Aυτά που δεν σου είπα
«Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω»
Μπέκετ (ο ακατονόμαστος)
Έχουν περάσει εικoσι πέντε χρόνια από τότε. Ήταν καυτός Ιούλιος. Λένε πως μέσα στον καύσωνα θεριεύει η τρέλα. Οι φίλοι σου έλειπαν σε διακοπές στα νησιά, το πανεπιστήμιο ήταν κλειστό, ο Χρήστος με την Άντεια ήταν στα Χανιά.
Από τότε, όλες οι λέξεις που με πιέζουν, γίνονται ένας ατέλειωτα αλλόκοτος βόμβος μέσα στο κεφάλι μου. Ψάχνω. Ψάχνω να βρω κάτι δικό σου μέσα από ήχους, από βλέμματα άγνωστων ανθρώπων, από τοίχους χοντρούς, αδιαπέραστους.
Πασχίζω. Κάπου φθάνω. Ξεκινάω πάλι. Βρίσκομαι στο ίδιο σημείο.
Το ξέρω καλά πως η τραγωδία μου δεν άρχισε τότε. Εννοώ την ημέρα που έφυγες. Ήταν πολύ πριν, που μπήκα στο όνειρο. Ίσως μάλιστα όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι πως το όνειρο αυτό δεν τέλειωσε ακόμη.
Παρακολουθούσες πάντα την δημόσια ζωή. Από μικρό παιδί. Αυτό από μόνο του συνιστά μια ζωή δύσκολη. Δεν μπόρεσα να σου δώσω την δύναμη που ήταν απαραίτητη για να την αντιμετωπίσεις. Κανείς δεν μπόρεσε. Ούτε το σχολείο , ούτε το πανεπιστήμιο που σε απογοήτευσε όπως και όλα τα υπόλοιπα. Καταδικασμένος να ζεις μέσα σε ένα τρελάδικο, όπως όλοι μας άλλωστε, μέσα σε πλάνες και αντεστραμμένες πραγματικότητες. Ναι! Αλλά εμείς δεν κάναμε αυτό που εσύ αποφάσισες να κάνεις πράξη. Άλλοι από αδυναμία, άλλοι από αδιαφορία, άλλοι από υπερβολική δύναμη.
Γράφω τώρα. Πάνε χρόνια τώρα που ξεκίνησα. Σαν να θέλω να συνεχίσω αυτό που άφησες ατέλειωτο. Σαν να θέλω μέσα από τις κουρασμένες λέξεις να σε συναντήσω πάλι. Συναντάμε όλοι ανθρώπους στο πέρασμά μας από τη ζωή. Κάποιοι μας σημαδεύουν για πάντα. Εσύ, υπήρξες για μένα ότι με καθόρισε. Τέτοιες συναντήσεις συμβαίνουν πολύ σπάνια. Ότι και αν συμβαίνει, ότι με ακουμπάει ή με προσπερνάει, περνάει μέσα από σένα.
Θέλησες να κραυγάσεις, να ακουστεί παντού η οργή που σου κατέτρωγε τα σωθικά, παρότι ήξερες καλύτερα από όλους μας πως κάτι τέτοιο σε τίποτα δεν ωφελεί. Ήταν η συμπεριφορά σου πράξη απελπισίας και απόδρασης από τις δυσκολίες της ζωής ή αισθανόσουν ένοχος στον βαθμό που σου αναλογούσε για την κατάντια του κόσμου μας; Το ξέρουμε και οι δύο πως κανένα από τα δύο δεν αρκεί για να οδηγήσει κάποιον στην τελική απόφαση. Είχες το κίνητρο. Αλλά πως βρήκες τη δύναμη; Πως κατάφερες να κρύψεις πως υπέφερες τόσο πολύ; Υπήρξαν στιγμές, που προσπαθώντας να καταλάβω, έφθασα στο σημείο να δεχθώ πως δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πως όλα ήταν δρομολογημένα από την ώρα που είδες το φως. Πως έτσι έπρεπε να γίνει και κάθε τι άλλο θα ήταν χειρότερο. Πώς τολμώ να το σκέφτομαι αυτό; Από απόγνωση; Από αδυναμία να σηκώσω το βάρος της οδύνης στην απόλυτη τιμή του; Ο καθένας μπορεί να σκέφτεται ότι χωνεύει ευκολότερα. Όλα τα ανθρώπινα είναι παραδεχτά. Ή τουλάχιστον κατανοητά. Ακόμη και οι αναμενόμενες ερωτήσεις, όπως το «Γιατί το έκανε;», αυτές, που από αμηχανία, άγνοια, ή σκέτη βλακεία γεννιούνται στα μυαλά των «κανονικών» ανθρώπων, θεωρούνται φυσιολογικές! Όλα θεωρούνται πιθανά και ανθρώπινα. Όλα , εκτός από την παραδοχή, πως το διάβημά σου ήταν σωστό. Υπάρχει πάντα το σκοτάδι πίσω από την σκέψη σου. Την αληθινή σου σκέψη. Κάθε προσπάθεια να ρίξει κάποιος φως σκεπάζεται από αυτό που μάθαμε να ονομάζουμε τρέλα. Εκεί, σταματάει η σκέψη. Όλα φορούν το κάλυμμα της ανημποριάς. Μαύρα σύννεφα σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα. Κρύβουν τον ήλιο. Ακόμη και τον ψεύτη.
Αν ήσουν εδώ τώρα θα γελούσες πολύ. Η γελοιότητα έχει χτυπήσει κόκκινο. Περίπου αφομοιώθηκε με την καθημερινότητα. Δεν την αναγνωρίζεις εύκολα, αλλά και όταν αυτό είναι εφικτό, δεν ξέρεις πως να την αντιμετωπίσεις. Ίσως με την βουβαμάρα. Θαρρώ πως δεν είναι μακριά ο καιρός που οι άνθρωποι θα επικοινωνούν με νεύματα. Σαν τους κωφάλαλους. Από βαρεμάρα. Όταν το σκέφτομαι αυτό, καπνίζω τρία τσιγάρα απανωτά σαν αντίδραση στην απαγόρευση του τσιγάρου. Εισπράττω έτσι μια μικρή ικανοποίηση. Στιγμές ευτυχίας. Παλιότερα, ερχόμουν κατά καιρούς στον κήπο με τα κυπαρίσσια και συνομιλούσα μαζί σου, ιδίως όταν έφθανα σε αδιέξοδο. Σύντομα κατάλαβα πως αυτό δεν είχε κανένα νόημα αφού υπάρχεις παντού. Αρκεί να αναζητήσω το βλέμμα σου και είσαι εκεί. Στους δρόμους, στους χώρους, στα σύννεφα. Κάποιες φορές, ανεβαίνοντας την Μεσογείων με μποτιλιάρισμα, μου χαμογελάς προσπερνώντας με την μηχανή σου.
Το βιβλίο μου με την Αχμάτοβα έχει πλέον εκδοθεί. Μίλησα μαζί της για όλα . Ήταν μια κάποια ανακούφιση αυτή η επικοινωνία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακριβώς τώρα αποφάσισα να σου πω αυτά που δεν σου είπα. Το ξέρω πως δεν ακούγεται πολύ όμορφο να συνομιλώ μαζί σου ειδικά όταν είμαι λυπημένη, αλλά, για κάποιον λόγο που μόνο εμείς οι δύο γνωρίζουμε, αυτό συμβαίνει. Εσύ, με καταλαβαίνεις καλύτερα από όλους τους γύρω μου. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και πριν φύγεις. Και μόνο με τα βλέμματα είχαμε συνεννοηθεί. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που κατάφερες να με παραπλανήσεις. Ή μάλλον, η κατάλληλη λέξη θα ήταν να με υπνωτίσεις. Αυτό. Να ξέρεις όμως (αν και είμαι σίγουρη ότι και αυτό το ξέρεις), ότι δεν με υπνώτισες παρά την θέλησή μου. Αφέθηκα στην σκοτεινή δίνη, σαν να γύρευα έτσι να σου αποδείξω πόσο σε αγαπώ. Σε άφησα να κάνεις παιχνίδι. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω μαζί σου πέρα από αυτό που μου ζήτησες ; Και κάθε φορά που θολώνουν οι σκέψεις μέσα μου, βουίζουν πως ίσως θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, κάτι που ίσως άλλαζε την ροή των πραγμάτων, καταλήγω στο ίδιο τραγικό συμπέρασμα: Κανείς δεν μπορούσε να αλλάξει την πορεία αυτή που εσύ χάραξες. Την ροή των πραγμάτων εσύ την άλλαξες με την αμετάκλητη απόφαση σου. Η κακή σου διάθεση των τελευταίων ημερών ήταν αποτέλεσμα αυτής της ειλημμένης απόφασης. Η απόφαση είχε παρθεί. Χρειαζόταν οι λεπτομέρειες της υλοποίησής της. Τα είχες σκεφθεί όλα. Ωστόσο δεν ήταν καθόλου εύκολο να σκέφτεσαι όλες τις λεπτομέρειες, τον αποκλεισμό της αποτυχίας και ταυτόχρονα τους γύρω σου. Σου μιλώ τώρα. Μέσω υπολογιστή αγαπημένε μου. Με κανέναν από τους γύρω μου δεν μιλώ τόσο άμεσα. Εν τω μεταξύ, το τηλέφωνο με διακόπτει κάθε λίγο. Φωνές άγνωστων ανθρώπων προτείνουν διάφορα. Μείωση τηλεφωνικών λογαριασμών, ηλεκτρικού ρεύματος, στατιστικές. Ασταμάτητα επιχειρούν. Θυμάσαι όταν, σαν συνοδηγός δίπλα μου, έπιανες κουβέντα με τους πλαϊνούς, μποτιλιαρισμένους σε αδιέξοδο οδηγούς; Αυτό το αδιέξοδο θεριεύει μέρα με τη μέρα καλέ μου και δεν είσαι εδώ για να δούμε την αστεία του πλευρά. Μέσα σε όλη αυτή την παράνοια υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που παθιάζονται με τα κόμματα. Μα πως είναι δυνατόν να είναι τόσο ατέλειωτα μεγάλη η ανθρώπινη βλακεία; Όλοι αγωνίζονται για κάτι. Με τον αγώνα ενάντια στην ανθρώπινη βλακεία κανείς δεν ασχολείται. Και το τραγικότερο: Αν, κάποιος τολμήσει να αναφερθεί σε αυτή την λεπτομέρεια, τον απορρίπτουν σαν γραφικό, σαν επηρμένο, σαν «εχθρό του λαού». Μην τρομάξεις με την έκφραση «εχθρός του λαού»! Δεν επηρεάστηκα από την παρέα μου με την Αχμάτοβα. Η φράση δυστυχώς παραμένει πάντα επίκαιρη. Κοντολογίς, δεν αλλάζει τίποτα αγαπημένε μου. Μόνον επιφανειακά και ως προς τις μεθόδους καταστολής. Η ουσία παραμένει πάντα λασπερή. Μια λάσπη που κολλάει στο δέρμα και δεν απομακρύνεται ούτε με καταρράχτες.
Άκου! Θα συνεχίσω να σου μιλώ όσο αντέχω. Είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσω αυτή την κουραστική διαδρομή, μέχρι να μπορέσω να σε συναντήσω.
Τι κρίμα ! (λένε). Θα γινόταν μεγάλος συγγραφέας. Πως έγινε; Δεν το χωράει ο νους ! Ναι ! δεν το χωράει. Ούτε και τα υπόλοιπα χωράει…(κι όμως , συμβαίνουν).
Εκείνο που με βασανίζει περισσότερο είναι ότι και εγώ, ως «φυσιολογικός άνθρωπος», κάπου έπαιξα ρόλο σε αυτό το τρισάθλιο παιχνίδι που ζητάει από τους νέους να σκέφτονται σαν γέροι. Την σκέψη σου ήταν οδυνηρά δύσκολο να την παρακολουθήσει κάποιος. Πνιγόσουν μέσα στις κοινότοπες απόψεις ασφαλείας. Πόσο σε απογοήτευσαν όλα! Πού να έβλεπες τώρα εκείνη την φίλη μου, μάνα του καλύτερού σου φίλου, δημόσιο πρόσωπο σήμερα, που κάποτε θαύμασες. Ίσως εσύ κατάφερνες να την ταρακουνήσεις. Εγώ είμαι ανήμπορη. Υποχωρώ πάντα όταν με μαλώνει λέγοντάς μου πως δεν καταλαβαίνω. Και αυτό δεν είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Oί άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Είναι τόσο θλιβερό!
Πολλές φορές σκέφτομαι πως όλο αυτό που μου έλαχε να ζω δεν είναι παρά ένα όνειρο. Κάποια στιγμή θα ξυπνήσω. Θα είμαι μουσκεμένη στον ιδρώτα ή θα κρυώνω. Και μόνο που το σκέφτομαι , νιώθω ήδη καλύτερα. Στην πραγματικότητα βρίσκομαι σε έναν ζεστό χώρο, έξω η θερμοκρασία είναι χαμηλή, είμαι ασφαλής. Μέσα από τις φλόγες του τζακιού ξεπροβάλουν φιγούρες μασκαράδων. Αχ τι όμορφα που καίγονται! Σε θυμάμαι τότε, όταν κοιτούσες την φωτιά. Ίσως γύρευες σπίθες ικανές να σε κρατήσουν. Δεν τις βρήκες.
Κάποιες φορές εύχομαι να ερχόταν το τέλος του κόσμου. Να τελειώναμε με όλα αυτά τα γελοία θέματα με τα οποία ασχολείται ολημερίς η τηλεόραση. Δεν έρχεται όμως και μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμα. Στην βεράντα μου που συχνά καθόσουν και ρέμβαζες, τα φυτά έχουν πάρει την κάτω βόλτα. Δεν τα περιποιούμαι πια όπως τότε. Αλλά, τα διατηρώ κατά κάποιο τρόπο. Θυμάμαι ότι κάποτε ξαφνιάστηκες που σου είπα ότι αγόρασα τόσα φυτά. Με κοίταξες σαν να με λυπόσουν ή έτσι μου φάνηκε. Είναι πολλές τέτοιες στιγμές που το βλέμμα σου σκοτείνιαζε δίχως λόγο. Γιατί δεν μιλήσαμε παραπάνω τότε; Φρόντιζες πάντα να φεύγεις όταν εκνευριζόσουν με οτιδήποτε. Σαν να ήθελες να μου κρύψεις και εμένα τον άλλο σου εαυτό.
Μια μέρα, σε μια συγκέντρωση φίλων στο σπίτι της Παυλίνας, συναντήθηκα στην κουζίνα με μια νεαρή κοπέλα και άγνωστο γιατί αρχίσαμε να μιλάμε για σένα. Είχαν περάσει γύρω στα τρία χρόνια από την φυγή σου. Ξαφνικά, η κοπέλα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Μου χάιδευε τα χέρια και μέσα στα κλάματά της μου έλεγε: “Εσείς είστε η μητέρα του; Θεέ μου τον ήξερα. Είχαμε μιλήσει πάνω από μια ώρα και ακόμη έχω στα αυτιά μου τα λόγια του”. Τέτοιες συναντήσεις συνέβησαν κι άλλες φορές με νέους ανθρώπους που έτυχε να σε γνωρίσουν. Όλα αυτά τα χρόνια της σκοτεινής ομίχλης που με τύλιγε. Και κάθε φορά ήταν σαν να παρηγορούσα εγώ εκείνους και όχι εκείνοι εμένα. Το καταλαβαίνει άραγε κανείς αυτό ; Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό δίχως τη δική σου επιρροή. Εσύ με σκέπαζες με φτερά αγγέλου.
Τα χρόνια περνάνε δίχως εσένα. Έμεινες εικοσάχρονος για πάντα. Κάποιες φορές έχω την αίσθηση πως μένω ακίνητη μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος όμως περνάει. Μικραίνει η απόσταση ανάμεσά μας. Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε. Και συνεχίζω να ζω. Θυμάσαι μια μέρα την ώρα που έφευγες σου είπα να προσέχεις με την μηχανή. «Αν πάθεις κάτι δεν θα θέλω να ζω άλλο». Κι όμως ! Ζω… και είναι πολλά, πάρα πολλά όλα αυτά που έζησα σ’ αυτά τα χρόνια. Ατέλειωτα. Όταν προσπαθώ να τα βάλω σε κάποια σειρά, να τα ταξινομήσω, δεν καταφέρνω να τα δω χωρίς εσένα. Υπήρχες πάντα, έπαιρνες μέρος σε κάθε τι που μου συνέβαινε. Μερικές φορές με μάλωνες. Όπως τότε. Στην αρχή συναντιόμουν με τα κορίτσια που σε αγάπησαν. Νόμιζα ότι ήσουν πάντα παρών. Αργότερα χάθηκαν. Τώρα συναντιόμαστε μόνοι μας. Εσύ και εγώ. Ο φίλος σου ο Σύλας διαπρέπει σαν σκηνοθέτης. Έκανε ταινία για σένα. Νομίζω είχε ανάγκη να κάνει κάτι. Όλα αυτά τα χρόνια, άκουσα λόγια παρηγορητικά, λόγια αμήχανα, λόγια πολλά. Ακόμη και επικριτικά ίσως : «Πως δεν το προλάβατε»; Με κανέναν δεν θύμωσα. Όλους τους καταλαβαίνω. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Εσύ ξέρεις …
Η κατάσταση στην χώρα αλλά και στον κόσμο ολόκληρο είναι απογοητευτική. Αν δεν είχες φύγει, θαρρώ πως τώρα δεν θα το απέφευγες. Από αηδία! Το χειρότερο όλων είναι πως ελάχιστοι αντιλαμβάνονται το πραγματικό πρόβλημα. Οι υπόλοιποι χορεύουν στο ταψί που τους έβαλαν, προσπαθώντας να γλείψουν κάτι από τα υπολείμματα της πίτας. Οι ελάχιστοι δεν έχουν την δύναμη να κάνουν κάτι. Οι παλιοί προοδευτικοί μεταλλάχτηκαν σε κάτι απολιθωμένο και ταλαίπωρο στην καλύτερη περίπτωση ή σε πρόθυμους ηλίθιους στην πιο συνηθισμένη. Αν ήσουν εδώ θα συζητούσαμε τόσα…
Από τότε, η συνήθεια να κοιτάζω αλλού, αυτή που με έσωσε από πολλές καταστροφές, μου έμεινε για τα καλά. Το είπε όμως ο Λειβαδίτης πως ένα πράγμα που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι το βάθος των οριζόντων ή το βάθος της λύπης μας. Και τα δύο αυτά τα άγνωστα βάθη με κράτησαν ζωντανή. Με κρατούν ακόμη.
Οι τύψεις ! Προσπάθησα πολλές φορές να ξεκαθαρίσω μέσα μου την ύπαρξη τύψεων για αυτό που έγινε. Και άκουσε τι μου συμβαίνει. Υπάρχουν τύψεις για στιγμές. Στιγμές που δεν αξιολόγησα κάποτε σωστά. Την μια φορά, θα ήσουν τεσσάρων εκείνο το καλοκαίρι, παραθερίζαμε στο Ζούμπερι. Κατέβαινες καθημερινά στο σαλόνι του ξενοδοχείου και έπαιζες με τα ηλεκτρονικά. Εκείνα τα ανθρωπάκια που κατάπιναν το ένα το άλλο. Καθυστερούσαμε πάντα να πάμε στην θάλασσα εξ αιτίας αυτής της απασχόλησης. Μια μέρα, ένας κύριος με ρώτησε: «Δικό σας είναι αυτό το αγοράκι»; Και όταν του απάντησα καταφατικά συμπλήρωσε: «Πρέπει να το προσέξετε πολύ» ! Δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή, χαμογέλασα μόνο. Ήταν συνηθισμένο να σε ξεχωρίζουν όλοι για την σπιρτάδα σου. Δεν τον ρώτησα καν τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε σε αυτή την παρατήρηση. Τι του είχες πει; Πώς μπόρεσα να το κάνω αυτό ; Και αν εκεί κρυβόταν το μυστικό κλειδί που δεν βρήκα; Και αν το εύρισκα; Ποια θα ήταν η συνέχεια; Θα άλλαζα την ροή των πραγμάτων;
Δεν έχουν τέλος όλες αυτές οι σκέψεις. Εσύ έδωσες τέλος! Με τον δικό σου τραγικό και συνάμα ηρωικό τρόπο. Το δικό σου μαρτύριο τέλειωσε. Εμείς, μείναμε εδώ. Για όσο…
295
❤