Τον έχασε νωρίς τον άντρα της και έμεινε χήρα μ΄ ένα αθεράπευτο πένθος να σιγοκαίει την καρδιά της. Έμεινε μόνη σ΄ ένα σπίτι με δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, καθημερινό, μόνη, δέσμια στη χώρα των σκιών, χωρίς έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα, να μαλώσει, βρε αδελφέ! Βαρύ το σώμα στα εβδομήντα, βαριά τα χέρια, ακόμη πιο βαριά η μοναξιά. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, η καθημερινότητα αντέχεται πιο εύκολα απ΄ ό,τι στις γιορτές: σηκώνεσαι, κάνεις έναν καφέ, τον πίνεις, μετράς την πίεση, παίρνεις εκείνα τα χαπάκια για το στομάχι, ύστερα κάνεις δουλειές -ό,τι βλέπεις δηλαδή, όχι παραπάνω- ανοίγεις την τηλεόραση, περνάει η ώρα.
Κατά τις 12.00 συνήθως περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο· την παίρνει η μικρή της κόρη, που είναι τακτική στα τηλέφωνα και τις επισκέψεις.
Το μεσημέρι κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας απέναντι από τη θέση του και τρώει μαζί του, με μια φωτογραφία παλιά, εκείνη που φορά την κόκκινη μπλούζα κι αυτός την αγκαλιάζει στους ώμους. Χαρούμενοι κι οι δυο. Χριστούγεννα ήτανε τότε που την βγάλανε, στο σπίτι της μεγάλης κόρης. Σπουδαία εφεύρεση οι φωτογραφίες, χνάρια ζωής! Την κοιτά και τρώει, του μιλά, τον μαλώνει κάθε μέρα που έφυγε και την άφησε – κουβέντα δεν μπορεί να της γυρίσει. Και παίρνει το αίμα της πίσω. Ύστερα πλένει το πιατάκι της και γυρνά στο υπνοδωμάτιο. Λύνει σταυρόλεξα με την σκέψη της σ΄ αυτόν και νιώθει καλά.
Αν θυμηθεί η μεγάλη της κόρη, της τηλεφωνεί, καθώς γυρίζει απ΄ τη δουλειά, το απόγευμα. «Δεν πειράζει…να είναι καλά το κορίτσι. Τόσες δουλειές έχει…εμένα θα σκέφτεται», λέει από μέσα της και κοιτάζει το τηλέφωνο μήπως δεν άκουσε την κλήση. Το ξέρει ότι την σκέφτεται συνέχεια αλλά αυτή είναι άλλος χαρακτήρας και έχει κι ένα θέμα με το θάνατο κι η απουσία του τής είναι δυσβάστακτη.
Και περνάνε οι μέρες και περνάει ο καιρός και μαθαίνει να ζει μόνη, γιατί έτσι θα είναι από εδώ και στο εξής. Η ζωή της έδειξε τα δόντια, αλλά ο χρόνος είναι γιατρός· θα συνηθίσει να ζει χωρίς ελπίδα.
Κάποια στιγμή, όμως, μετά από χρόνια, ο ήλιος της γνέφει «έλα» και είναι το βλέμμα του τόσο πειστικό που βγαίνει στο μπαλκόνι να τον απολαύσει. Ο ήλιος είναι ωραία παρέα, δεν τον βαριέσαι ποτέ. Αλλάζει η διάθεση, ζεσταίνεται το μέσα σου, ξεθαρρεύεις κι απλώνεις τα πόδια λίγο πιο έξω.
Κι ύστερα, όχι πολύ πιο μετά, την καλεί μια φίλη απ΄ τα παλιά, χήρα κι αυτή, και τα λένε. Τα ίδια συζητάνε με άλλες λέξεις -καμιά φορά και με τις ίδιες αλλά δεν έχει σημασία! Φτάνει που κάποιος παίρνει και επικοινωνεί κι αυτό είναι ζωή. Είναι η φίλη της, συνάδελφος απ΄ τη δουλειά, συνταξιούχος κι αυτή. Της ανακοινώνει πως ο Σύλλογός τους οργανώνει έξοδο για φαγητό το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης.
Γελά και αρνείται. Πού να τρέχει τώρα; Δεν είναι αυτή για τέτοια, στα εβδομήντα εννιά! Στήνει αυτί, όμως, η μορφή του στην φωτογραφία και ξαφνικά της χαμογελά και της φωνάζει «να πας, γυναίκα, να χαρείς» και δεν πιστεύει στα μάτια της, ούτε στα αυτιά της – κι ας έβαλε ακουστικά. Κι όμως το είδε και το άκουσε ξεκάθαρα· «να πας» της είπε. Αρπάζεται από τα σημάδια που της δείχνει η αντίπερα όχθη. Δειλά δειλά παίρνει την φίλη, την συνταξιούχο, της ανακοινώνει πως θα συμμετέχει κι αυτή και την ίδια στιγμή το μετανιώνει, αλλά δεν προλαβαίνει να το πει. Το τηλέφωνο βουίζει.
Μπροστά στην ντουλάπα ξεδιαλέγει μια ξεχασμένη μπλούζα που δεν είναι μόνο μαύρη αλλά έχει και λίγο μπεζ και την φορά και βάζει κραγιόν στον καθρέφτη. Αναστενάζει και, καθώς βγαίνει από το δωμάτιο, από μακριά αυτός τής κλείνει το μάτι, «να περάσεις καλά», της λέει. Αχ αυτή η φωτογραφία τι της κάνει! «Αντώνη», πάω, του λέει, και φεύγει χαρούμενη.
Και περνάει καλά και γελά και πίνει λευκό κρασί με μπόλικη σόδα. Τσικνοπέμπτη, και δεν είναι μόνη. Μετά από καιρό δεν είναι μόνη. Τι θα ‘κανε στο σπίτι όλη την ώρα;
Στο τηλέφωνο η κόρη της τη ρωτά πού ήταν. Δεν της της έχει μάθει ότι μπορεί να λείπει και κάποιο μεσημέρι από το σπίτι.
-Μαμά, που ήσουν; Σε παίρνω από τις 12…
-Τσικνοπέμπτη… Είπαμε να τσικνίσουμε με το Σύλλογο!
-Τί?
(παύση)
Μπράβο, μαμά. Πέρασες καλά?
-Πολύ καλά, φάγαμε, ήπιαμε και ένας συνταξιούχος μου πέταξε σερπαντίνα….
Έκλεισε το τηλέφωνο κι άνοιξε τις κουρτίνες. Μπήκε ο ήλιος μέσα και σχηματίστηκε από πάνω της μια λαμπυρίζουσα εικόνα που έπιασε σχεδόν όλο το ταβάνι.