Οι δικοί μου έκαναν το λάθος και άφησαν στην τύχη του το πέτρινο σταφιδόσπιτο. Βέβαια είχε δεχθεί κάμποσες επιθέσεις από σεισμούς, αλλά με κάποια συντήρηση ίσως, μπορούσε να κρατηθεί. Το έθεσε όμως η υπηρεσία σεισμοπλήκτων ως προϋπόθεση για την παροχή του δανείου.
– Το αφήνετε στην τύχη του και θα σας επισκεφτεί ο αρμόδιος υπάλληλος για τα περαιτέρω.
Ο αρμόδιος υπάλληλος καθυστέρησε λίγο. Ίσως και σκόπιμα, μια και η οικογένεια είχε αρκετά θύματα κατά την γερμανική κατοχή. Φυσικά το σπίτι κατέρρευσε, μετά την υποχώρηση της σκεπής, τον επόμενο χειμώνα.
Έτσι γίνεται με τα πέτρινα. Πρώτα η σκεπή και ύστερα ερείπια οι τοίχοι. Στο τέλος κοιτάς τα όμορφα πελεκημένα ποριά και ονειρεύεσαι την ανακατασκευή της οικίας. Επί ματαίω… Πού λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες. Ειδικά στις αρχές του εβδομήντα.
Εμείς όμως διατηρήσαμε την επαφή με το χτήμα. Κάθε καλοκαίρι συγκεντρωνόμασταν όλο το σόι. Νέοι, γέροι και παιδιά δίναμε το παρόν. Τα κρεβάτια κάτω από τις μουριές, δίπλα στο πηγάδι. Ταβάνι ο ουρανός και εισαγωγή ύπνου πεφταστέρια και ο ίδιος ο γαλαξίας.
Η γιαγιά μου μάλιστα έμενε από το Πάσχα μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη. Κοιμόταν στην κουζίνα, που ως πρόσθετο στο πέτρινο συγκρότημα, δεν είχε πάθει τίποτα. Μαζί της με έβαζαν κι εμένα. Στο ίδιο κρεβάτι. Μια σιδερένια καριόλα, με πανοραμική θέα την καλαμωτή της σκεπής. Εκεί σουλατσάριζαν κάθε βράδυ ποντίκια κάθε ηλικίας. Την ανησυχία μου καθησύχαζε η γιαγιά:
– Είναι οι καλύτεροι ακροβάτες, δεν πέφτουν ποτέ από τα πάτερα.
Για καλό και για κακό μετέτρεπα το κρεβάτι, με το σεντόνι, σε σκηνή και άλλοτε ως ινδιάνος ή ενίοτε ως άνθρωπος της ερήμου, κοιμόμουνα ύπνο ελαφρύ. Η γιαγιά έτσι ζούσε μαζί μου ατελείωτους καύσωνες, αλλά ένεκα η αγάπη …. Το πρωί πίναμε κατσικίσιο γάλα και ανοίγαμε τις κότες. Πάντα βρίσκαμε αυγά και γύριζα σπίτι με θριαμβική διάθεση. Θυμάμαι το γέλιο του πατέρα μου. Ακόμη και τώρα, όποτε τον συναντώ στα όνειρά μου, γελά.
Δίπλα στην κουζίνα υπήρχε η αποθήκη. Ένα πρόχειρο κτίσμα. Οι τοίχοι με πλίθρες και η σκεπή με τσίγκους. Το δάπεδο χώμα πατημένο, ποτισμένο από κρασί και αρώματα κούκλας και πίτουρου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη με ένα τεράστιο κλειδί που το είχε πάντα επάνω της η γιαγιά. Άνοιγε με κρότο και ύστερα σε ημίφως γέμιζες το κατρούτσο με το κρασί της ημέρας. Το βαρέλι ήταν τεράστιο. Μισό τόνο κρασί κάθε χρόνο. Στον τρύγο γινόταν πανηγύρι. Πατούσαμε τα σταφύλια μέσα στο μεγάλο κακάβι και ύστερα χύναμε τον μούστο στο φρεσκοπλυμένο κέδρινο δοχείο. Η γιαγιά έβαζε μόνο την ευχή της και έτσι είχαμε το καλύτερο κρασί στην περιοχή. Από εκείνο το κίτρινο – πορτοκαλί της υπαίθρου μας. Τι πράγμα… Το έβαζες κόντρα στον ήλιο και έβλεπες όλη τη δύναμη. Η μυρωδιά του δε… Άρωμα. Και η γεύση, από εκείνες που καμία σημερινή μπουκαλάτη εκδοχή δεν μπορεί να συγκριθεί.
Εκτός από την ευχή της γιαγιάς, ήταν και το αμπέλι. Φυτεμένο σε χαλικιά, δίπλα στο ρέμα, με όλες τις ντόπιες ποικιλίες: Φυλέρι, μαυρούδι, αγιωργίτικο, αυγουστέλι, σμυρνέικο, ροδίτη, ασπρούδα, μοσχοστάφυλο. Επιπλέον ίσως να έπαιζε ρόλο και το γεγονός ότι, εκτός από την αμέριστη προσοχή που έδειχναν οι δικοί μου για τις αμπελουργικές εργασίες, όλοι μα όλοι, μικροί – μεγάλοι, δεν υπήρχε ημέρα που να μην το επισκεπτόμασταν. Ο κάθε ένας είχε υιοθετήσει και κάποια κλήματα, τα οποία εκτός των άλλων, ελλείψει τουαλέτας, λίπαινε.
Με αυτά και άλλα, και άριστη απόδοση είχαμε και φυσικά μούστο για πετιμέζια, μουσταλευριές και χαρίσματα σε όποιον ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του στην οινοποιία.
Η γιαγιά έφυγε για τας αιωνίους μονάς, στα μέσα του εβδομήντα. Εκατονταετής και βάλε. Με σώας τας φρένας και με διάθεση εφήβου στη φαντασία της. Καθισμένη στην πολυθρόνα, σαν πουλάκι. Η μάννα μου της έκλεισε τα μάτια και το πρωί την έφεραν στην Κυπαρισσία για την νεκρώσιμο ακολουθία. Εμένα με άφησαν στην Αθήνα. Ήμουν και άρρωστος από αμυγδαλές. Μετά την ταφή πήγαν όλοι στο κτήμα. Δυστυχώς το κρασί στο βαρέλι έδειχνε να πήρε δρόμο. Παράδοξο. Πρώτη φορά που κρασί της γιαγιάς χάλασε. Κρίμα και για το βαρέλι.
Δύο μήνες μετά, η μάννα μου τηλεφώνησε στον σέμπρο.
– Άνοιξε την αποθήκη και άρχισε να αδειάζεις το ξίδι, του είπε με παράπονο.
Την καθησύχασε και ίσως να σώναμε το βαρέλι, της μήνυσε. Φυσικά το ξέχασε. Ο άνθρωπος είχε τέσσερα παιδιά να θρέψει, το κρασί που χάλασε θα σκεφτότανε;
Το καλοκαίρι επήγαμε στο χτήμα. Έψαξα για τη γιαγιά, μα δεν την βρήκα πουθενά. Βρήκα όμως το κλειδί για την αποθήκη. Άνοιξα και γέμισα το κατρούτσο. Το έβαλα στο τραπέζι και κάτσαμε όλοι να φάμε καγιανά. Ήταν και ο σέμπρος.
– Γιώργη, λέει του πατέρα μου. Πού το βρήκες αυτό το μπερεκέτι;
– Το ποιο; του απαντά αυτός και αναρωτιέται πού βρέθηκε το κρασί.
– Της γιαγιάς, λέω απλά και ήσυχα, αφού από την προηγούμενη χρονιά είχα αναλάβει τον ρόλο του οινοχόου.
Το κρασί της γιαγιάς ήταν κατά γενική ομολογία κονιάκ. Το μοιράσαμε σε όλη την γειτονιά, ακόμη και μέχρι τα χάνια. Κεράστηκαν όλοι στη μνήμη της.
Δεν βάλαμε κρασί την επόμενη. Το αμπέλι, όπως μας διαμήνυσε ο σέμπρος, έπαθε φυλλοξήρα και το ξεπατώσαμε. Όσο για το βαρέλι, σάπισε άδειο και άχρηστο κάτω από τα ερείπια της αποθήκης, αφού η υπηρεσία σεισμοπλήκτων ενέκρινε το δάνειο στην δικαιούχο, κάποια χρόνια μετά τον θάνατό της.