ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
Ο θάνατος σου περιβάλλει τα άκρα μου
στέκομαι ξένος στο χορτάρι του χρόνου.
Τα σπλάχνα μου σκάβει βροχή
κάθομαι στο παγκάκι
σκύβω το πρόσωπο
γίνομαι άγαλμα που πεθαίνει,
νυχτώνει
πέφτει πάνω μου το φως της δημόσιας λάμπας.
ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ
Απανθρακωμένη σελήνη
κεφάλια αυγά
το τσόφλι στο πρόσωπο μου ραγίζει,
μάτια κρύβονται στα μαλλιά
η κοιλιά μου μια τρύπα
ολόγυρα τέφρα,
θα γεννήσω ένα τέρας
που θα το λένε Αγάπη,
η νύχτα θα γίνει καθρέφτης,
κι έπειτα θα το πάρω αγκαλιά
θα τσουλήσει μαζί με τα υπόλοιπα όνειρα
και θα παίξει.
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Κάθομαι στο μπαλκόνι
στραμμένη προς τα μέσα
συμβαίνω λίγο και αργά
σε περιμένω,
αργείς και μοιάζει το κορμί τσαλακωμένο εισιτήριο,
τα μάτια σύντομα απογεύματα,
τα χέρια σε κρατάνε νοερά,
κοιτάζω έξω
γκρίζα βεντάλια περιστέρια
έπειτα χάνονται.