Η μητέρα είχε τη σπανιότατη ικανότητα να αναβαθμίζει την απλούστερη δουλειά σε μέσο σωφρονισμού. Κόρη φαρμακοποιού, απεχθανόταν παθολογικά τα μικρόβια κι έβαζε τη δική της μικρή κόρη να σκουπίζει σχολαστικά τα μαχαιροπίρουνα, γιατί φοβόταν πως η υγρασία ευνοούσε τη δημιουργία τους.
Εξοργιζόταν, όταν διαπίστωνε πως η μικρή έκανε τη δουλειά αυτή, μηχανικά και με το μυαλό αλλού, χαμογελώντας αφηρημένα, ή, ακόμα χειρότερα, σιγοτραγουδώντας. Τότε χτύπαγε με δύναμη παλαμάκια μπροστά στο πρόσωπό της. –«Κασσάνδρα, εδώ!» κραύγαζε δυνατά . –«Εδώ! Κασσάνδρα, μάζεψε το μυαλό σου στη δουλειά σου! Σοβαρέψου! Δεν ντρέπεσαι»;
Η μικρή δεν έλεγε τίποτα. Συμμορφωνόταν αμέσως, φρόντιζε να ελέγχει σαν ηθοποιός τους μιμικούς της μυς και καμωνόταν τη σκυθρωπή. Μισόκλεινε μόνο τα μάτια κι ονειρευόταν, όλο αδημονία, τη μαγική στιγμή που η μητέρα θα έβγαινε επί τέλους από την κουζίνα και θα την άφηνε στην όμορφη ησυχία της. Τότε, θα μπορούσε και πάλι να φανταστεί ό,τι ήθελε.
Συνήθως, σκαρφιζόταν μια περίπλοκη οικογενειακή ιστορία και μεταχειριζόταν τα μαχαιροπίρουνα σαν κουκλάκια. Στο αυτοσχέδιο κουκλοθέατρό της, ο πατέρας και η μητέρα ήταν ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι από ατσάλι και οι μεγάλες κόρες κάτι σκαλιστά ασημένια κουταλάκια του γλυκού. Όμως, η μικρότερη κόρη ήταν ένα στρουμπουλό χρωματιστό κουτάλι από πλαστικό, γι’ αυτό δεν ταίριαζε μαζί τους, ούτε τους άρεσε καθόλου.
Στο τέλος, σύμφωνα με την ιστορία, το πλαστικό κουτάλι έφευγε μακριά, χαρούμενο, πετούσε κάπου ψηλά, για την ακρίβεια το πέταγε η Κασσάνδρα πάνω στα ψηλότερα ντουλάπια, όπως ήταν ελαφρύ κι ακίνδυνο και δεν προκαλούσε ζημιά. Συνήθως δεν το έβρισκε κανείς, ούτε και το αναζητούσε. Άλλωστε, δεν είχε αξία, δεν είχε καν αγοραστεί. Σου το έδιναν δωρεάν, ως διαφημιστικό, μαζί με κάτι βανίλιες (τις θυμόσαστε;) που τις πουλούσαν σε πλαστικά βαζάκια τη δεκαετία του ’60 κι έγραφαν «Εκλεκτή μαστίχα Χίου». Σέρβιρες μια μεγάλη κουταλιά από το περιεχόμενό τους, μέσα σε ένα ποτήρι κρύο νερό, μαζί με τον καφέ, όταν ερχόταν μια ξαφνική επίσκεψη και είχε τελειώσει το γλυκό του κουταλιού.
Στην ιστορία της Κασσάνδρας, έπαιρναν μέρος και τα άλλα μαχαιροπίρουνα, γινόντουσαν δάσκαλοι, συγγενείς και γνωστοί, άλλα παιδιά. Καμιά φορά υπήρχε δράση, κίνδυνος και περιπέτεια, έπρεπε να τρέξουν όλα μαζί για να σωθούν, ή να γκρεμιστούν κάτω από το τραπέζι, βροντώντας στα πλακάκια της κουζίνας. Η Κασσάνδρα είχε προνοήσει όλα να γίνονται χωρίς μεγάλη φασαρία. Έστρωνε ένα τρίδιπλο χοντρό ποτηρόπανο να καταπιεί το θόρυβο. Αυτό, βέβαια, μόνο όταν ήταν στο σπίτι η μητέρα, απασχολημένη στο παραδιπλανό δωμάτιο, γιατί όταν έλειπε, η Κασσάνδρα χαιρότανε να ακούει τις κλαγγές που έδιναν δραματικότητα κι αληθοφάνεια .
Στο τέλος, μάζευε, όλο ηδονή, τα πεσμένα μαχαιροπήρουνα από το πάτωμα κι έτσι, ασκούπιστα και λερωμένα, μολυσμένα και ελεεινά, τα ταχτοποιούσε με μεγάλη τάξη και προσοχή στα συρτάρια.
Και να δείτε που, εκείνο τον καιρό, κανένα μέλος από την οικογένεια δεν αρρώστησε από τα μικρόβια. Στη γενική καθαριότητα του σπιτιού, η κυρα-Παναγιώτα έβρισκε, σφηνωμένα στην κορυφή των ντουλαπιών, κάτι φτηνά χρωματιστά κουταλάκια.