν οργανωμένα και ρυθμισμένα, και όπου δίνονταν στον καθένα αναμφισβήτητες λύσεις και δοκιμασμένα σε απελπιστικά δύσκολες εποχές πλαίσια σκέψης και δράσης, από τους κοινωνικούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας έως την παράδοση της τοπικής αυτοδιοίκησης ή την κρατική θεωρία του Μακρυγιάννη (πως ένα κράτος ιδρύεται όπως χτίζεται ένα καινούργιο χωριό)[4], σε αντίστιξη με τις χαοτικές πολιτικές εξελίξεις στην απελευθερωμένη Ελλάδα και τη σύγκρουση των πολιτισμών ανάμεσα στους ντόπιους οπλαρχηγούς και τη βαυαρική μοναρχία.
Η σταδιακή συρρίκνωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, σ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και μάλιστα ακριβώς με την ανακάλυψη και αξιοποίησή του, τη μελέτη και την προβολή του, αντισταθμιζόταν ολοένα και περισσότερο από μια αντίθετη κίνηση, τη δημιουργία ενός εικονικού λαϊκού πολιτισμού σε “δεύτερη ύπαρξη”[5], που διατηρεί την επιφάνεια των υλικών του εκφάνσεων, των αντικειμένων της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των εκθεμάτων της λαϊκής τέχνης, κινείται όμως με διαφορετικές νοοτροπίες και στηρίζεται σε άλλα οικονομικά κίνητρα: σε μια σπαρακτική και σφιχτά αλληλένδετη διαλεκτικότητα η ακατάσχετη νοσταλγία για τον λαϊκό πολιτισμό, ως αντίδοτο στα αναφομοίωτα ευεργετήματα της μαζικής κουλτούρας, η δίψα για το απλό και αυθεντικό, το γνήσιο και το παραδοσιακό, ακριβώς αυτό οδήγησε στον βαθμιαίο εξαφανισμό του, με μόνη σωτηρία τη διέξοδο επιβίωσης σε μια δεύτερη εικονική ύπαρξη, τον ιδεολογικοποιημένο και κατά βάσιν εμπορικό φολκλορισμό, ο οποίος εν τέλει δεν είναι άλλο από μια μαζική και βιομηχανικοποιημένη πολιτισμική σκηνοθεσία. Όπως τόνισα σε άλλο μελέτημα[6], αυτή η σκηνοθεσία τείνει να γίνει νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία δεν αντιστέκεται πλέον κανείς, ούτε η αντικειμενική επιστημονική έρευνα ούτε η προσωπική ιστορική μνήμη, και η οποία εντάσσεται αβίαστα στις βασικές δομές της σημερινής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, εφόσον στηρίζεται και υποδαυλίζεται από ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής μας, τον τουρισμό.
Η έννοια της “σκηνοθετημένης αυθεντικότητας” (staged authenticity)[7] αναπτύχθηκε χαρακτηριστικά στις επιστήμες του τουρισμού[8], όπου συστεγάζονται πολλές επιστήμες: η κοινωνιολογία, η κοινωνική ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η οικονομολογία, η πολιτισμειολογία, η εθνολογία και η λαογραφία[9]. Ο σημερινός κόσμος κατέχεται από τη μανία του ταξιδιού, της απόδρασης από τον τόπο διαβίωσης σ’ έναν ου-τόπο, τις ουτοπίες της τουριστικής βιομηχανίας και των ταξιδιωτικών γραφείων και πρακτορείων[10]. Κατά περίεργο τρόπο, σε μιαν άλλη χαρακτηριστικά αντιφατική διαλεκτική, η ίδια η εντοπιότητα ως τέτοια, ως έννοια και πραγματικότητα, γίνεται όλο πιο προβληματική, γιατί κανείς δεν μένει πια στον τόπο του και μπορεί να τον αλλάξει συνεχώς, χωρίς να είναι ακριβώς “άπατρις”. Αυτό έχει αναπόφευκτες συνέπειες και για την έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία όλο λιγότερο είναι θέμα καταγωγής και προέλευσης, αλλά ελεύθερης επιλογής και προσωπικής απόφασης. Υπό το φως των εξελίξεων αυτών οι όποιοι εθνικισμοί τείνουν να μοιάζουν με ηθογραφικά υπολείμματα ενός γραφικού φολκλορισμού του ιστορικού παρελθόντος, που έχει τη γοητεία του και την εξωτική του έλξη.
Η βιβλιογραφία για την “σκηνοθετημένη αυθεντικότητα”[11] είναι επομένως πολύ μεγάλη, γιατί είναι φαινόμενο παγκόσμιο[12], από το San Pedro de Atacama στα έρημα υψίπεδα της βόρειας Χιλής, όπου διατηρείται η παραδοσιακή αρχιτεκτονική του ινδιάνικου χωριού, οι ξενώνες όμως έχουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις, ώς το ορεινό Πάπιγκο βορειοανατολικά από τα Ιωάννινα, το οποίο μέσα σ’ ένα ελβετικό πλέον τοπίο έχει γίνει μία μικρή Μέκκα του οικολογικού τουρισμού. Δεν χρειάζεται να σταθώ σε παραδείγματα, γιατί είναι άφθονα και γνωστά. Στην ίδια στρατηγική υπάγεται και η ιδέα της ανέπαφης φύσης στον εθνικό δρυμό: μια μουσειολογική διατήρηση ενός κομματιού φύσης πριν από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Στην περίπτωση αυτή η έννοια της σκηνοθεσίας εγείρεται περίπου από μόνη της. Διαφορετικά από τα αρχαιολογικά μουσεία, αυτό το υπαίθριο λαογραφικό μουσείο του φολκλορισμού, στο οποίο έχουν μετατραπεί κάμποσα σημεία της χώρας και προστίθενται συνεχώς άλλα, επιτρέπει και τη βαθμιαία προσέγγιση και ικανοποιεί όλες τις αίσθησεις: όχι μόνο την όψη και την ακοή, αλλά και τη γεύση στα τοπικά εστιατόρια και με τα αυθεντικά προϊόντα, εγγυημένα και χαρακτηριστικά για τον κάθε τόπο, την οσμή, από τα φυτικά αρώματα ώς το τοπικό τσίπουρο, τη μυρουδιά του καμμένου ξύλου στο τζάκι ώς το μεθυστικό οξυγόνο του δάσους, και την αφή, ψαχουλεύοντας τοπικά (όχι πάντα) πλεκτά και κεντητά ή αποκτώντας κανένα souvenir/ενθύμιο ως απόδειξη του ταξιδιού και έκθεμα στη βιτρίνα του σαλονιού[13].
Η “αυθεντικότητα”, αρχικά φιλοσοφικός όρος[14] που χρησιμοποιήθηκε και στην τέχνη σε αντιδιαστολή με την παραχάραξη[15], αποτελεί την εγγυημένη απόδειξη της γνησιότητας και την εντοπιότητας, του αρχικού τρόπου παραγωγής και του παραδοσιακού ως χαρακτηριστικού στοιχείου της εξαιρετικής ποιότητας, στοιχείου που γλύτωσε από τους φθοροποιούς ποταμούς του χρόνου και την άστοργη κι απρόσωπη επανάληψη της μαζικής παραγωγής της βιομηχανικής κατασκευής (hand-made), του ζωντανού τεκμηρίου μιας άλλης εποχής, άλλων ανθρώπων με άλλη ψυχολογία, κοντολογίς ενός άλλου (για τον αστό και τους τουρίστες) πολιτισμού. Το ότι αυτή η αυθεντικότητα είναι φαλκιδευμένη, ψευδεπίγραφη, χειραγωγημένη και σκηνοθετημένη, είναι αυτονόητο. Αλλά όπως πηγαίνει ο κόσμος στο θέατρο, να δει μια (κοινωνικά αποδεκτή) απάτη, όπου κάποιος στη σκηνή θέλει να κάνει τους θεατές να πιστέψουν πως είναι άλλος[16], έτσι και ο τουρίστας, εσωτερικός και εξωτερικός, δέχεται την “απάτη”, σε λιγότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνειδητοποίησης, πως αυτό που βλέπει και αυτό που ζει, είναι μια σκηνοθεσία, η οποία πραγματοποιείται ειδικά γι’ αυτόν[17]. Και όπως στο θέατρο πληρώνεις εισιτήριο για να αφεθείς στην ψευδαίσθηση και να γοητευτείς από την κοινωνική απάτη των ηθοποιών και του έργου, έτσι και στον φολκλορισμό ο τουρίστας ή “ξένος” (με τις όποιες αποχρώσεις της εμβέλειας της εντοπιότητας) δέχεται να δώσει τον οβολό του σ’ αυτή την εμπορική επιχείρηση[18], πραγματοποιώντας το ταξίδι ή αποκτώντας αυθεντικά αντικείμενα, τρώγοντας σ’ ένα εστιατόριο με τοπικές specialités ή συμμετέχοντας σε εναλλακτικές δραστηριότητες, οι οποίες σήμερα προσφέρονται άφθονα: από την ιππασία ώς το rafting, από το mountain biking ώς το gliding, από το σκι ώς την ορειβασία και την αναρρίχηση, ακόμα και τελείως νέες εφευρέσεις, όπως το να κατεβείς με ορειβατικό σκοινί από ένα παραδοσιακό γεφύρι της Ηπείρου στην όχθη του ποταμού.
Αξίζει να μελετηθεί επισταμένα όλος αυτός ο κόσμος της σκηνοθετημένης αυθεντικότητας, ο οποίος είναι μια από τις κυριότερες εκδοχές ύπαρξης του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού σήμερα. Δεν είναι πια η χοντροκομμένη σκηνοθεσία της Greekness για τους αμόρφωτους ξένους τουρίστες, με εξωτικούς Ζορμπάδες, το γλέντι, το κέφι, το μεράκι, το χορό, το μεθύσι κτλ., ή για τους επιπόλαια αρχαιόφιλους, που προσελκύονται με αγαλματίδια του Δία και αρχαία ονόματα στις επαρχιακές ταβέρνες[19], αλλά οι “σκηνές” είναι πλέον πολλές και πολύ πιο ειδικευμένες, στο βαθμό που οι τουρίστες της αλλοδαπής ή και των εγχώριων πόλεων έχουν προχωρήσει στο βάθος της σκηνής και στα παρασκήνια· γι’ αυτούς στήνονται πιο προσεγμένες σκηνοθεσίες της αυθεντικότητας[20], όπου το βιωματικό στοιχείο είναι συνήθως πιο έντονο (γαστρονομικός τουρισμός, χορευτικός τουρισμός με την εκμάθηση τοπικών χορών, adventure tourism, οικολογικός τουρισμός, πολιτιστικός τουρισμός, τουρισμός για την υγεία, προσκύνημα κτλ.)[21]. Στην Ελλάδα, ασφαλώς, πιο αναπτυγμένος είναι και ο λεγόμενος πολιτιστικός τουρισμός[22], στο βαθμό που η αρχαιότητα ασκεί ακόμα κάποια έλξη και οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν έχουν εξαφανιστεί παντού.
Τελικά πρέπει να αναφερθεί πως με την μακρόχρονη παραμονή τόσων αλλοδαπών από την Ευρώπη και την Αμερική, που επιλέγουν ως μόνιμο τόπο διαμονής, για μεγάλο μέρος του χρόνου ή και διαχρονικά, κάποια ελληνική επαρχία, καθώς με τους τουρίστες που έρχονται μόνιμα για πολλά χρόνια σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο και βλέπουν και συναναστρέφονται τους ίδιους ανθρώπους, δημιουργούνται και σχέσεις βάθους, όπου η έννοια της σκηνοθετημένης αυθεντικότητας δεν έχει πια νόημα, γιατί δεν προσποιείται κανείς τίποτα[23]. Η σκηνοθεσία έχει αποκαλυφθεί εκατέρωθεν ως τέτοια, αναφέρεται απλώς στους άλλους αμύητους, και η αυθεντικότητα έχει κατανοηθεί πως είναι κάτι που αλλάζει[24]. Και από την άλλη πλευρά υπάρχει μια τέτοια διαδικασία: οι ντόπιοι να έχουν αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα (και δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης στον τόπο τους), δεν βιώνουν τον φολκλορισμό πια ως προσποίηση και σκηνοθεσία, αλλά ως νέα εξέλιξη, με την οποία συμμορφώνονται και την οποία καλωσορίζουν, και ως “φυσιολογική” κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί ουσιαστικό εμπόδιο ούτε για την ατομική ούτε τη συλλογική ταυτότητα της περιοχής, αντίθετα εντάσσεται αβίαστα στην ιστορική προσαρμοστικότητα του λαϊκού ανθρώπου η οποία πάντα υπήρχε[25]. Το διατύπωσε πολύ ωραία μια γριούλα στο Τιρόλο της Αυστρίας, όταν την ρώτησαν για τους ξένους που μένουν στα νοικιαζόμενα δωμάτια του σπιτιού: “Είναι ωραία όταν είναι εδώ, αλλά είναι και ωραία όταν έχουν φύγει”.
(από το βιβλίο Δοκίμια λαογραφικής θεωρίας, Αθήνα, Gutenberg 2011)
χμμμ τι ρομαντικα και αισιοδοξα που τα λενε οι ερευνες και τα βιβλια. αλλα το καλοκαιρι ταξιδευοντας σενα ”ανεπτυγμενο” νησι των κυκλαδων, επισκεφθηκα ενα ”παραδοσιακο” πανηγυρι και τιποτα αυθεντικο δεν βιωσα, ολα στημενα-κακως σκηνοθετημενα. και οσο περναει ο καιρος ολο και χειροτερα. ο ανθρωπος εχει αναγκη να ζησει ως ο εαυτος του, οχι να παιζει ρολους, για να χαιρονται οι όποιοι τουριστες. αν δεν αναπτυχθουμε διαφορετικα, θα καταντησουμε δουλοι.