Η παγκόσμια βιομηχανία της διασκέδασης, η λεγόμενη ποπ-κουλτούρα, λειτουργεί ως ένα εμπορικό προϊόν που απευθύνεται στον κατώτερο μέσο όρο, προσπαθεί δηλαδή να δελεάσει όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές. Ως εκ τούτου καταφέρνει να σκιαγραφήσει με μεγάλη επιτυχία το συλλογικό πνεύμα της εποχής της, το λεγόμενο zeitgeist που αποτελεί το άθροισμα των φαντασιώσεων, των επιθυμιών και των φοβιών που διαμορφώνουν το ψυχικό τοπίο των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Οποιοσδήποτε λοιπόν μπει στον κόπο να μελετήσει την εξέλιξη της ποπ-κουλτούρας των τελευταίων δεκαετιών, από τα μέσα του περασμένου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, θα εντοπίσει ένα πολύ εντυπωσιακό φαινόμενο:
Από το τέλος της δεκαετίας του ‘90 και μετά, παρουσιάζεται μια ριζική μεταβολή ως προς τα χαρακτηριστικά των ειδώλων του λεγόμενου σταρ-σύστεμ, δηλαδή της Πλειάδας των προσωπικοτήτων-ινδαλμάτων που διεκδικούν την προσοχή της κοινής γνώμης στο χώρο της μουσικής, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης:
Ενώ κατά τα χρόνια της εκρηκτικής ανόδου του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων του δυτικού κόσμου που ξεκίνησε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τα παραπάνω είδωλα ήταν άτομα με εξαιρετικά ελκυστική εμφάνιση, εντυπωσιακά ερμηνευτικά ταλέντα και χαρισματικές προσωπικότητες, διέθεταν δηλαδή αυτό που αποκαλείται «star-quality», ξαφνικά, η όλη κατάσταση άλλαξε αιφνίδια:
Τα καινούργια «αστέρια» της παγκόσμιας βιομηχανίας της διασκέδασης μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους «καθημερινούς,» σε άτομα της «διπλανής πόρτας» συχνά με αδιάφορη έως μέτρια εμφάνιση, οι οποίοι δεν διστάζουν να παρουσιάζονται δημοσίως απεριποίητοι, πολλές φορές μάλιστα επιεικώς ατημέλητοι.
Οι γυναίκες έπαψαν να είναι «μοιραίες» και οι άντρες αποτινάξανε εκείνες τις ιδιότητες που τους μετατρέπανε σε ημίθεους στα μάτια των γοητευμένων θαυμαστριών τους.
Παράλληλα με την εμφάνιση αυτού του απομυθοποιητικού φαινόμενου, και σε απόλυτη αναλογία με αυτό, γεννήθηκε και εξαπλώθηκε η κουλτούρα της «πολιτικής ορθότητας» η οποία απορρίπτει κάθε είδους κοινωνικού στερεότυπου που θεωρεί ότι έχει ρατσιστικές ή σοβινιστικές ρίζες ενώ εστιάζει τις προσπάθειές της στη γέννηση μιας νέας ανθρωπότητας οι εκπρόσωποι της οποίας δεν θα δεσμεύονται ως προς την αυτό-έκφρασή τους από τα φυλετικά, σεξουαλικά, ηλικιακά ή σωματικά τους χαρακτηριστικά. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, αυτό το συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα επιδιώκει την αντικατάσταση λέξεων που θεωρεί περιοριστικές, ρατσιστικές ή σοβινιστικές με άλλες που εκφράζουν καλύτερα τις απόψεις του. Για παράδειγμα οι ανάπηροι συνάνθρωποι μας ονομάζονται πλέον «άτομα με ειδικές ανάγκες», ενώ σήμερα επικρατεί ο ακόμα πιο ενδιαφέρων όρος «άτομα με ειδικές ικανότητες.» Στα σχολεία προοδευτικών κοινωνιών όπως είναι οι Σκανδιναβικές, έχει προταθεί να καταργηθούν από τα γλωσσικά μαθήματα τα γένη και τα φύλα και να αντικατασταθούν με ουδέτερα άρθρα και ονομασίες που δεν θα φανερώνουν την ανατομική-φυλετική φύση ενός γονιού ή ενός παιδιού.
Η δράση του παραπάνω κινήματος είχε μια πολύ θετική έκβαση. Κατάφερε να προσφέρει επιτέλους τη δυνατότητα σε ανθρώπους με σοβαρά κινητικά ή άλλα προβλήματα υγείας να διεκδικήσουν δικαιώματα και ευκαιρίες που απολαμβάνουν οι λεγόμενοι «φυσιολογικοί» και «υγιείς» συνάνθρωποί τους και που θεωρούνται από εκείνους αυτονόητα. Επίσης, αναγνώρισε το δικαίωμα των ανθρώπων που πάσχουν από οποιασδήποτε μορφής αναπηρία να αντιμετωπίζονται σαν ισότιμα ανθρώπινα όντα και να απολαμβάνουν ένα τρόπο ζωής που τους επιτρέπει να πραγματώσουν το δυναμικό τους.
Επιπρόσθετα, η νοοτροπία της «πολιτικής ορθότητας» καθώς συνέχισε να αναπτύσσεται, να εξερευνά καινούργιες πιθανότητες και να αγκαλιάζει όλο και περισσότερες εκφάνσεις της σύγχρονης κοινωνίας, πέτυχε και κάτι ακόμα, περισσότερο αμφιλεγόμενο αυτή τη φορά:
Ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων που αποφάσισαν να χτίσουν μια εικόνα του εαυτού τους η οποία δεν θα βασίζεται στα ανατομικά ή βιολογικά χαρακτηριστικά με τα οποία γεννήθηκαν αλλά στο τι επιθυμούν οι ίδιοι να είναι. Στις μέρες μας, η γνωστή νεοελληνική ρήση «Ότι δηλώσεις είσαι» μετατρέπεται σ’ ένα αξίωμα που μετατρέπει χαρακτηριστικά και τρόπους κοινωνικής αλληλεπίδρασης που παλαιότερα θεωρούνταν απορριπτέοι, σε επικοινωνιακά προτερήματα.
Η παραπάνω δυναμική είχε ωστόσο μια απροσδόκητη παρενέργεια.
Ξαφνικά οι λεγόμενοι χαρισματικοί άνθρωποι, αυτοί που ξεχωρίζουν από το μέσο όρο και τον υπερβαίνουν χάρη στην ελκυστική εμφάνιση τις ικανότητες και τα ταλέντα τους, άρχισαν να αντιμετωπίζουν ένα καινούργιο είδος κοινωνικής περιθωριοποίησης που μέχρι πρόσφατα τους ήταν εντελώς άγνωστο:
Χλευάζονται. Γίνονται απορριπτέοι.
Η φαινομενική τελειότητά τους φαίνεται να ενοχλεί.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Έγινε ξαφνικά η ανθρωπότητα τόσο φθονερή και μικρόψυχη ώστε να κατατρέχει και να αποδιώχνει τα καλύτερα παιδιά της;
Ίσως όχι. Γνωρίζουμε πλέον ότι τα εξέχοντα μέλη οποιασδήποτε κοινότητας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπου πάντα αντιμετώπιζαν την εχθρότητα, τη δυσπιστία και τον φθόνο των λιγότερο προικισμένων συνανθρώπων τους. Για παράδειγμα οι ήρωες των αρχαίων μύθων και παραδόσεων κάθε καταγεγραμμένης κουλτούρας, σε κάθε γωνιά της γης, υποχρεώνονται κατά κανόνα να υπερβούν τρομακτικά εμπόδια και να υποστούν απίστευτες δοκιμασίες προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους ενώ πολλοί από αυτούς δεν έχουν καλό τέλος, ακόμα και όταν έχουν εκτελέσει τους άθλους τους με απόλυτη επιτυχία.
Αυτοί οι μύθοι μας αποκαλύπτουν μια πολύ βαθιά και ουσιαστική αλήθεια:
Για να επιβιώσει το καινούργιο και το διαφορετικό, θα πρέπει πρώτα να αναμετρηθεί με το παλιό προκειμένου ν’ αποδείξει την επιβιωτική αξία του. Μόνο αν βγει ζωντανό απ’ αυτή τη σύγκρουση, αποκτά το δικαίωμα να παραλάβει τη σκυτάλη της εξέλιξης του είδους. Αυτή η σκληρή νομοτέλεια γίνεται απόλυτα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι από τη φύση της η ζωή είναι σκληρή και αμείλικτη και δεν συγχωράει τα λάθη και τις αδυναμίες, γι’ αυτό το λόγο εξάλλου έχει καταφέρει να επιβιώσει ανάμεσα στις ολέθριες και μεταβαλλόμενες συμπληγάδες πέτρες ενός εχθρικού και αδιάφορου κοσμικού περιβάλλοντος.
Η ανθρωπότητα λοιπόν πάντα χρειαζόταν ήρωες, ξεχωριστούς ανθρώπους που κατάφερναν να αποδείξουν την αξία τους κατατροπώνοντας τους εχθρούς της και οδηγώντας την σ’ ένα λαμπρότερο μέλλον.
Στις μέρες μας ωστόσο φαίνεται ότι κάτι έχει αλλάξει. Σήμερα οι απειλές μοιάζουν να έχουν εκλείψει. Δεν υπάρχουν πλέον άγρια θηρία στις παρυφές των δασών που πολιορκούν τα χωριά μας και οι σκοτεινές σπηλιές των απόκρημνων βουνών, από λημέρια δράκων και γιγάντων έχουν μετατραπεί σε τουριστικά αξιοθέατα. Στη θάλασσα δεν κολυμπάνε πια πελώρια τέρατα και τα περισσότερα παιδιά της είναι είδη υπό εξαφάνιση. Η ανθρωπότητα, αντί να παλεύει να προσαρμοστεί και να επιβιώσει σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, τώρα το ελέγχει απόλυτα ή τουλάχιστον έτσι νομίζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρειάζεται να αγωνίζονται με νύχια και με δόντια προκειμένου να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους επιβίωση ενώ οι κοινωνίες μας ευημερούν τυλιγμένες σ’ ένα περίπλοκο τεχνολογικό κουκούλι που καλύπτει την κάθε τους ανάγκη. Το επικίνδυνο κυνήγι της τροφής έχει δώσει τη θέση του σε μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ και η επίπονη και με αβέβαια αποτελέσματα καλλιέργεια ενός χωραφιού έχει αντικατασταθεί από την οκτάωρη εργασία στον άνετο και αποστειρωμένο χώρο κάποιου εταιρικού γραφείου. Έτσι λοιπόν στις μέρες μας οι σκληροτράχηλοι ήρωες έχουν εκλείψει γιατί το είδος μας νιώθει ότι δεν τους χρειάζεται πια. Σε καιρούς φαινομενικής ασφάλειας και ευμάρειας κανείς δεν αποζητά κάποιον υπεράνθρωπο για να τον σώσει και κανείς δεν χρειάζεται να υπερβεί τον εαυτό του. Τώρα, οι περισσότεροι έχουμε την πολυτέλεια να νιώθουμε χορτάτοι και να γινόμαστε κυνικοί, επιρρεπείς στους πειρασμούς του εξεζητημένου σαρκασμού και της διαβρωτικής ειρωνείας.
Επιπρόσθετα, στην εποχή του διαδικτύου όπου ο καθένας μπορεί να εκφράσει την άποψη του, όσο ανόητη και αν είναι αυτή, μπροστά σ’ ένα δυνητικά απεριόριστο κοινό, οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται πιο πολύχρωμες αλλά και περισσότερο διασπασμένες γιατί δεν έχουν κανέναν πλέον λόγο να είναι συνεκτικές και ενωμένες ενάντια σε κάποια εξωτερική κοινή απειλή. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να χτίσει το δικό του μικρόκοσμο που αποτελείται από εκείνους που έχουν την ίδια άποψη με αυτόν και να μετατραπεί σε μια μικρή διασημότητα, σ’ ένα «αστέρι» με φανατικούς ακόλουθους που τον κολακεύουν ασταμάτητα.
Δυστυχώς όμως, χάνεται έτσι η δυνατότητα της προσωπικής εξέλιξης μέσω της πραγματικής και συχνά επώδυνης ψυχικά αλληλεπίδρασης με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές ιδέες και προτιμήσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια διαρκώς επεκτεινόμενη επιδημία κοινωνικής ανωριμότητας:
Οι σύγχρονοι Millennials προσβάλλονται και θίγονται με το παραμικρό, είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν-σε επικοινωνιακό επίπεδο πάντα-νεφελώδη ιδανικά και ιδέες και να επιδοκιμάσουν συμπεριφορές που στην πραγματικότητα ενδυναμώνουν αντί να ακυρώνουν κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις κάθε είδους:
Για παράδειγμα, στην εποχή μας θεωρείται απαράδεκτο το να σχολιάζεται αρνητικά ένας άνδρας ο οποίος φοράει παρδαλά ρούχα και εκδηλώνει μια κραυγαλέα συμπεριφορά-κακέκτυπο υστερική γυναίκας γιατί αυτή η συμπεριφορά θεωρείται «gay» και επομένως είναι a priori σεβαστή. Καμία αντίρρηση αλλά αυτή η αυθαίρετη λογική παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι gay άνδρες και γυναίκες αδιαφορούν εντελώς για τις ακραίες εκφάνσεις της υποτιθέμενης gay κουλτούρας και δεν διαφέρουν σε τίποτα ως προς την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά από τους straight συνανθρώπους τους. Καλλιεργεί επομένως την ταύτιση των gay ανδρών και γυναικών με μια εικόνα που ακροβατεί επικίνδυνα στα όρια του γελοίου. Κάτι παρόμοιο και ίσως πολύ πιο επικίνδυνο συμβαίνει και με το ζήτημα της παχυσαρκίας η οποία τείνει ν’ αποκτήσει τις διαστάσεις μιας επικίνδυνης επιδημίας στις εύπορες κοινωνίες μας που απειλεί τη δημόσια υγεία. Σήμερα βλέπει κανείς νέους άνδρες και γυναίκες που είναι σαφέστατα υπέρβαροι να φοράνε κολλητά και στενά ρούχα τα οποία τονίζουν τις ατέλειές τους ακολουθώντας μια νοοτροπία η οποία συνοψίζεται στη φράση «έτσι είμαι και σε όποιον αρέσει.» Τώρα πλέον μια αδύνατη και γυμνασμένη γυναίκα θεωρείται «σεξιστική» «κομπλεξική» «ότι «ακολουθεί πατριαρχικά στερεότυπα» ενώ ένας αντίστοιχος άνδρας είναι «νάρκισσος» «ωραιοπαθής» και «εγωκεντρικός.»
Έτσι λοιπόν η ατέλεια εξιδανικεύεται. Η έλλειψη της αυτοκριτικής μεταμορφώνεται σε αυτό-αποδοχή. Η επώδυνη διαδικασία της αυτογνωσίας υποχωρεί μπροστά σ’ έναν προελαύνοντα ναρκισσισμό. Ο ανθυγιεινός ή αυτοκαταστροφικός τρόπος ζωής μετατρέπεται σε εκδήλωση ευαισθησίας. Η κοινωνική επιθετικότητα, όταν προέρχεται από ομάδες και ανθρώπους που διεκδικούν την αποδοχή τους από την ευρύτερη κοινωνία με τη βία, ερμηνεύεται ως πράξη χειραφέτησης. Και φυσικά, πίσω από όλα αυτά, προωθούνται κοινωνικά στερεότυπα και εικόνες που είναι πολύ πιο ρατσιστικές και απαξιωτικές απ’ όσο θα τολμούσε να φανταστεί κανείς.
Το τελευταίο κρούσμα αυτού του νοσηρότατου φαινόμενου σίγουρα είναι γνωστό σε όλους μας:
Στον φετινό διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, ένα τηλεοπτικό γεγονός που το παρακολούθησαν 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ζωντανή μετάδοση, την πολυπόθητη πρωτιά κατέκτησε μια νεαρή γυναίκα η οποία ήταν επιδεικτικά υπέρβαρη και έβγαζε άναρθρες κραυγές με στόχο να σατιρίσει και να καταγγείλει την απαξιωτική συμπεριφορά που είχε υποστεί από το σεξιστικό και στενόμυαλο περιβάλλον της. Κέρδισε διαγωνιζόμενες που βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση από εκείνη, που ήταν πολύ πιο όμορφες, που εκτέλεσαν πολύ εντυπωσιακές χορογραφίες και είχαν κατά κανόνα ανώτερες φωνητικές δυνατότητες. Το λάθος τους ήταν ότι αντί να επενδύσουν σε μια επιδεικτική παρουσίαση των τραυματικών εμπειριών της ζωής τους, προσπάθησαν να βελτιώσουν την εικόνα τους για να κερδίσουν την εύνοια του παγκόσμιου τηλεοπτικού κοινού.
Έτσι λοιπόν μια αυτοπροσδιοριστική δήλωση-διαμαρτυρία κατάφερε να θριαμβεύσει και να θεωρηθεί επιθυμητή και άξια επιβράβευσης από το κοινό και τις κριτικές επιτροπές που διαμόρφωσαν τα αποτελέσματα του εν λόγω διαγωνισμού.
Σίγουρα αυτή η έκβαση ακούγεται εξαιρετικά αισιόδοξη καθώς προοιωνίζει μια νέα εποχή όπου όλοι θα έχουμε δικαίωμα στην επιτυχία, χωρίς να χρειάζεται να προσπαθήσουμε ιδιαίτερα. Αρκεί να δηλώνουμε με κάθε δυνατό τρόπο ότι αποδεχόμαστε και αγαπάμε τους εαυτούς μας όπως ακριβώς είναι.
Ακούγεται ειδυλλιακό;
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Βλέπετε, η επανάληψη και η ομοιομορφία διαμορφώνουν πρότυπα. Που ίσως είναι επικίνδυνα.
Σε κάθε περίπτωση, μην εκπλαγείτε καθόλου αν ανακαλύψετε ότι του χρόνου, οι συμμετέχοντας στον παραπάνω διαγωνισμό τραγουδιού, θα είναι αποκλειστικά και μόνο οργισμένα ή βασανισμένα ανθρώπινα πλάσματα που θα διεκδικούν την προσοχή και την υποστήριξή σας καταγγέλλοντας με μπρίο την αρνητική συμπεριφορά του κοινωνικού τους περίγυρου και αποκαλύπτοντας στην κάμερα τα επώδυνα ψυχικά τραύματα που έχουν υποστεί.
Σίγουρα θα είναι μια πολύ συγκινητική βραδιά για όλους μας καθώς ποιος είναι αυτός που δεν θα ταυτιστεί με τον ταλαίπωρο αλλά θαρραλέο καλλιτέχνη και δεν θα φθονήσει ενδόμυχα τον υπερτέλειο ανταγωνιστή του;
Βέβαια, αυτή η ομοιομορφία ίσως προκαλέσει μια αναπόφευκτη πλήξη και έναν κορεσμό στα μυαλά του αδηφάγου τηλεοπτικού κοινού. Και τότε; Τι πιο σπαρακτικό και συγκινητικό θα επιστρατευτεί για να μας φέρει αντιμέτωπους με μια ακόμα σκοτεινή πτυχή του νευρωτικού πολιτισμού μας;
Εξαιρετικό!!!!