Η Μεγάλη Εβδομάδα, που άτυπα ξεκινά από το Σάββατο του Λαζάρου, είναι ξεχωριστή για τους περισσότερους από εμάς. Τα Πάθη του Κυρίου που διαδραματίζονται τις ημέρες αυτές δημιουργούν σε όλους όσοι συμμετέχουν στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας συγκίνηση, στοχαστική διάθεση, ακόμη και τάση για βαθιά ενδοσκόπηση. Όπως και να έχει η Μ. Εβδομάδα με τον πένθιμο και ταυτόχρονα χαρμόσυνο χαρακτήρα της αναμονής της Ανάστασης, κάνει όλους άλλους ανθρώπους.
Πριν αρκετό καιρό είχαμε κάνει ένα Οδοιπορικό στις Μέρες της Μ. Εβδομάδος. Αποφασίσαμε να το επαναλάβουμε εμπλουτίζοντας το. Σας καλούμε να συμπορευθείτε μαζί μας από το Σάββατο του Λαζάρου ως το Μ. Σάββατο και την Ανάσταση του Κυρίου!
Το Σάββατο του Λαζάρου
Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεωρείται η «πρώτη γεύση» της Μεγάλης Εβδομάδας. Μέρα νίκης της ζωής επί του θανάτου.
Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει τον τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγες έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)
«…21. «Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει, να κλαίνε και οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, λυπήθηκε βαθιά και ταράχθηκε» (Ιωάν. ια΄ 33). Επειδή, όπως ακριβώς ήταν στ’ αλήθεια Θεός ο Χριστός, έτσι ήταν και στ’ αλήθεια άνθρωπος, και όσα αδιάβλητα, δηλαδή ακατηγόρητα πάθη υπάρχουν σ’ εμάς τα δέχτηκε δείχνοντας συγκατάβαση, πλην όμως ποτέ δεν νικήθηκε από αυτά, αλλά τα δεχόταν όταν, και όπου και εφ’ όσον ήθελε. Όταν, λοιπόν, ταράζεται και γέρνει προς τη λύπη η άγια σάρκα Του, δεν αφήνει το πάθος της λύπης να γίνει ανυπόφορο, αλλά με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος επιτιμά τη λύπη και κατά κάποιον τρόπο το επιπλήττει. Διότι αυτό σημαίνει το «λυπήθηκε βαθιά» και οδηγεί προς το μέτριο, που ήταν το να δακρύσει ήρεμα, τόσο όσο να δείξει την ανθρώπινη φύση Του. Διότι δεν έκλαψε, αλλά δάκρυσε. Επειδή με τον κλαυθμό συνδέεται κάποιο ξεφωνητό. Δάκρυσε, λοιπόν, επειδή δεν αρνείται την ομοιότητά Του με τον άνθρωπο, αλλά αναμιγνύει τα θεϊκά στα ανθρώπινα. Και ως άνθρωπος μεν δακρύζει, δίνοντας σ’ εμάς παράδειγμα, ορίζοντας το μέτρο, πόσο πρέπει να κλαίμε στη λύπη, και πόσο δάκρυο πρέπει να βγάζουμε για τους νεκρούς. Δεν δακρύζει για το θάνατο του Λαζάρου. Πώς θα γίνει αυτό, αφού γνωρίζει πως μετά από λίγο ο Λάζαρος θα αναστηθεί; Αλλά δακρύζει δείχνοντας ότι είναι ομοούσιος με τη δική μας ανθρώπινη φύση, και όπως είπα δίνοντας σ’ εμάς υπόδειγμα. Δακρύζει και για την πτώση, που προέρχεται από την αμαρτία που παρέσυρε με ελεεινό τρόπο τη φύση των ανθρώπων, επειδή αυτή έχει ανάγκη να καθαρισθεί από τον παραλογισμό του θανάτου που ενώθηκε μαζί της. Δακρύζει ακόμη προβλέποντας και τον σκοτασμό των Ιουδαίων, που όχι μόνο δεν θα βελτιωθούν όταν θα δουν αυτό εδώ το παράδοξο θαύμα, αλλά και θα σκληρυνθούν πιο πολύ ανάβοντας τον φθόνο τους. Δακρύζει, βέβαια, και για τον Λάζαρο, όχι γιατί απεβίωσε, αλλά γιατί θα ξαναζήσει. Όντας ο Λάζαρος δίκαιος και ευσεβής, και φίλος του Χριστού, δοξασμένος πέρασε το στάδιο της ζωής του. Επρόκειτο, λοιπόν, να βρίσκεται με τον θάνατό του σε ανάπαυση και τιμή. Διότι λέει ο Σολομών «Όταν φτάσει ο δίκαιος να πεθάνει θα βρεθεί σε ανάπαυση» (Σοφ. Σολ. δ΄ 7). Μέλλοντας, λοιπόν, να τον αναστήσει ο Χριστός, για τη δική Του δόξα, δάκρυσε, σχεδόν λέγοντας: Αυτόν που άραξε μέσα στο λιμάνι, τον καλώ να έρθει πάλι μέσα στην τρικυμία του βίου; Αυτόν που ήδη αγωνίσθηκε και στεφανώθηκε ως νικητής, τον προτρέπω να επιστρέψει στους αγώνες; Και ερωτά: «Πού τον έχετε αποθέσει;» (Ιωάν. ια΄ 34), όχι γιατί δεν γνώριζε, αλλά, όπως είπα, αναμιγνύοντας τα θεοπρεπή λόγια με τα ανθρώπινα, και με την πρόφαση του να Του δείξουν τον τόπο, να πλησιάσουν πολλοί και να δώσουν μαρτυρία για το θαύμα. Και κάπως πλαγίως με την ερώτηση αυτή ελέγχει τη Μαρία και τη Μάρθα, όπως ήδη πριν σας είπα, που δεν είχαν ίση πίστη με τη Σουναμίτιδα. Διότι η Σουναμίτιδα δεν έθαψε το παιδί της, αλλά το σκέπασε σε ζεστή κλίνη και με πίστη έτρεξε προς τον προφήτη, ενώ αυτές όταν πέθανε αδελφός τους, τον έθαψαν στον τάφο. Αν και βέβαια η Σουναμίτιδα πήγαινε προς άνθρωπο, τον Ελισσαίο, κι αυτές προς Θεό.
22. «Ο Ιησούς, ταραγμένος πάλι και θλιμμένος μέσα Του, έρχεται στο μνήμα. Κι ήταν αυτό μια σπηλιά, και μια μεγάλη πέτρα έφραζε την είσοδό της» (Ιωάν. ια΄ 38). Ταραγμένος από λύπη πάλι επιτιμά τον θάνατο που τόλμησε να πάρει τον φίλο του Δεσπότου. Το σπήλαιο, λοιπόν, εκείνο το σκοτεινό και υπόγειο φανερώνει τον βίο των ανθρώπων, στον οποίον μετά από την πτώση με ελεεινότητα μεταφερθήκαμε, ή φανερώνει το σκιασμένο γράμμα του νόμου. Και ο λίθος που βρισκόταν από επάνω του φανερώνει την ασάφεια του γράμματος του νόμου…»1
Η αρχαία παράδοση λέει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε τον επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Το έτος 890μ.Χ. μεταφέρθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το Σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ.
Χαρακτηριστικό της μετέπειτα ζωής του Λαζάρου, λέει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιον να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Μέρα χαράς που προοικονομεί τη χαρμολύπη της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης που ακολουθεί. Ο λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την “Έγερση” του φίλου του Χριστού, του “αγέλαστου” Λάζαρου. Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια γιορτή ιδιαίτερα προσφιλής στον ελληνικό λαό. Από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη πολλά έθιμα τιμούσαν την λαμπρή αυτή μέρα. Ωστόσο με τα χρόνια οι εκδηλώσεις λησμονήθηκαν, με πολύ λίγες περιοχές της χώρας να τις διατηρούν ακόμη ζωντανές.
Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, μόνο εάν υπάρχει ανάγκη απλό Τρισάγιο λόγω της σπουδαιότητας της ημέρας. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους. Ο Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό
Τα κάλαντα του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες. Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν “Λαζαρίνες”.
Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας. Στα σπίτια συνήθιζαν και συνηθίζουν να φτιάχνουν “Λαζαράκια”, κουλουράκια που μοιάζουν με τον σαβανωμένο Λάζαρο, τα οποία παλαιότερα μοίραζαν στα παιδιά που έλεγαν κάλαντα.
Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα
Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι, επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.
Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας για να απεικονίσουν την Ανάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου.
Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.
“Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ʽρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.”
1.Θεοφάνης ο Κεραμεύς, κ.α., Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού: Δέκα πατερικές ομιλίες, μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, 1η έκδ., Αθήνα, Αρμός, 2001.