24, Κυριακή
Των Βαΐων, Ελισσάβετ Θαυματουργού
(το όνειρο )
(Γνώριζα την κατεύθυνση.
Με κόπο ανέβαινα τον κόσμο.
Βάραινε, άψυχο ακόμα,
Το παιδί που έμελλε να γίνω.
Το κουβαλούσα,
Μ’ έσπρωχνε
Να φτάσω, τάχα, πού;
Σε κάστρο, σε γκρεμό, σε φυλακή;
Αυτός Εγώ, πού πήγαινα;
Κομμένος άνισα στα δυο
Άνοιγα δρόμο χιαστί στη χαρμολύπη
Μέσα μου, όπου,
Άτομα παλαιά αναδευόνταν
Συνέχιζαν στο σκότος την ημιζωή τους
Τη δική μου απεργάζονταν.
Πού πήγαινα;)
(η ερμηνεία)
Πήγαινες, είπε ο Οδηγός,
Όπου κι οι άλλοι.
Όμως, λοξοδρομείς συχνά
Εκεί που καταλύει η όραση τον κόσμο.
Λαβύρινθο που ξετυλίγεις
Θόρυβο που τινάζεις στο στερέωμα
Πασχίζοντας
Ο εαυτός σου να υπάρξει
Ο μονογενής…
Είσαι πολλά
Μα αγνοείς τη χρήση σου.
Το ευχήθηκες, θα το υποστείς.
(το σχόλιο)
Το υφίσταμαι η ένοχος.
Είμαι πολλά.
Αυτόπτης έτυχα
Ερήμην
Γενεών αδικημάτων.
Τα μη συμβάντα
Προσπαθώ να διασταυρώσω
Να ερμηνεύσω.
Καταθέτω ισόβια.
Τρομοκρατούμαι απ’ τους συνηγόρους
Πέφτω σ’ αντιφάσεις).
♡♡♡