ΕΛΥΤΗΣ (2/11/1911-18/3/1996)
«Καλησπέρα» τραύλισα με φωνή εντόμου.
«Μοιάζεις με τον Ρεμπώ» μου είπε με ολύμπιο χαμόγελο και μου έδωσε το χέρι. Ένιωσα να κοκκινίζω κολακευμένη, το ανόητο ον. Ώστε συνέκρινε τα ποιήματά μου με του Ρεμπώ;
«Στο παρουσιαστικό, εννοώ», διευκρίνισε αμέσως και μου έπεσαν τα φτερά. «Πέρασε μέσα. Αριστερά.»
Μου είχε στείλει μια κάρτα λέγοντας πως θα ήθελε να με γνωρίσει. Δεν το πίστευα. Εκείνος ήθελε να γνωρίσει εμένα;
Ήταν το είδωλό μου, το απρόσιτο πρότυπο, η Ποίηση η ίδια, ο ροκ σταρ που λάτρευα σ’ όλη την παρατεταμένη μου εφηβεία.
Πριν καν τηλεφωνήσω στον αριθμό που μου έδινε, πήγα στο μπάνιο κι έκοψα με το ψαλιδάκι των νυχιών τις πλεξούδες μου. Δεν ήξερα τι ακριβώς συμβόλιζε η πράξη, ήξερα όμως πως έπρεπε να κάνω κάτι ανταποδοτικό γι’ αυτή την εύνοια της Μοίρας. Μετά, έκλαψα.
Όταν λοιπόν Εκείνος μού όρισε συνάντηση για κείνη τη συγκεκριμένη Τετάρτη, στις επτά η ώρα, πήγα κουρεμένη, με τα μαλλιά όρθια και σε μεγάλη αμηχανία: ήμουν μια άλλη, τέλος πάντων, δεν έμοιαζα πια με πιονιέρισσα αλλά, όπως μου έλεγε Εκείνος, έμοιαζα με ποιητή – και μάλιστα με τον Ρεμπώ. (Σ’ αυτό, υποθέτω, βοηθούσε και το λευκό πουκάμισο με το δαντελένιο ζαμπώ που μου είχε ράψει η θεία μου.)
Η θυσία των μαλλιών μου, φαίνεται πως ήταν σωστή κίνηση, δημιουργούσε ευνοϊκές, έστω και μόνο οπτικά, εντυπώσεις. (Ήθελα να μοιάζω με ποιητή – με ποιητή, όχι με ποιήτρια.)
Διάβολε, Εκείνος, Εκείνος όμως δεν έμοιαζε καθόλου με ποιητή! Έβλεπα μπροστά μου έναν απλό, πολύ απλό κύριο.
Δεν ξέρω τι περίμενα να δω. Πίστευα πως κάποιος που έχει γράψει «Αγγίζεις το νου μου και πονεί το Βρέφος της Άνοιξης / Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται» θα όφειλε να είναι αλλιώτικος. Καλά, όχι να έχει ορατή άλω, ή να βλέπεις πάνω του δαχτυλιές από Θεό, ή να ’ναι σημαδεμένος με ψήγματα φωτός ή τέτοια πράγματα.
Πάντως, θα ’πρεπε να είναι κάπως αλλιώτικος.
Γιατί δηλαδή ένας λογιστής φαίνεται πως είναι λογιστής, ένας εκδοροσφαγέας φαίνεται πως είναι εκδοροσφαγέας και πως δε θα μπορούσε να είναι ποτέ λογιστής; Δεν ήταν και τόσο αφελής ο τρόπος που σκεφτόμουν.
Ο χωρίς διακριτικά του αξιώματός του Ποιητής παραμέρισε για να μ’ αφήσει να προχωρήσω, αλλά πριν κλείσει την πόρτα εξέτασε προσεχτικά το κατώφλι του. Μετά με ακολούθησε λέγοντας: «Μου αφήνουν διάφορα πράγματα, τελευταία. Να, πριν έρθεις, μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο απ’ έξω, άνοιξα και βρήκα αυτό το ταψί». Έδειξε αόριστα προς το μέρος που ήταν η κουζίνα. «Παστίτσιο. Μυρίζει ωραία, φοβάμαι όμως να το φάω, τι λες εσύ;»
Εγώ, που τουλάχιστον περίμενα ν’ ακούσω θέσφατα απ’ το στόμα του, ήμουν πια σε κατάσταση σοκ. «Υποψιάζομαι ποιος τα κάνει αυτά, είναι μια νοσοκόμα, ξέρεις…» συνέχισε. Ήθελα να φύγω.
Χαμογέλασε βλέποντας το ύφος μου. «Κάθισε».
Κάθισα βαριά σε μια καρέκλα με άσπρο καραβόπανο, σαν να βυθιζόμουν στην απογοήτευσή μου.
Το δωμάτιο ήταν λιτό, ασκητικό, απρόσωπο. Έδινε εντύπωση ουδέτερη, σε τόνους του λευκού, το μάτι δεν σκόνταφτε σε κανένα περισπασμό. Σαν να ’ταν όλα τυφλά, στραμμένα προς τα μέσα. Στο πάτωμα μόνο υπήρχαν στοίβες βιβλίων, που δεν είχαν θέση στη λευκή βιβλιοθήκη του τοίχου. «Μου τα στέλνουν» είπε απολογητικά παρακολουθώντας το βλέμμα μου, «και δεν έχω τι να τα κάνω».
Ήμουν πολύ συγχυσμένη. Σκεφτόμουν τους Ιάπωνες – όταν άκουσαν για πρώτη φορά τη φωνή του Χιροχίτο (από το ραδιόφωνο ή απ’ τα μεγάφωνα ήταν;) που τους ανήγγελλε τη συνθηκολόγηση.
Παραδόθηκαν, γιατί αποκαλύφθηκε πως όλα ήταν ψέμα: ο αυτοκράτοράς τους δεν κατοικούσε στον αληθινό κόσμο, των θεών και των προγόνων, όπως πίστευαν. Βρισκόταν κι αυτός στον κόσμο των σκιών και τους απηύθυνε το λόγο σαν όμοιός τους.
Κοίταξα πάλι τον Ποιητή. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Χαμογέλασε, παιχνιδιάρικα αυτή τη φορά.
Και ξαφνικά, ηρέμησα.
Όχι, ο συνειρμός ήταν ατυχής.
Πρώτον, ο Ποιητής είναι πάνω απ’ τον αυτοκράτορα. Όντας ο αγγελιαφόρος που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους κόσμους, περνά συχνά απαρατήρητος σαν σωματική παρουσία – για να μην ταράζει την ισορροπία.
Του δικαιολόγησα την εμφάνιση.
Δεύτερον, επειδή ήμασταν κι οι δυο κοινωνοί κάποιου μυστικού, μπορούσαμε, σχεδόν επιβαλλόταν, να επικοινωνήσουμε σε κώδικα.
Του δικαιολόγησα και τις καταπληκτικά άσχετες κουβέντες.
Δε θυμάμαι τι είπαμε σ’ αυτή την επίσκεψη. Πιθανόν του είπα πως θέλω να σπουδάσω μαθηματικά, πιθανόν μου είπε για τ’ αδέλφια του και τη νοσοκόμα.
Όμως επικοινωνήσαμε απταίστως.
Έγινε όπως τότε που είχα συναντήσει ένα αγόρι, κι αντί να μιλήσουμε για να γνωριστούμε, κοιταζόμασταν και γελούσαμε συνέχεια. Γιατί πάλι ξέραμε κάτι μυστικό κι οι δυο – εκείνη τη φορά ήταν έρωτας.
Πολλά χρόνια αργότερα, διάβαζα, και πάνω στο τραπέζι καθόταν γουργουρίζοντας το Τζίνι.
Ξαφνικά, τα μάτια μας συναντήθηκαν.
Και σ’ αυτό το ακαριαία διαπερατό της επικοινωνίας, είχα, για τρίτη φορά, ακριβώς την ίδια αίσθηση: Ήξερα πως ήξερε!
«Είμαστε δυο αντωπές, προσωρινές μορφές, η κάθε μια στη θητεία της», σκέφτηκα σε μια έκλαμψη. «Εσύ φοράς προς στιγμήν τη γάτα σου κι εγώ προς στιγμήν τον άνθρωπό μου. Και, προς στιγμήν εννοούμε πως μας συνέχει το έργο που μέρος του αποτελούμε – που τον υπόλοιπο καιρό γίνεται μόνο στα ερωτηματικά, στα θαυμαστικά και στα αποσιωπητικά αντιληπτό».
Την πρώτη φορά ήταν ο έρωτας, τη δεύτερη η Ποίηση, την τρίτη η ζωή.
Ό, τι σώσεις μες στην αστραπή / καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει.
Το έργο του Ποιητή είναι, πάντως, για πολλούς ακόμα, μονάχα στα σημεία στίξης ορατό.
♡♡♡