ΣΑΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Ταίριαζαν. Ακόμη κι όταν κοιμόντουσαν ταίριαζαν . Αρκούσε μόνο να τους κοιτάξεις για να το καταλάβεις. Συνήθιζε να τους παίρνει ο ύπνος πρόσωπο με πρόσωπο, πολλές φορές χωρίς ν’ αγγίζονται καν… δεν το είχαν ανάγκη. Τους ένωνε το αόρατο νήμα που είχε ραφτεί τη νύχτα που είχε προηγηθεί, όταν τα κορμιά κι οι ψυχές τους είχαν γίνει ένα. Τώρα, την ώρα του ύπνου, μόνο τα μαλλιά τους μπλέκονταν , μακριά και των δύο, εκείνου καστανόξανθα, εκείνης σκέτο, το βαθύ του κάστανου.
Τα πρωϊνά την ξυπνούσε μ’ ένα απαλό φιλί στο μέτωπο , παρατεταμένο. Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε. Της θύμιζε τον εαυτό της μικρό κοριτσάκι. Κάθε φορά που ανέβαζε πυρετό, η μητέρα της κολλούσε τα χείλη στο μέτωπό της. Πέρα απ’ την διάγνωση, αυτή η κίνηση ήταν και η έναρξη της ίασής της, η σιγουριά ύπαρξης της αγαπημένης παρουσίας, δυο δροσερά χείλη στο καυτό μέτωπό της κι όλα άρχιζαν ήδη να περνάνε. Η πιο όμορφη ανάμνησή της. Έτσι ξυπνούσε και τώρα, κάθε πρωί, μια δροσιά δοσμένη απ’ τα δικά του χείλη, την διαβεβαίωνε πως όλα θα πήγαιναν καλά.
«Κοίτα τους», ψιθύρισε ειρωνικά όταν τους αντίκρυσαν, «σαν πίνακας ζωγραφικής δεν είναι;» Είχαν διαρρήξει την πόρτα τους εκείνο το πρωινό. Νυχοπατώντας έκαναν μια γρήγορη βόλτα στο σπίτι, να διαπιστώσουν ή όχι την ύπαρξη ζώντων όταν μπήκαν και στην κρεβατοκάμαρά τους. Φορούσαν κι οι δύο μαύρα ρούχα, μαύρα παπούτσια, για να μην δίνουν στόχο. Χωρίς κουκούλες, τα μαλλιά τους τραβηγμένα πίσω, ναι, μ’ έναν τρόπο ταίριαζαν, στα χέρια τους κρατούσαν σιδερικά. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων. «Κοίτα τους», του επανέλαβε εκείνη επιτακτικά. Η φωνή της δεν είχε μόνο ειρωνεία , αλλά θυμό κι οργή. Εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Ξεκίνησε να ψάχνει με χειρουργικές κινήσεις τα κομοδίνα, άνοιξε τις ντουλάπες… «κουνήσου» , της είπε χαμηλόφωνα. Εκείνη έμεινε ασάλευτη να τους κοιτάζει. Το βλέμμα της ήταν θολό, όπως κι εκείνου, ήταν «φτιαγμένο», όπως θα’ λεγαν στην γλώσσα τους . Την άφησε , πήγε στο σαλόνι, άρχισε ν’ ανοίγει συρτάρια και να βάζει σε σακούλες ό,τι θεωρούσε άξιο αρπαγής.
Εκείνη έμεινε στο δωμάτιο, κοιτούσε τους τοίχους. Στον έναν , μάλλον ένας αγαπημένος τους πίνακας, δεν τον είχε ξαναδεί, ένα κορίτσι γυρισμένο πλάτη, κοιτούσε από ένα ανοιχτό παράθυρο στη θάλασσα. Στον άλλο παιδικές ζωγραφιές, ίσως είχαν παιδιά ή ανίψια, στον τρίτο ένας καθρέφτης σχεδόν ολόσωμος, γύρω γύρω η κορνίζα του χτισμένη από βότσαλα , φαντάστηκε να τον αγοράζουν από ένα καλοκαιρινό ταξίδι τους. Φωτογραφίες τους πουθενά. Ήταν φανερό, δεν είχαν ν’ αποδείξουν τίποτα σε κανέναν ούτε στον εαυτό τους. Άρχισε να ζαλίζεται . Ήταν νηστική, όμως δεν ήταν η πείνα αυτή που την θέριζε. Ένοιωσε πως θα πέσει στο πάτωμα όταν γύρισε να τους ξανακοιτάξει. Φορούσαν την ίδια πιζάμα, εκείνος το κάτω κι εκείνη το επάνω. Πριν την εγκαταλείψουν τα πόδια της και σωριαστεί , ένοιωσε να την τραντάζει εκείνος. «Τί έπαθες; Είσαι τρελή; Σύνελθε, θες να τους δούμε να ξυπνάνε;»
Όχι, δεν θ’ άντεχε να τους δει να ξυπνάνε. Είχε δει, ότι θ’ άντεχε να δει ένας άνθρωπος. Σήκωσε το σιδερικό της . Ήταν αρκετό να λυγίσει τον δείκτη της, προκειμένου να δει την κοπέλα να ουρλιάζει και τον σύντροφό της να λούζεται στο αίμα, στην ίδια θέση, σαν να κοιμάται . Επιτέλους, εκείνη πετάχτηκε έντρομη και τα μαλλιά τους χωρίστηκαν. Η οδύνη που διαγράφηκε στο πρόσωπό της, της έδωσε μια προσωρινή ικανοποίηση που όμως δεν ήταν ικανή να την κάνει να σταματήσει. Έστρεψε την κάνη προς το μέρος της πριν τη γυρίσει στον σύντροφό της που για πρώτη φορά τον είδε να μένει άλαλος κι έπειτα στον εαυτό της.
Ναι. Σαν πίνακας ζωγραφικής, νοσηρός, απελπισμένος, που τελείωσε όπως ξεκίνησε. Το αίμα των εραστών στο κρεβάτι, είχε γίνει ένα κι αυτό των νεαρών επίδοξων ληστών που κάτι γύρευαν, είχε πάρει το καθένα το δικό του δρόμο .