Και άδοξος ο ποιητής αναγνώριση μη γνωρίσει
βιτρίνες δίχως το όνομά του, ράφι δίχως μια ράχη
έστω λεπτή που τίτλο φέρει έργου δικού του
άγνωστος ο γνωστικός που δοκίμασε τα βάθη
να φωτίσει της ψυχής του κόσμου τα σκοτεινά
να δαμάσει τα άγρια άτια που σέρνουν τον στίχο
μα η φύση της γλώσσας δεν είναι δική του, λέξεις
με άλλο ρυθμό η καθεμιά, φέρνουν άλλα νοήματα
και ανώνυμη η γραφή να ’ναι σε ανώνυμη σελίδα –
τρισένδοξος στέκεται στην έρημο της αφασίας
λογοπλάστης λεξεφευρέτης του ανείπωτου ο ρήτωρ
που δίνει φωνή στη σιωπή και μορφή στο χάος
μαγεύει τα κτήνη δοξολογεί τον ουρανό
κατεβαίνει στις κρύπτες του νου, της ψυχής τα άδυτα
στις κατακόμβες όπου τελούνται τα άχραντα μυστήρια
κι ας γράψει σε παλιόχαρτα που μέλλον δεν έχουν
και ας είναι τρελός από πόθο, από θλίψη μεθυσμένος
ένα φάντασμα ονείρου σε κλάσμα της στιγμής
είναι ο ήρωας της ημέρας, υπέρλαμπρος ευαγγελιστής
ο μύστης απ’ τα ενδότερα, η φωνή του βυθού
ο άγγελος που αρθρώνει τον ιερό το λόγο
ο δημιουργός ενός μικρού πλανήτη, δικού του
και δικού μας, ένα κομμάτι του όλου σε στίχο
ο στίχος είναι η αμοιβή, η αρμονία η αξία.