ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ένα κόρνο στο κυνήγι της ευτυχίας· ένα ανσάμπλ εγχόρδων να απομιμείται τον καλπασμό και το χλιμίντρισμα των αλόγων (αλά Ρίμσκυ-Κόρσακοφ)· τα κρουστά να αποδίδουν ήχους στο νερό· το πιάνο να ανακαλεί άλλοτε αλλέγκρες σονάτες και άλλοτε jazzy ηχοχρώματα ενώ η ηλεκτρική κιθάρα… spooky ατμόσφαιρες· η ανθρώπινη φωνή, ενός αισθαντικού βαρύτονου με απαράμιλλο ρετζίστρο, αξιοπρόσεκτη ορθοφωνία και ένα ιδιαίτερο lay back, του ίδιου του συνθέτη σε ρόλο ιδανικού ερμηνευτή του έργου του, να υποστασιάζει θεατρικά την ποιητική θλίψη… Πού συμβαίνουν όλα αυτά; Στον νέο ψηφιακό δίσκο του Μανώλη Γαλιάτσου «Διά Μέσου Των Πραγμάτων, Μετά Απ΄ Αυτά», στα έντεκα κομμάτια του οποίου συναντώνται η ρωσική σχολή, το chanson, η κινηματογραφική παράδοση, το θεατρικό ροκ, και ακόμη ο Μότσαρτ, ο Πράισνερ, ο Χατζιδάκις, οι Blood, Sweat and Tears, σε ένα sui generis νεορομαντικό ιδίωμα με fusion χαρακτηριστικά, ενός δημιουργού που έχει βρει τη δική του «φωνή», μελωδικά, ρυθμικά, αρμονικά και ενορχηστρωτικά, και η οποία εξελίσσεται σταθερά σε δίσκους όπως «Το Γαλήνιο Όνειρο του ΄Ειχαμπ», «Η Ήπια Αποπλάνηση Της Φανταστικής Ζωής», «Αν Ξυπνήσω Πριν Πεθάνω» – για να αναφερθώ στους τελευταίους του.
Ένα ιδίωμα το οποίο αναμφίβολα χαρακτηρίζει και τα κείμενά του, τον άλλο πόλο της δημιουργικής ενασχόλησης του Μανώλη Γαλιάτσου, στο κομψό βιβλιαράκι που συνοδεύει τον δίσκο – κείμενα που περιβάλλονται από ξεχωριστή ποιητική και στοχαστική αύρα και θα μπορούσαν να αξιώνουν τη δική τους αυτονομία – καθώς ο καλλιτέχνης ξεπροβάλλει εδώ ως μύστης, ως εισηγητής μιας νέας μεταμορφωμένης πραγματικότητας, μιας νέας κοινωνίας ανθρώπινων και εμπράγματων σχέσεων. Και μαζί το διακείμενο: μουσικό alter ego ποιητών και στοχαστών, όπως ο Αντόνιο Πόρτσια, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Καρλ Μαρξ, με κοινή των δημιουργών τη θερμοκρασία και ξεχωριστής συγκίνησης τη συνάντησή τους. Ήδη ο δοκιμιακής εμπνεύσεως τίτλος γεννά τα πρώτα ερωτήματα: Πώς σχετίζονται οι λέξεις με τα πράγματα; Και ακόμη: τι συνέχει το υλικό αυτό; Ποιος είναι ο άξονάς του; Το έργο καθίσταται ένα εφαρμοσμένο δοκίμιο για τη σχέση ποίησης και μουσικής – ή μήπως μουσικής και ποίησης; Ήτοι, με τον Χέγκελ ή με τον Νίτσε;
Οι τίτλοι του πληθωρικού έργου του αποκαλύπτουν το τρίπτυχο: έρωτας, φιλοσοφία, επανάσταση. Μια επανάσταση προμηθεϊκή, που «καμιά φορά χρειάζεται τη λάμψη ενός σπίρτου για να φωτίσει τα αστέρια»… Η επανάσταση ενός αυτόφωτου, δημιουργικού υποκειμένου που καταυγάζει με την εσωτερική του λάμψη το σύμπαν. Από την άλλη ο ρωμαλέος φιλοσοφικός ρεαλισμός του (μη τον συγχέουμε με τον υλισμό) είναι συγκερασμός ύλης και πνεύματος. Μια ύλη που δεν είναι άψυχη, ένα πνεύμα που δεν είναι χιμαιρικό. Έτσι, με τον δικό του τρόπο, ο Γαλιάτσος είναι περισσότερο «μεταφυσικός» – εμπειριστής και αριστοτελικός, τα πράγματα άλλωστε προηγούνται, μας λέει ξακάθαρα – παρά υλιστής. Και ποια είναι τα πράγματα στα οποία ομνύει ο δημιουργός; Πολιτική και ιστορία, το σώμα και οι τύχες του, η φύση, ο άνθρωπος ως συναμφότερον… Ενώ ο έρωτας, αθώος, μέσα στη «σκόνη» και τη «ματαιότητα», αποζητεί την «πραγματική μαγεία»… Και καθώς η καλλιτεχνική συγκίνηση είναι το κριτήριο αποτίμησης par excellence κάθε γνήσιου δημιουργικού έργου, οφείλω να πω ότι το έργο του Μανώλη Γαλιάτσου προσφέρει την εμπειρία μιας «κάθαρσης»· και ακόμη, δάκρυα λυτρωτικά μιας τέχνης υψηλής που αφθαρτίζει την εμπειρία, ραφινάρει την αθώα, πρώτη ματιά στα πράγματα αλλά δεν χειραγωγεί ούτε και εκβιάζει το συναίσθημα. Τα δεξιοτεχνικά όργανα υπηρετούν υποδειγματκά τη σύλληψη του δημιουργού ενώ η μίξη προσθέτει το δικό της βάθος καθιστώντας τη σύλληψη αυτή περισσότερο ανάγλυφη. Ξεκινώντας και καταλήγοντας με ένα ορχηστρικό κομμάτι (μήπως να περιμένουμε και το αντίστροφο – ή μια δουλειά αμιγώς συγγραφική;) στα ενδιάμεσα εναλλάσσονται τραγούδι και instrumental ενώ διαγκωνίζονται ο λυρισμός και οι δραματικότεροι τόνοι με κορύφωση του δίσκου το κομμάτι «Ιστορία Ενός Φαντάσματος» – δίνοντας μια νέα διάσταση σε αυτό που θα ονομάζαμε «πολιτικό τραγούδι» – εν είδει ενός θούριου όπου ο Μαρξ ακούγεται ανατριχιαστικά επίκαιρος μέσα στη σημερινή παγκόσμια συνθήκη. Η Πικάρδια λύση στο finalle μοιάζει χαρακτηριστική της μαρξικής, αισιόδοξης ερμηνείας της ιστορίας ενώ μαζί με τη στοχαστικότητα του Πόρτσια και τον ερωτισμό του Βαρβέρη, που έπονται και προηγούνται, αποκρυσταλλώνεται το τρίπτυχο.
Μέσ’ απ’ τον ήχο αναδύονται οι λέξεις και σ’ αυτόν ξαναγυρνούν… Εν αρχή ην ο ήχος , και ίσως, ακόμη πιο πριν, εν αρχή ην η σιωπή, μήτρα αμφοτέρων ήχου και λόγου, μοιάζει να μας λέει ο συνθέτης στο ορχηστρικό κομμάτι: «Η Γέννηση του Ήχου [Οι Λέξεις της Σιωπής]». Η θεμελιακή αυτή προϋπόθεση είναι παρούσα σε όλα τα τραγούδια του δίσκου όπου λόγος και ήχος μοιάζουν να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Η μελο-ποίηση στις καλύτερές της στιγμές, με την κάθε λέξη, την κάθε συλλαβή, το κάθε σύμφωνο, το κάθε φωνήεν να εκφέρεται με τρόπον οιονεί ιεροπρεπή.
Κινούμενος με άνεση μεταξύ των δύο πόλων φαίνεται να πετυχαίνει τη σύζευξη διονυσιακού και απολλώνιου. Αν ο ήχος είχε λέξεις, θα ήταν αυτές; Αν οι λέξεις είχαν ήχο, θα ήταν αυτός; Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της τέχνης του Μανώλη Γαλιάτσου.