Η «ΦΩΦΩ»
Η Φωτεινή αγναντεύει το γιαλό. Στα τρία μέτρα σκάει το κύμα, σχεδόν μπροστά στα πόδια της. Κυματάκι, όχι κύμα, γιατί αυτός ο γιαλός είναι μια αγκαλιά κι όλο το θυμό του αέρα τον μαλακώνει. Κλειστός γιαλός, στοργικός.
Η Φωτεινή απλώνει τα πόδια της ασφαλής, λίγο να νιώσει την αρμύρα. Βγάζει τα παντοφλάκια και ακουμπά τις πατούσες στην άμμο. Αυλακωμένες οι γάμπες της από φλέβες γεμάτες διακλαδώσεις ποταμών που ξέμαθαν να κυλάνε και κοντοστέκονται μέσα στα βρύα αγκομαχώντας. Μπλεγμένοι στη λάσπη, σαστισμένοι ποταμοί.
Είναι μια ωραία καλοκαιρινή μέρα. Ιούλιος. Πρωί. Κόσμο πολύ δεν έχει ακόμα το νησί και η παραλία δεν έχει πήξει από ρακέτες, μυρωδιές αντηλιακών και χαρούμενα ουρλιαχτά. Τον περιμένουν όμως τον κόσμο που θα σκάσει σα λεφούσι από μέρα σε μέρα, ίσα να προχωρήσει λίγο ο μήνας. Μαγαζάτορες, ξενοδόχοι, ταβερνιάρηδες, ταξιτζήδες, ρεσεψιονίστ, σερβιτόροι, δημοτικοί υπάλληλοι, όλοι σε ετοιμότητα.
Έτσι ζει το νησί. Τέλη Σεπτέμβρη, που ο κύκλος κλείνει, οι περισσότεροι ντόπιοι αναχωρούν για Αθήνα. Κλειδώνουν τα μαγαζιά, φορτώνουν τα αμάξια τους και φεύγουν, μαζί με τους τελευταίους αργοπορημένους αδειούχους.
Λίγοι μένουν πίσω. Από επιλογή ή από ανάγκη. Μετράν τα έσοδα και τα έξοδα, κάνουν το κουμάντο τους, βγάζουν το δύσκολο χειμώνα στο νησί και περιμένουν το καλοκαιράκι για να εξυπηρετήσουν ξανά το σμάρι των επισκεπτών. Ο γιαλός αυτός άλλωστε είναι διάσημος. «Κορυφαίος τουριστικός προορισμός». Ένα πανέμορφο φυσικό ξενοδοχείο. Κι αυτοί εκλεκτοί ερριζωμένοι ξενοδοχοϋπάλληλοι.
Η Φωτεινή ανήκει σε αυτούς τους λίγους. Δεν έχει φύγει ποτέ από τον τόπο. Πάντα έμενε στα μετόπισθεν. Ο άντρας της πούλησε δυο τρία χωράφια, έχτισε κάτι ενοικιαζόμενα, εκείνη πήρε πάνω της τη δουλειά, μαγείρευε, καθάριζε… Πρόκοψε η επιχείρηση.
Και το κορίτσι της μετά στα χνάρια της. Μετά το θάνατο του πατέρα, γύρισε στο νησί κι έφτιαξε ένα μικρό εστιατόριο, εδώ δίπλα, επάνω στο γιαλό. Κι εκείνη πάντα παρούσα: λάντζα, κουζίνα, καθαριότητα, παραγγελίες, όλο να περνάν απ’ το χέρι της. Και να φροντίζει και τα εγγόνια. Το μόνο, δεν ταξίδεψε. Δε το θέλησε ποτέ. Καμία περιέργεια. Της αρκούσε να βοηθάει το παιδί.
Τώρα πια δεν μπορεί. Αρχές Αυγούστου κλείνει τα ενενήντα… Τρέμουν τα χέρια της -το πάρκινσον όλο και χειροτερεύει- και τα ποδάρια δεν την στηρίζουν πια καλά. Σε κάθε βήμα διασχίζει μιαν έρημο.
«Κορίτσι μου, σε βαραίνω…», είπε σήμερα το πρωί στην κόρη, καθώς τη σήκωνε απ’ το κρεβάτι. Η κόρη δεν απάντησε, χαμογέλασε και την αγκάλιασε, μα, ναι, η Φωτεινή το βλέπει: το βαραίνει το κορίτσι κάθε μέρα και περισσότερο. Δε φταίει κανείς, το σώμα φταίει που κάθε πρωί είναι πιο οκνό, πιο κοκάλινο.
Φυσάει ελαφρά ένα αεράκι. Η Φωτεινή σηκώνει το χέρι να παραμερίσει μια τούφα μαλλιών που ξέφυγε από το μαντήλι της κι έπεσε στο κούτελο. Ταξίδι ολόκληρο κάνουν τα δάχτυλα από το χερούλι της ξύλινης καρέκλας μέχρι το κεφάλι της. Το δέρμα μια εύθραυστη δαντέλα από πτυχώσεις κι από πίσω διαγράφονται η κερκίδα, η ωλένη, ο καρπός, οι φάλαγγες των άκρων. Όπως ακριβώς ένα ερωτικό βλέμμα μπορεί να διακρίνει γυμνό λαχταριστό κορμί πίσω από διαφανές τουλπάνι, έτσι και το τυχαίο μάτι αθέλητα διαβάζει την κοκάλινη τη γλώσσα. Αρθρωμένη γλώσσα, πολύλαλη. Δεν χρειάζεται να είσαι γραμματιζούμενος για να τη διαβάζεις. Είναι στη φύση του κάθε ανθρώπου να διαβάζει (και να μιλάει) τη γλώσσα του σκελετού του. Δόξα και μαρτύριο. Κι η Φωτεινή σήμερα το πρωί στημένη με κόπο ορθή μπροστά στον καθρέφτη διάβασε ακόμα μια φορά τα λόγια του μαραμένου κορμιού της που, αναγνωρίσιμο ή όχι, ήταν δικό της (ή, ποιος ξέρει, μπορεί και να του ανήκε εκείνη, σκέφτηκε).
«Σ’ αφήνω τώρα να ρεμβάσεις στο κυματάκι, όσο να ζυμώσω τους κεφτέδες μου. Μετά μέσα, εντάξει;».
Την έφερε η κόρη της στην παραλία, την απόθεσε στην πλιάν καρέκλα με δύο μαξιλάρια, για να μην της πονάει η μέση, και πήγε να δουλέψει στην κουζίνα. Και την άφησε να «ρεμβάζει».
Στην παραλία ακόμα ησυχία. Κάποια ζευγάρια σε ξαπλώστρες, δυο τρεις κάτω από τις ομπρέλες σ’ όλη την παραλία. Η θάλασσα ήμερη. Ησυχία πρωινή. Η Φωτεινή ακούει για λίγο την ησυχία αλλά αυτό δεν είναι ρεμβασμός. Τίποτα δεν ξεγλίστρησε από μέσα της που να της δώσει ώθηση να χαρεί ή έστω να αναπολήσει. Η αρχόμενη άνοια ίσως να φταίει, την εμποδίζει να συναρμολογήσει εικόνες κι αισθήματα. Το κοριτσάκι που κάποτε ήταν κι έτρεχε στο γιαλό πάνω-κάτω γλιστράει μέσα από την αναπνοή της και φεύγει με το διοξείδιο του άνθρακα. Στην εισπνοή πάλι επανέρχεται, στην εκπνοή ξαναφεύγει. Εικόνα άδεια χωρίς αποτύπωμα.
Παραπίσω, στη βεράντα του εστιατορίου, η φωνή της κόρης της μιλάει στο κινητό. Όχι δυνατά, ο προδότης αέρας όμως ταξιδεύει τον ήχο. Μαζί κι έναν πνιχτό λυγμό.
«Δεν αντέχω άλλο. Κάθε μέρα και πιο δύσκολη. Πρέπει να έρθεις. Δεν μπορώ μόνη μου, σου λέω. Τι θα πει έχεις διάβασμα; Φέρε εδώ τα βιβλία! Τα χάνει, σου λέω! Καμία σχέση με το χειμώνα. Δεν μ’ ακούς! Δεν μπορεί καθόλου πια… Εγώ τη σηκώνω, μόνη μου… Μου ΄χει τσακίσει η μέση… Ε, καλά τώρα! Δικαιολογίες!».
Η κόρη φώναξε δυνατά τις τελευταίες λέξεις κι έκλεισε θυμωμένη το τηλέφωνο. Μπορεί και να βρόντηξε το χέρι της σ’ ένα τραπέζι.
Η Φωτεινή χαχάνισε παιδιάστικα. Άκουσε κάτι, δεν άκουσε; Ίσως μόνο φευγαλέα λόγια. Ο νους της ήταν αλλού.
Το βλέμμα της ταξίδεψε για λίγο στις πτυχώσεις του νερού που ήμερα ξετυλίγονταν μέχρι την αμμουδιά και μετά γύρναγαν πίσω αφήνοντας στο πέρασμά τους μια ζωντανή γυαλάδα. Ναι, η Θάλασσα. Στροβιλίζει το διάφανο φουστάνι της και χορεύει. Είναι γεμάτο χτένια το φουστάνι και ζωντανά κοχύλια και χταποδάκια που γαντζώνονται πάνω του και ψάρια χρυσοπράσινα. Και κεντημένο με την Πούλια και τον Αυγερινό. Λάμπουν τα μάτια της με μια λάμψη χορτάτη. Τίποτα δε ζητάει η Κυρά γιατί όλα τα έχει μέσα στην αγκαλιά της. Και το χέρι της ό,τι χαϊδεύει το μαγεύει και το μεταμορφώνει σε νησί. Κι εκεί κάθεται δεμένο ένα καΐκι. Το λένε «Φωφώ». Το παίρνει στα χέρια της η Κυρά. Και το καΐκι είναι άσπρο φρεσκοβαμμένο κι έχει μια κόκκινη ρίγα όλη κι όλη, μονοκοντυλιά από την πλώρη ίσαμε την πρύμνη. Κι είναι το καΐκι του Νότη, του μακαρίτη του αδερφού της. «Φωφώ» το λένε απ’ το δικό της το όνομα. Και με τα δυο της «φι» φουσκωμένα πέφτει στον αφρό. Και ταξιδεύει.
Στην παραλία, εν τω μεταξύ, η εικόνα αλλάζει απρόσμενα. Απ’ το παραδιπλανό μαγαζί ορμάει στην αμμουδιά μια θορυβώδης παρέα. Εκκωφαντική μουσική, πετσέτες θαλάσσης, γέλια. Δυο κοπέλες τρέχουν στα ρηχά, ένα αγόρι τις καταδιώκει. Να και οι πρώτες μυρωδιές. Λάδι καρύδας, βανίλια, μάγκο. Να και τα πρώτα λικνίσματα. Απ’ το φορητό μεγάφωνο ακούγεται ένα ποπ τσιφτετέλι. Βγαίνουν και οι ρακέτες που συνδράμουν στο ρυθμό του σουξέ.
Η Φωτεινή δεν μοιάζει να ενοχλείται από τις καινούργιες συνθήκες. Ακόμα κι όταν μια αδέξια ψιλοκρεμαστή μπαλιά κατευθύνεται καταπάνω της και προσγειώνεται στο ζαρωμένο της ποδαράκι, εκείνη καθόλου δεν δείχνει να δυσανασχετεί. Σκουπίζει λίγο την άμμο απ’ τη γάμπα και στρέφει αργά το πρόσωπο χαμογελώντας στον νεαρό που πλησιάζει να πάρει τη μπάλα.
«Χίλια συγνώμη!».
Τον ακούει, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι τον βλέπει. Τα μάτια της διεσταλμένα κοιτάζουν πέρα απ’ αυτόν, τον διαπερνάν, λες και είναι ένα διαφανές αέριο σώμα. Του δίνει τη μπάλα αλλά εκείνη στα χέρια της δεν κρατάει μια μπάλα. Κρατάει ένα καΐκι. Το καΐκι της. Ή μήπως το καΐκι την κρατάει, είναι μέσα του και ήδη φεύγει στ’ ανοιχτά; Ή μήπως είναι η Θάλασσα που τους κρατάει και τους δυο και τους λικνίζει σε μακάρια άνωση;
Το καΐκι ο Νότης το έκαψε πανηγυρικά πριν από μερικά χρόνια με αντάλλαγμα τα χρήματα των Ευρωπαίων. Μιας στιγμής θάνατος. Όπως η μπάλα που γλίστρησε. Όπως η ζωή της η ίδια. Αφήνει τη μπάλα απ’ το χέρι της. Το αγόρι την πιάνει και φεύγει τρέχοντας.
Δάκρυα τώρα τρέχουν από τα μάτια της. Δεν φαίνονται, γιατί χάνονται μέσα στα ρυάκια των ρυτίδων. Ούτε ήχος ακούγεται. Είναι ένα κλάμα άηχο περικυκλωμένο από τον σαματά της παραδιπλανής παρέας. Όπως κι η προηγούμενη στιγμιαία της χαρά. Ο κόσμος τώρα μεταμορφώνεται ξανά. Διάφανα μεταξωτά ριχτάρια πέφτουν -ή ανεβαίνουν;- μπροστά και πίσω από τα μάτια της. Συνθέτουν και ανασυνθέτουν συνεχώς αλλεπάλληλες μορφές. Τα πρόσωπα των παιδιών της, τα εγγόνια, την καπαριά στη μάντρα του πατρικού. Έρχεται και το άγγιγμα του πρώτου της έρωτα. Δεν είναι τίποτα μπερδεμένο και θολό. Μια ψαριά στο δίχτυ της «Φωφώς» είναι όλα κι όμως το κάθε ψάρι λαλεί με τη δική του τη φωνή. Και τόσο καθαρά τα λόγια τους που δεν αντέχεται όλα να τα ακούς μαζί και ταυτόχρονα ένα-ένα.
Πόση ώρα πέρασε έτσι δεν το ξέρουμε να πούμε. Μπορεί λίγη, μπορεί και πολλή. Πάντως κάποια στιγμή από την παραδιπλανή παρέα ακούστηκε ένα άσμα που ξύπνησε τη Φωτεινή. Ένα σουξέ της εποχής, με παραχαραγμένο στίχο, βασισμένο σε ένα παλιό κι αγαπημένο μικρασιάτικο τραγούδι, το «Μενεξέδες και ζουμπούλια». Η εύθυμη παρέα πιθανόν την καταγωγή του σουξέ την αγνοεί. Πιθανόν αργότερα να τη μάθει. Πιθανόν να το αγαπήσει και περισσότερο το παλιό τραγούδι. Αλλά μπορεί και όχι. Και καμία σημασία δεν έχει αυτό στην παρούσα περίσταση. Τώρα η καινούργια παραλλαγή είναι που ενδιαφέρει, καθώς κραδαίνει όλων τις καρδιές κι έρχεται βίαια και εισβάλλει στο αυτί της Φωτεινής:
«Θέλω να βρω τον εαυτό μου
Να ταξιδέψω να χαθώ
Να με πάρει το μυαλό μου
Σ’ αυτά τα μέρη που αγαπώ»
Ακούει η Φωτεινή με μεγάλη ένταση το στίχο. Στρέφει το κεφάλι της και για πρώτη φορά παρατηρεί τα νέα παιδιά με έκπληξη. Είναι μια στιγμή συνάντησης με κάτι που δεν περίμενε ποτέ ότι θα συναντήσει. Με μια απόκριση σε ερώτηση που δεν άρθρωσε ποτέ, αλλά που όμως την έκανε. Μέσα της ο νους ζωηρεύει ξαφνικά. Κι αρχίζει να σιγομουρμουρίζει την άγνωστη της μελωδία -που όμως είναι τόσο οικεία- σαν να την ήξερε από πάντα. Κι όχι μόνο αυτό. Στα χείλη της έρχεται ένας άλλος -άγνωστος κι αυτός- στίχος που τον επινόησε αυθαίρετα σαν να τον ήξερε κι αυτόν από πάντα, ή από κάπου μακριά.
«Έιβαλα, έιβαλα, ω
πάμε γιαλό-γιαλό….»
Μετά σηκώθηκε και στάθηκε στα τρεμάμενα πόδια. Αργά κατεύθυνε τα στεγνά βήματά της προς το «κυματάκι». Στα ύδατα τα φιλόξενα. Προχώρησε. Το βήμα της τώρα μέσα στο νερό γίνεται ελαφρύ. Με τα ακροδάχτυλά της αγγίζει πια το σώμα της Θάλασσας. Λίγο πιο μέσα η άνωση. Το βάρος φεύγει. Τα πόδια της ζητούν να αποχωριστούν την άμμο. Αφήνονται λεύτερα να πηγαινοέρχονται μέσα στο θαλασσινό βελούδο.
Μπροστά της τώρα, στο βάθος του κόλπου, ανάμεσα θάλασσα κι ουρανό, να ΄τη, αποσταμένη η «Φωφώ». Όμορφη, φρεσκοβαμμένη. Λικνιστική.
Άπλωσε τα χέρια και τάχυνε.
«Μαμά!», ακούστηκε μια κραυγή.
Κι ήταν ακόμα πρωί.
Κι όλοι οι ήχοι ρουφηγμένοι μέσα στο φορητό μεγάφωνο της παρέας που χορεύει τώρα το επόμενο σουξέ.