Ξυπνώντας, κοιτάζει το ρολόι. Πολύ πρωί, έξι και δέκα. Να σηκωθεί… Και τι να κάνει… Άσε που θα ξύπναγε κι εκείνον… Κοιμόταν βαθιά με γυρισμένη την πλάτη. Ευτυχώς βοηθούσαν τα χάπια. Κι εκείνη έπαιρνε, αλλά να… Μπορεί να έφταιγε κι η χτεσινή πανσέληνος… Ισιώνει προσεχτικά το σεντόνι που ξεσκέπαζε λίγο την πλάτη του, το λευκό κεφάλι βούλιαζε στο μαξιλάρι…
Ήταν έρωτας.
Όχι με την πρώτη ματιά. Αν και οι δύο ένιωσαν αυτό το κάτι, όταν τους σύστησαν. Τότε που άρχιζε η συνεργασία τους στην Πανεκδοτική ΑΕ, εκείνος Διευθυντής Πωλήσεων, εκείνη νεοφερμένη στο μάρκετινγκ. Η σχέση τους στενή, οι συναντήσεις τους συχνές, οι απόψεις τους πάντα σύμφωνες… Δεν το πίστευε. Η πρώην δουλειά της σε ναυτιλιακή εταιρεία, μαρτύριο τριών χρόνων. Τώρα; Σύμπτωση;
Η ψυχολογία ερμηνεύει τις συμπτώσεις ως έκφραση ανθρώπινων ασυνείδητων επιθυμιών. Τις προκαλεί ο ίδιος ο άνθρωπος … Την ενδιέφερε η ψυχολογία, είχε παρακολουθήσει και μαθήματα. Μα τώρα, αυτός ο συγχρονισμός απόψεων! Στη συζήτηση, πριν τελειώσει ο ένας τη φράση του, συμπλήρωνε ο άλλος. « Ναι, αυτό ήθελα να πω»… Κοιτάζονταν και γελούσαν. Αμηχανία στην αρχή. Στο βάθος γοητεία.
Κι έσπευσε ο έρωτας. Ορμητικός, απαιτητικός, επίμονος, τρυφερός, ωραίος. Είχαν περάσει δυο μήνες στη νέα εργασία της, όταν μια μέρα της ζήτησε εκείνος να μείνουν στο γραφείο μετά τη δουλειά για μια υπόθεση που προέκυψε… Προετοιμασμένοι και οι δυο κι απροετοίμαστοι. Για εκείνο το παρορμητικά ασφυκτικό αγκάλιασμα, το άγγιγμα στα χείλη, τα δυο σώματα ένα, την υπέρβαση των ορίων… Και της ζωής εκτός.
Εκτός! Σύζυγοι και παιδιά, θεσμοί, δεσμοί, διαδρομές, προορισμοί… Ανυπόκριτες ως τώρα ζωές, απρόοπτα στο κενό. Το κενό όμως δεν είναι ποτέ άδειο. Γυρίζεις στο σπίτι και είσαι άλλος, άλλη. Ακούς, μιλάς, κουβεντιάζεις με τα παιδιά, βιάζεσαι να ξεφύγεις… Στο γραφείο το παίζεις Διευθυντής και μάνατζερ… Πόσο κρατάει αυτό; Κοντεύει ένας χρόνος! Όμως…
Ήταν έρωτας.
Στέγη τους το μικρό στούντιο που νοίκιασαν κάπου στο κέντρο. Πάνω από το κρεβάτι η παλιά κορνίζα με τη λέξη «Όνειρο» κεντημένη σε ατλάζι. Την είδε τυχαία εκείνη στη βιτρίνα του παλιατζίδικου δυο στενά πιο πριν… Το όνειρο κοινό. Οι ώρες που βρίσκονταν μαζί μετρημένες, άλλαζαν όμως διάσταση για να χωρέσουν το σμίξιμο τους και όσα από τα άπειρα είχαν κάθε φορά να πουν, να γνωριστούν από παιδιά… Και όταν έφταναν στην πόρτα να φύγουν, συχνά ξαναγύριζαν. Κλέφτες του χρόνου…
Αλλά; «Δεν πάει άλλο»! Μια μέρα το αποφάσισαν. Και τα είπαν όλα! Κι έγιναν όλα ένα κουβάρι. Λόγια πικρά, σκηνές σκληρές, η προδοσία, οι ενοχές, το σαστισμένο βλέμμα των παιδιών, η κόλαση… Τελικά, επικράτησε η πραγματικότητα. Τα διαζύγια συναινετικά, οι δύο κόρες θα έμεναν στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα, ο γιός με τον πατέρα. Οι ρωγμές θα έκλειναν με τον καιρό.
Μπορεί και ξαναρχίζει η ζωή! Στα γεμάτα σαράντα τους κι οι δυο με λίγα χρόνια διαφορά, χορεύοντας ερωτικά στις μπλε νότες ενός μπλουζ, ορκίζονται να μη χωρίσουν ποτέ. Μάρτυρας του άτυπου γάμου τους η Αυγουστιάτικη πανσέληνος. Είναι το πρώτο τους βράδυ στο δικό τους σπίτι, στη βεράντα του που βλέπει όλη την πόλη. Και είναι όλη η πόλη δική τους κι όλος ό κόσμος δικός τους και τα ατέλειωτα σχέδια για το αύριο δικά τους… Όλα!
Δεν σηκώθηκε. Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το ταβάνι. Η μεγάλη οθόνη! Ανακόλουθα πλάνα, σκηνές αμοντάριστες, φλάσμπακ προβάλλονται αυτόματα, άηχα…
…στιγμές ερωτευμένες… χρόνια πρώτα… το «Όνειρο»…. η πρόσληψη του από την πολυεθνική… δεν έφευγαν πια το πρωί μαζί …όμως και τα ταξίδια τους πολλά κι οι δυο κοντά ξανά κι η λίμπιντο στα ύψη… μα και τα δυο κρεβάτια κολλητά μετά πιο άνετα του ενός … ύστερα και η σύνταξη μοιραία… παρέα εκείνος πια του υπολογιστή, με τα βιβλία εκείνη… κι οι διαστάσεις του σπιτιού όλο να μεγαλώνουν…
Μια ηλιαχτίδα επίμονη τρυπώνει από τις γρίλιες, θολώνει την οθόνη…
…Εδώ είσαι ακόμα, δεν σηκώθηκες, ακούει από δίπλα τη φωνή του ήρεμη, ουδέτερη, άτονη … Ο τόνος του δεσμού ορίζεται από τον τόνο της φωνής, λένε οι ψυχολόγοι.
Ήταν έρωτας.
…………………………………………………………………………………….