Το έργο τού αυτοκαταστροφικού αυτόχειρος (μετά της γυναικός αυτού) Στέφαν Τσβάιχ, ανεβαίνει στο πολυβραβευμένο Θέατρο Τέχνης ΕΚΑΤΗ με την cult ηγερία Χάριτα Συμεωνίδου, που δίνει μια άλλη διάσταση στον ατομοκεντρικό ναρκισσιστικό μονόλογο.
Με τον μαγνητοφωνημένο Ποιητή Γιώργο Χρονά να παρεμβαίνει (ως Στέφαν Τσβάιχ) στη δράση, αυτή η μάλλον ναρκισσιστική παραληρηματική πανωλεθρία παίρνει μια άλλη (σαδομαζοχιστικού τύπου) παζολινική διάσταση, ενώ το ανάλαφρο τής κυματίζουσας αρμονικής του ποιητικότητας παραπέμπει ακόμα και στον Φελλίνι, με τις θρυλικές μουσικές τού Nino Rota και του Ennio Morricone να συνηχούν κάπου εκεί στο βάθος τού υπό-κειμένου, κυριολεκτικώς αλλά και μεταφορικώς στην προκειμένη περίπτωση.
Ετούτη η σκληρή (στριντμπεργκική, θα έλεγα) γυναίκα είναι τόσο ανώριμη ως αιωνία έφηβος νάρκισσος που εμπλέκει τους πάντες κι ενοχοποιεί έναν μόνον στην αυτοκαταστροφική πορεία της προς την προδεδιαγραμμένη αυτοκτονία: αφού δεν γίνεται να ομοιάσει με το θεοποιημένο αντικείμενο (πρόσωπο) τής λατρείας της και να λατρευτεί κι εκείνη με τη σειρά της (μέσω αυτού και δια αυτού), αφού να γίνει ο εαυτός της, σέρνεται πίσω από τον επιτυχημένο, καλόκαρδο αλλά μάλλον αδιάφορο (για αυτήν) συγγραφέα, επιδεικνύοντας μηδενική αυτοεκτίμηση, δίχως ίχνος αξιοπρέπειας σέρνεται στα πόδια του, διατηρώντας μέχρι τέλους την ανωνυμία της (ακριβώς όπως κάνει ο «Ξένος» γιος στην «Παρεξήγηση» τού Καμύ) και γίνεται συνώνυμη τής εξάρτησης από έναν ισχυρότερο (αρσενικό, κατά τεκμήριο) που θα τον χρησιμοποιούσε ως κοινωνικό δεκανίκι, εάν συναινούσε να την αποδεχτεί ως επίσημη ερωμένη (ή και σύζυγο), όπως ο πατέρας τού Αύγουστου Στρίντμπεργκ έπραξε, μετανιώνοντάς το πικρά και σε καθημερινή βάση, όπως φαίνεται καθαρά στα έργα τού γιου του (κυρίως στον «Χορό τού θανάτου», αλλά και αλλού).
Είναι ιδιαίτερα αξιολύπητη η ανάπηρη αυτή ταλαιπωρημένη ύπαρξη (που ορθώς η εκλεπτυσμένη ηθοποιός την υποστηρίζει εσωτερικά, αλλά η σκηνοθέτις Βαλεντίνη Λουρμπά φωτίζει το αποτρόπαιο μπαρόκ πρόσωπό της).
Αναγνώστης και θεατής, που θέλουν να δουν πέρα από τα πράγματα και να διαισθανθούν τις κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που υπέθαλψαν τέτοιες νοσηρές τάσεις και συμπεριφορές (όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ανέτρεψε όλες τις νόρμες στην Ευρώπη των αρχών τού εικοστού αιώνα), θα κρίνουν με άλλο μάτι ένα μεμονωμένο ξέσπασμα μιας παραγνωρισμένης, παραμελημένης ύπαρξης που οδηγείται στην αυτοκτονία, μόνον και μόνον γιατί ο άντρας των παιδικών ονείρων της δεν ενέδωσε στον έρωτά της και συναισθηματικώς (αφού τον χάρηκε σωματικώς).
Εδώ πρόκειται για κάτι άλλο: για κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνουν τα άτομα να υποδυθούν ενστικτωδώς, τους φέρουν επάνω τους σαν πανοπλία, κινούνται αυτόματα σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους κι όταν οδηγούνται σε αδιέξοδο δεν έχουν την επαρκή κριτική ικανότητα να τους απεκδυθούν, να διδαχθούν από τα παθήματά τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους ωριμότεροι.
Ο διαρκής θρήνος είναι ένα είδος αυτισμού, είναι μαζοχιστικός κι αυτοενοχοποιητικός. Βεβαίως, το άτομο έχει κάθε δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με τον εαυτό του, να διαχειριστεί τη ζωή του όπως θέλει (στο βαθμό που δεν βλάπτει και δεν ακυρώνει τους άλλους), όμως όταν με τη στάση, τη συμπεριφορά και τις επιλογές του αυτό-ηρωοποιείται, αυτό-θυματοποιείται, αυτό-εξαίρεται από τον κοινό, συνηθισμένο, καθημερινό άτομο και ζητάει να λατρέψει έναν άλλον άνθρωπο ως θεό, χωρίς να τον ρωτήσει εάν συμφωνεί και εάν θέλει να συμμετάσχει σε ετούτο το δράμα, τότε το πράγμα γίνεται οδυνηρό, επικίνδυνο και κακόγουστο εν τέλει. Είναι άλλος ο μελοδραματικός οδυρμός τής «Μαντάμα Μπάτερ-φλάϊ» κι άλλος ο καρυωτακικός-πολυδουρικός ανέφικτος και ανεπίδοτος έρωτας, σύμφωνα με τους όρους που απαιτεί ένας και μόνον πόλος αυτής τής σχέσης, που τρέφει τόσο υπερβολικές προσδοκίες από τον άλλον έτσι ώστε να τον τρέπει υποσυνείδητα σε άτακτη φυγή…
Προβληματίστηκα πολύ βλέποντας για πολλοστή φορά αυτό το ημί-αυτοβιογραφικό κείμενο ανεβασμένο (και σωστά υποστηριγμένο) στη σκηνή.
Του λείπει το χιούμορ. Είναι νοσηρό ψυχογράφημα αδιέξοδου τύπου. Ακόμα και οι παρίες, οι αποτυχημένοι, οι περιθωριακοί από τον «Βυθό» τού Γκόρκι, ή από τους «Αθλίους» του Ουγκώ, έχουν μίαν εξωτική γραφικότητα, φέρουν εξ αντιθέτου (κι απαιτούν) την χαρά τής ζωής.
Εδώ ακόμα και ο Ντοστογιέφσκι θα απορούσε τι της συνέβη αυτής της κοπέλας και δεν εξελίχθηκε. Η έλλειψη μητρικής στοργής (το λέει) δεν δικαιολογεί τα πάντα. Αυτή η παρωχημένη ψευτοφροϋδική τάση να τα φορτώνουμε όλα στους ανεπαρκείς γονείς μας πρέπει κάποτε να τελειώσει. Έκαναν ό,τι μπορούσαν οι άνθρωποι!!!
Βεβαίως, στις πατριαρχικές κυρίως κοινωνίες η έλλειψη τού πατρικού προτύπου στο πλαίσιο τής παραδοσιακής κυτταρικής οικογένειας είναι συνήθως μια δυσαναπλήρωτη έλλειψη που χρήζει υποκαταστάτων, όμως εδώ η υποτιθέμενη έλλειψη τού πατέρα δεν δικαιολογεί αυτή την ομολογουμένη ειδωλοποίηση ενός κοινού θνητού που τυχαίνει να είναι επιτυχημένος συγγραφέας, αλλά χωρίς ίχνος πνευματικότητας, ως λάτρης των πορνών και καλοπληρωτής τού αγοραίου έρωτα. Ο άνθρωπος αυτός αναζητά σεξουαλική εκτόνωση, όχι αιώνια συναισθήματα. Είναι ευγενής (ως αστός) και γαλαντόμος (ως καλός άνθρωπος), όμως δεν διεκδικεί φωτοστέφανο αγνότητος μήτε επιδιώκει να αποκτήσει εχέγγυα αγιότητος.
Είναι τόσο σαφής στις προθέσεις και στους στοχασμούς του που δεν επιτρέπει καμία παρεξήγηση.
Και καλά το κοριτσάκι στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, να παρασυρθεί. Η ώριμη κυρία όμως με τους πολλαπλούς θαυμαστές που την ζούν, πώς επιμένει σε ένα σαθρό τοτέμ; Πού είναι το ταμπού; Πού έγκειται το φετίχ; Ο μύθος τού συγγραφέα; Χλωμό το βρίσκω.
Κατά την ταπεινή άποψη, η επιτυχημένη στον τομέα της αυτή γυναίκα ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙ ΤΟΝ ΆΝΤΡΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΌΣΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ.
Η γυναίκα αυτή είναι μια περίπλοκη ύπαρξη που δεν ξέρει τι θέλει, δεν επιδιώκει την αυτογνωσία, λειτουργεί παρορμητικά, δεν διδάσκεται από τα παθήματά της, φέρει βαρέως τα χαστούκια τής ζωής (που όλοι τα υφιστάμεθα, δίκαιοι τε άδικοι), είναι εγωίστρια, ατομοκεντρική, ναρκισσιστική, εγωπαθής, εμμονική, κακομαθημένη, αλαζών…. Και τα λοιπά, και τα λοιπά…
Είναι από εκείνες τις παρασιτικές υπάρξεις που επιδεικνύουν αυξημένη ενσυναίσθηση μόνον και μόνον γιατί είναι παντελώς αδιάφορες για τους άλλους ανθρώπους. Η αναλγησία τους είναι τόση που να μην νοιάζονται, να μην λογαριάζουν το κακό που θα προκαλέσουν με τις τυχαίες ή σκόπιμες επιλογές τους.
Τα άτομα αυτά είναι ανάπηρα. Κι όταν δεν καταφέρουν να εμπλέξουν τους άλλους στον ιστό τους τότε αυτοκτονούν για να τους προκαλέσουν ισόβιες ενοχές, χωρίς περιθώρια αφέσεως αμαρτιών. Τόσο σκληρό. Συνάδει όμως με τα αριστοκρατικά (ρομαντικά) ιδεώδη περί έρωτος στην Αυστροουγγαρία των αρχών τού περασμένου εικοστού αιώνος.
Το θέατρο είναι ένας διαθλαστικός φακός, που μέσα από την χωροχρονική απόσταση μάς επιτρέπει να δούμε τον εαυτό μας απέξω και να κρίνουμε την ανθρώπινη κατάσταση ασφαλέστερα.
Από αυτή την άποψη, πρόκειται για μια άκρως αποτελεσματική, καλομελετημένη, λειτουργική, αποδοτική κι επιτυχημένη παράσταση που καλόν είναι να μην χάσετε. Ειδικά εάν περιτριγυρίζεστε από παρόμοια άτομα. Ακόμα όμως κι ένα δεν τους/τις έλκετε, ακόμα κι έτσι καλόν είναι να προσέχετε τις μελλοντικές συγκρούσεις με μαύρες τρύπες σκοτεινής Υλοενεργείας.
Δείτε το με κριτικόν νουν.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
https://konstantinosbouras.gr
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασιολόγος και κριτικός.
info:
Το “Γράμμα μιας άγνωστης ” είναι η ιστορία ενός τεράστιου έρωτα και ατελεύτητου πάθους. Ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρόνων ερωτεύεται έναν γοητευτικό και διαπρεπή συγγραφέα, και επάνω του κατασκευάζει και οικοδομεί όλη της τη ζωή και γίνεται το πεπρωμένο της. Τρεις φορές έχει την εύνοια της μοίρας και την δέχεται στην ζωή του . Το βλέμμα του σε κάθε συνάντησή τους πάντα οικείο , και γεμάτο ερωτική επιθυμία την αγκαλιάζει, και την φιλάει με πάθος. Ζει μαζί της ερωτικά χωρίς να την θυμάται την επόμενη φορά. Ο συγγραφέας όταν λάβει το γράμμα της θα είναι πολύ αργά.
ΣΤΟ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΕΚΑΤΗ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
https://www.viva.gr/tickets/theater/to-gramma-mias-agnostis/
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ
Συγγραφέας: Στέφαν Τσβάιχ
διασκευή – θεατρική προσαρμογή: Βαλεντίνη Λουρμπά
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά
Φωτισμοί: Γιάννης Ζέρβας
Μουσική επιμέλεια: Λία Τσεκούρα
Ενδυματολόγος- σκηνογράφος: Σωτηρία Λάμδα
Φωτογραφία: Ζώης Τριανταφύλλου Σφακιανάκης.
Τρέιλερ -βίντεο: Ο Γιάννος Καλτσονούδης
εικαστική παρέμβαση: Endy Sakil
Στο ρόλο της Άγνωστης η Χάρις Συμεωνίδου
Αφηγητής Ο Γιώργος Χρονάς