Από τον καιρό που πέθανε ο παππούς της, διαρκώς αναζητούσε δικαιολογίες για ανύπαρκτες υποχρεώσεις για να μην πάει στο χωριό. Δεν ήθελε πια να πηγαίνει εκεί, ούτε για να δει τη γιαγιά της. Η κυρα-Μαριγώ, σε αντίθεση με την ίδια που από παιδί ήταν άτολμη και μάλλον εσωστρεφής, υπήρξε μία γυναίκα δυναμική, ανεξάρτητη, κοινωνική· αλλά και ξεροκέφαλη. Ήταν προσωπική της επιλογή να παραμείνει μόνη της στο χωριό, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Τον πρώτο καιρό, έπαιρνε κάθε Σάββατο το λεωφορείο της γραμμής και κατέβαινε στην πόλη, για να κάνει τα ψώνια της και να τους επισκεφθεί. Καθόταν μερικές ώρες και το βράδυ επέστρεφε στο χωριό. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να βαραίνει και αραίωσε τις επισκέψεις. Τα χρόνια που είχαν συσσωρευτεί και ένα παλιό πρόβλημα υγείας που λίγο μετά την απώλεια του συντρόφου της επανεμφανίστηκε, την έκαναν δυσκίνητη και –για πρώτη φορά– ανασφαλή. Στην αρχή απέφευγε τις περιττές μετακινήσεις, έπειτα τις περιόρισε στις απολύτως απαραίτητες και τέλος, έπαψε να έρχεται στην πόλη και να τους επισκέπτεται και κλείστηκε στο σπίτι.
Την τελευταία φορά που την είχε ακούσει στο τηλέφωνο, της φάνηκε ασυνήθιστα άκεφη· σχεδόν καταβεβλημένη. Η ανησυχία και περισσότερο οι τύψεις που την είχε παραμελήσει, την παρακίνησαν να πάει να τη δει.
Δεν τη χαροποιούσε ιδιαίτερα η ιδέα της επιστροφής στο χωριό… Πάντα ένιωθε ότι ο θάνατος του παππού της επισφράγιζε το τέλος ενός κύκλου, που είχε ήδη κλείσει από καιρό· και πλέον, εκτός από την παρουσία της αγαπημένης της γιαγιάς, δεν υπήρχε τίποτε άλλο, που να τη συνδέει με τον συγκεκριμένο τόπο. Όχι γιατί ο τελευταίος είχε συνδυαστεί μέσα στο υποσυνείδητό της με κάποια οδυνηρή ανάμνηση ή τραυματική εμπειρία· ήταν μάλλον ότι τα χρόνια είχαν περάσει, οι παιδικές παρέες είχαν σκορπίσει, οι περισσότεροι από όσους γνώριζε και αγαπούσε στο συγκεκριμένο μέρος είχαν πεθάνει. Πλέον, είχε την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι όπως παλιά, έστω και αν –εξωτερικά τουλάχιστον– όλα έμοιαζαν να παραμένουν ίδια. Όπως το σπίτι τους.
Το παλιό διώροφο σπίτι των παππούδων της, όπου είχε περάσει την παιδική της ηλικία, όταν ακόμη ζούσαν εκεί οικογενειακώς. Το σπίτι, που ήταν σαν να το είχε αφήσει μόλις χθες, αφού ο χρόνος δεν είχε καταφέρει να το αλλοιώσει σημαντικά − ούτε εξωτερικά ούτε στο εσωτερικό του. Κι αυτό, χάρη στην ακούραστη προσπάθεια της γιαγιάς της, που πάντα φρόντιζε για όλα με μεράκι, αναλαμβάνοντας πολύ περισσότερα καθήκοντα από όσα επέβαλλε το πρότυπο της καλής νοικοκυράς της εποχής της. Επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η κυρά-Μαριγώ ποτέ δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τις δραστικές αλλαγές. Έτσι, σε πείσμα του χρόνου, τα έπιπλα και κάθε μικροαντικείμενο του σπιτιού –προσεγμένα και τοποθετημένα με τάξη– παρέμεναν, εδώ και πολλά χρόνια, αυστηρά στην ίδια θέση, ώστε να ανταποκρίνονται με εκπληκτική ακρίβεια στις εικόνες που είχαν εντυπωθεί στις παιδικές της αναμνήσεις.
Μπαίνοντας στην ευρύχωρη σάλα, παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι η γιαγιά της είχε κρατήσει –και μάλιστα διατηρημένη σε άριστη κατάσταση– όχι μόνο την παλιά σκαλιστή πολυθρόνα, αλλά και κάθε άλλο στοιχείο, από όσα συνέθεταν την αγαπημένη της γωνιά. Όπως, τα κεντητά μαξιλαράκια και τις λευκές δαντελένιες κουρτίνες στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Εκεί, όπου βρισκόταν ο λαχανόκηπος του παππού της, οριοθετημένος από έναν ξύλινο φράχτη, που τον χώριζε από την αυλή της απέναντι μονοκατοικίας. Αυτή η μεγάλη ανοιχτωσιά και η ανεμπόδιστη θέα προς τα περιβόλια, τους αγρούς με τις καλλιέργειες και πιο πέρα, τους λόφους, είχαν μετατρέψει για εκείνη το συγκεκριμένο παράθυρο σε σταθερή επιλογή για κάθε εποχή του χρόνου. Ήταν η αγαπημένη της γωνιά, αφού της έδινε τη δυνατότητα όχι μόνο να παρατηρεί ελεύθερα τον ουρανό και να αιχμαλωτίζει με το βλέμμα όλες τις όμορφες στιγμές του, αλλά και να αντιλαμβάνεται άμεσα τις γρήγορες εναλλαγές του καιρού. Και τότε, ολόλευκα σύννεφα, κάνοντας αιφνιδιαστικά την εμφάνισή τους σχεδόν από το πουθενά, εισέβαλλαν απρόσκλητα στο ασφαλές κάδρο του παραθύρου της· και ταξιδεύοντας μετέωρα μέσα στη δίνη του ανέμου, γιγαντώνονταν, αναδιπλώνονταν και έπαιρναν ακαθόριστα σχήματα, για να μετασχηματισθούν –στα δικά της παιδικά μάτια– σε μυστηριώδεις, εξωπραγματικές μορφές. Συχνά έβλεπε να παρελαύνουν από μπροστά της, ως πρωταγωνιστές σε μία δική της σουρεαλιστική ταινία, άλλοτε κάποια υπερμεγέθη θηριώδη όντα, που ορθώνονταν απέναντί της απειλητικά και άλλοτε πιο οικείες μορφές αστείων ανθρώπων ή χαριτωμένων ζώων, που αιωρούνταν περιπαικτικά επάνω από το κεφάλι της. Κι ύστερα, με το πρώτο δυνατό φύσημα του αέρα, οι μορφές άρχιζαν να γίνονται όλο και περισσότερο ακαθόριστες και συγκεχυμένες και καθώς απομακρύνονταν, μετατρέπονταν σε μια γαλαζοκίτρινη αιθάλη, που απλωνόταν παντού και χρωμάτιζε αχνά τον ουρανό, πριν γλιστρήσει και χαθεί για πάντα στον μαγικό κόσμο της παιδικής της φαντασίας.
Καμιά φορά, αργά το μεσημέρι, καθώς καθόταν και διάβαζε, ξαφνικά έβλεπε τον ουρανό να σκοτεινιάζει. Πυκνά μαύρα σύννεφα μαζεύονταν παντού και σε λίγο ξεσπούσε μια αναπάντεχη ραγδαία βροχή, που αιφνιδίαζε τους πάντες και προκαλούσε αναστάτωση στη γειτονιά, ανατρέποντας προσωρινά το συνηθισμένο ήρεμο σκηνικό. Ύστερα, το ίδιο απρόσμενα, οι σταγόνες της βροχής αραίωναν, ο ουρανός φωτιζόταν και καμιά φορά, ένα ουράνιο τόξο αναδυόταν ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα και έστεφε πανηγυρικά τους λόφους με την εξαίσια δέσμη των χρωμάτων του. Και καθώς η γειτονιά επανερχόταν στους κανονικούς της ρυθμούς, μικρά πουλιά ξετρύπωναν δειλά μέσα από τους θάμνους και τιτιβίζοντας, σκάλιζαν με τα ράμφη τους το χώμα, αναζητώντας τροφή.
Θυμήθηκε ότι από μικρή, με όλη την αγνότητα της παιδικής της ψυχής, ζήλευε τα πουλιά για τη μοναδική αίσθηση ελευθερίας, που πίστευε ότι απολάμβαναν κάθε φορά που ανυψώνονταν στον ουρανό. Όταν πετούσαν μεμονωμένα ή σε σχηματισμό και με απόλυτα συγχρονισμένες κινήσεις έσχιζαν με τις φτερούγες τους απαλά τον αέρα και αφήνονταν σε έναν ήρεμο, τελετουργικό χορό· σαν να ζούσαν μόνο για το παρόν, γιορτάζοντας την κάθε στιγμή της πρόσκαιρης παρουσίας τους στον κόσμο. Έναν κόσμο, στον οποίο βέβαια με την ταπεινή τους ύπαρξη δεν είχαν την παραμικρή δυνατότητα να παρέμβουν για να τον αλλάξουν. Όταν χιόνιζε, κάποια πουλιά πλησίαζαν και στο δικό της παράθυρο, όπου πάντοτε έβρισκαν τροφή. Συνήθως τα σπουργίτια, που ήταν περισσότερο εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία. Σπανιότερα έκανε την εμφάνισή του εκεί και ένα μικροκαμωμένο, ιδιαίτερα ευκίνητο πουλί, με λεπτό μαύρο ράμφος και ντελικάτο κόκκινο λαιμό, που στεκόταν για λίγο στο περβάζι, για να εξαφανιστεί με ένα αστραπιαίο πέταγμα μόλις αντιλαμβανόταν την παραμικρή κίνηση πίσω από το τζάμι.
Στο χωριό έφτασε νωρίς το απόγευμα, όμως σε λίγο ο καιρός αγρίεψε και άρχισε να χιονίζει. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν μια ευκαιρία για να διανυκτερεύσει εκεί και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στη γιαγιά της. Το επόμενο πρωί ξύπνησε ασυνήθιστα αργά. Κοίταξε έξω και είδε ότι ο καιρός είχε βελτιωθεί. Οι δρόμοι παρέμεναν ανοιχτοί, όμως οι στέγες των σπιτιών, τα δέντρα και οι αυλές είχαν καλυφθεί από ένα απαλό στρώμα χιονιού. Η γιαγιά της, που πάντοτε σηκωνόταν από τα χαράματα, ήδη ετοίμαζε το φαγητό στην κουζίνα. Την καλημέρισε, έφτιαξε καφέ και κάθισε μαζί της για να της κάνει συντροφιά. Αφού κουβέντιασαν για λίγο, την άφησε να συνεχίσει και πήγε να καθίσει στη σάλα. Τράβηξε στην άκρη τις κουρτίνες και βολεύτηκε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της. Κοίταξε έξω∙ ένας λαμπερός, ηγετικός ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω στο χιόνι, κάνοντας τη θέα προς τους λόφους μαγευτική. Το χιόνι στις στέγες άρχισε να λιώνει και να μετατρέπεται σε χοντρές στάλες, που κυλούσαν στη γη σχηματίζοντας μικρά ρυάκια. Με την πρώτη ματιά, δεν παρατήρησε σημαντική διαφορά στο τοπίο, σε σχέση με την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί. Εκτός βέβαια από τον κήπο του παππού της και τον κήπο του γειτονικού σπιτιού, που –αν και καλυμμένοι από χιόνι– έμοιαζαν και οι δύο να είναι από καιρό απεριποίητοι, δίνοντας μία εικόνα εγκατάλειψης. Παντού διέκρινε κανείς όγκους από ξερά κλαδιά, ενώ παλιά καδρόνια και άχρηστα υλικά στοιβάζονταν δεξιά και αριστερά του φράχτη που διαχώριζε τις δύο ιδιοκτησίες.
Το απέναντι σπίτι ήταν ισόγειο, με μια αυλή με λουλούδια στην πρόσοψη και μια άλλη στο πίσω μέρος του, από τη μεριά της κουζίνας και του αχυρώνα. Εκεί βρισκόταν ένας μικρός λαχανόκηπος και τριγύρω διάφορα οπορωφόρα δέντρα – κυρίως δαμασκηνιές. Θυμήθηκε ότι ο γείτονάς τους δεν ήταν καθόλου φιλικός μαζί τους και η συμπεριφορά του συχνά προκαλούσε φόβο στα παιδιά, που απέφευγαν να πλησιάζουν τον κήπο του και πολύ περισσότερο να αγγίζουν τα φρούτα. Εάν κανένα ξεθάρρευε και πλησίαζε για να κόψει δαμάσκηνα, ο μπάρμπα-Σπύρος, μόλις το έβλεπε, γινόταν έξαλλος· το καταδίωκε με τη μαγκούρα απειλώντας και βλασφημώντας. Από όσο θυμόταν, έμενε πάντα μόνος, αφού δεν είχε κάνει ποτέ του οικογένεια.
Ακριβώς την ώρα που τον συλλογιζόταν, είδε την πόρτα της κουζίνας του να ανοίγει και εκείνος πρόβαλε στο κατώφλι. Φαινόταν γερασμένος, αλλά εκείνη τον αναγνώρισε αμέσως από την ψηλόλιγνη κορμοστασιά. Φορούσε ένα μακρύ σκούρο επανωφόρι και στο κεφάλι του μια παλιά τραγιάσκα∙ με το ένα χέρι κρατούσε ένα ζευγάρι γαλότσες. Έριξε μια βιαστική ματιά στη χιονισμένη αυλή και ύστερα έσκυψε και τις φόρεσε. Βγήκε στον κήπο και έκανε μερικά προσεκτικά βήματα στο χιόνι κατευθυνόμενος προς το κέντρο του. Το παράθυρο από όπου τον παρακολουθούσε βρισκόταν ψηλά και εκείνος, παρότι κοιτούσε προς τα εκεί, δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της πίσω από το τζάμι. Στάθηκε, έριξε γύρω το βλέμμα και επέλεξε ένα μέρος, όπου το έδαφος φαινόταν σχετικά ομαλό. Μερικά πουλιά από τα δέντρα στο βάθος του κήπου είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν μουδιασμένα προς τα χαμηλότερα κλαδιά και από εκεί να προσγειώνονται στα σημεία όπου είχε αρχίσει να λιώνει το χιόνι και να αποκαλύπτεται το έδαφος, για να βρουν τροφή. Σέρνοντας τα πόδια, ο γέρος άρχισε να καθαρίζει επιμελώς μία μικρή περιοχή από το χιόνι, ώσπου φάνηκε το χώμα. Τότε, έβγαλε από την τσέπη ένα κομμάτι ψωμί και τρίβοντάς το ανάμεσα στα δάκτυλα, το θρυμμάτισε και το σκόρπισε ολόγυρα στην περιοχή που είχε προηγουμένως καθαρίσει. Ένα σπουργίτι από το διπλανό δέντρο που το εντόπισε πραγματοποίησε μία διερευνητική πτήση προς ένα κοντινότερο κλαδί.
Αρχικά, η Μάρω παραξενεύτηκε με την ασυνήθιστη ευαισθησία του συγκεκριμένου γείτονα, που δεν ταίριαζε ούτε με τον χαρακτήρα ούτε με την εικόνα που είχε σχηματίσει για εκείνον σαν παιδί. Τον φοβόταν και τον απέφευγε τον μπαρμπα-Σπύρο, γιατί ήταν οξύθυμος και ακοινώνητος. Θυμήθηκε ότι δεν είχε φίλους, ούτε ερχόταν ποτέ κανένας εκεί, για να τον δει. Εκτός από τον κυρ-Ανέστη, που περνούσε και τον χαιρετούσε κάθε φορά που ανηφόριζε για να πάει στους λόφους, όπου είχε τα ζώα. Δεν τον είχε δει όμως ποτέ ούτε κι εκείνον να μπαίνει στο σπίτι ή να κάθεται και να του κάνει συντροφιά στην αυλή. Μονάχα στεκόταν για λίγο στην πόρτα, αντάλλασαν δυο-τρεις κουβέντες και συνέχιζε τον δρόμο του.
Κατόπιν σκέφτηκε ότι ο χρόνος και τα γηρατειά ίσως είχαν κατορθώσει να μαλακώσουν ακόμα και τον σκληρόκαρδο γείτονά τους. Όμως εκείνος αφού σκόρπισε τα ψίχουλα, δεν γύρισε πίσω στο σπίτι, αλλά τράβηξε αντίθετα –προς το φράχτη– όπου το στρώμα του χιονιού έδειχνε ιδιαίτερα παχύ. Περπατώντας σκυφτά και πατώντας με προσοχή επάνω στα κλαδιά, τα άγγιζε και τα ανασήκωνε ελαφρά, σαν να αναζητούσε κάτι συγκεκριμένο ανάμεσα σε όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν θαμμένα εκεί. Κάποια στιγμή φάνηκε να εντοπίζει αυτό που έψαχνε και πλησιάζοντας περισσότερο στο σωρό, σκάλισε με τα χέρια του το χιόνι. Ξέθαψε ένα ξύλινο καφάσι, έσκυψε και μάζεψε από κάτω και ένα λεπτό κλαδί, τα πήρε και επέστρεψε στο σημείο με τα απλωμένα ψίχουλα. Χτύπησε δυο-τρεις φορές με την παλάμη του δυνατά το καφάσι, για να απομακρύνει το πολύ χιόνι και τότε φάνηκε ότι ήταν ένα τελάρο ντυμένο με ψιλή σήτα − από αυτά που χρησιμοποιούσαν παλιά για να στεγνώνουν τα δαμάσκηνα στον ήλιο. Έσκυψε και το τοποθέτησε –αναποδογυρισμένο– πάνω από τα ψίχουλα, με τρόπο ώστε να καλύπτονται τα περισσότερα. Ύστερα πήρε το κλαράκι και αφαίρεσε τα ανεπιθύμητα παρακλάδια. Κατόπιν έβγαλε από την τσέπη ένα κουβάρι σπάγκο και τον έδεσε στο ένα άκρο του κλαδιού. Ανασήκωσε μέχρι το ανάλογο ύψος τη στενή πλευρά του τελάρου και τη στήριξε με το μικρό κλαδί. Κρατώντας με τα δύο χέρια το κουβάρι, άρχισε να ξετυλίγει τον σπάγκο και οπισθοχωρώντας, να τον απλώνει επάνω στο χιόνι, φροντίζοντας να μην μετατοπιστεί το κλαδί και παρασύρει το τελάρο. Μπήκε στο σπίτι, τράβηξε την πόρτα χωρίς να την κλείσει, κρύφτηκε και παραμόνευε από τη χαραμάδα.
Σχεδόν αμέσως, χαρούμενα τιτιβίσματα πουλιών διέκοψαν την ησυχία της χιονισμένης αυλής και το πρώτο σπουργίτι προσγειώθηκε απαλά δίπλα στο καφάσι κοιτάζοντας με βουλιμία τα ψίχουλα. Διστάζοντας ακόμη να τα αγγίξει, χοροπηδούσε αρχικά επάνω στο παγωμένο χώμα και βολιδοσκοπούσε την περιοχή. Η πείνα και η απουσία οποιασδήποτε κίνησης στην αυλή υπερίσχυσαν του φόβου του και σε λίγο άρχισε να ραμφίζει τα ψίχουλα. Βλέποντάς το, ξεθάρρεψαν και πέταξαν δίπλα του και άλλα. Σε λίγο, καμιά δεκαριά ταλαιπωρημένα από το κρύο πουλιά μοιράζονταν το ανέλπιστο γεύμα. Μερικά μάλιστα, τρύπωσαν –τρώγοντας– και κάτω από το καφάσι.
Τότε είδε τον σπάγκο να ανυψώνεται από το έδαφος και να τεντώνεται και σχεδόν ταυτόχρονα το κλαδί που στήριζε το καφάσι να εκτινάσσεται προς το κατώφλι της πόρτας. Ο γδούπος του τελάρου που έπεφτε κοφτά επάνω στο χιόνι, συνοδευόμενος από ένα τρομαγμένο πλατάγισμα φτερών, αντήχησε στην αυλή, ανατρέποντας βίαια την ηρεμία του χιονισμένου τοπίου. Κάποια από τα πουλιά πέταξαν γρήγορα μακριά από τη θανάσιμη παγίδα και στάθηκαν στα ψηλότερα κλαδιά των γύρω δέντρων∙ άλλα –τρομαγμένα– αναζήτησαν ασφαλέστερο καταφύγιο στα πυκνά φυλλώματα των καλλωπιστικών θάμνων. Τα υπόλοιπα ακούγονταν να τσιτσιρίζουν παγιδευμένα κάτω από τη σήτα, παλεύοντας απεγνωσμένα να βρουν διέξοδο.
Αμέσως ο γέρος άνοιξε διάπλατα την πόρτα και πρόβαλε χαμογελαστός στο κατώφλι. Στο χέρι του κρατούσε ακόμη την άκρη του σπάγκου. Φανερά ικανοποιημένος από την επιτυχία του εγχειρήματός του, κατέβηκε στην αυλή, με τα μάτια καρφωμένα στην ξόβεργα. Όμως, πριν προλάβει να κάνει το πρώτο βήμα, σταμάτησε απότομα. Η Μάρω τον είδε να κοιτάει μέσα από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας προς το εσωτερικό του σπιτιού και να αφουγκράζεται με προσοχή. Από το παράθυρό της δεν φαινόταν ούτε η κεντρική είσοδος ούτε ο δρόμος. Ωστόσο λίγο πριν, παρακολουθώντας από ψηλά τις κινήσεις του γείτονά της, είχε προσέξει μία αδύνατη ανδρική φιγούρα με μια μαγκούρα στο χέρι να κατηφορίζει με δυσκολία από το χιονισμένο δρομάκι.
«Ποιος;» αντήχησε κοφτά και δυνατά η αυστηρή φωνή του γείτονά της.
«−Εγώ είμαι, Σπύρο. Ο Ανέστης. Άνοιξε!» ακούστηκε να του απαντά από τον δρόμο με τη λεπτή, τρεμουλιαστή φωνή του το καλοκάγαθο γεροντάκι.
Εκείνος παράτησε προς στιγμήν τα πουλιά και γύρισε πίσω για να του ανοίξει.
Μόλις η Μάρω τον είδε να μπαίνει στο σπίτι, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να περιμένει καλύτερη ευκαιρία. Πετάχτηκε επάνω, φόρεσε όπως-όπως τα παπούτσια της, άρπαξε το επανωφόρι από την κρεμάστρα και γλίστρησε στις σκάλες. Έκανε τρέχοντας τον γύρο του σπιτιού και αμέσως βρέθηκε στην πίσω αυλή. Κοντοστάθηκε στη γωνία και κοίταξε απέναντι. Οι χαμηλόφωνες ομιλίες των δύο ανδρών ακούγονταν από τον δρόμο μέσα στην ησυχία του χιονισμένου τοπίου, όμως δεν φαινόταν κανείς. Διέσχισε αποφασιστικά τον κήπο τους και πλησίασε στο φράχτη, στο ύψος του σημείου όπου βρισκόταν η ξόβεργα. Άρπαξε ένα λεπτό καδρόνι που εξείχε από το χιόνι και το τράβηξε έξω από τον σωρό με τα παλιά ξύλα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί. Το ανύψωσε πάνω από τον φράχτη και κρατώντας το γερά με το ένα χέρι, το έτεινε προς τη γειτονική αυλή, με στόχο να προσεγγίσει το καφάσι, να το τοποθετήσει κάτω από το πλαίσιο και να το ανασηκώσει. Όμως βρισκόταν μακριά και το καδρόνι, αποτυγχάνοντας να πλησιάσει το τελάρο, προσγειώθηκε επάνω στο χιόνι. Τα παγιδευμένα πουλιά, τρομαγμένα, ακούστηκαν να φτερουγίζουν κάτω από τη σήτα. Προσπάθησε να το σπρώξει περισσότερο, μήπως καταφέρει τελικά να πλησιάσει την ξόβεργα∙ όμως το καδρόνι σύρθηκε για μερικά εκατοστά ακόμη πάνω στο φρέσκο χιόνι και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Κρατήθηκε καλύτερα και έγειρε με όλο της το σώμα επάνω στο φράχτη. Σήκωσε το καδρόνι και τέντωσε το χέρι όσο μπορούσε. Αυτή τη φορά τα κατάφερε∙ το άκρο του εισχώρησε κάτω από το πλαίσιο του τελάρου σκαλίζοντας, στο σημείο εκείνο, το αφράτο χιόνι. Με μια απότομη κίνηση, χρησιμοποιώντας το ως μοχλό, κατάφερε να ανασηκώσει ελαφρά τη μία πλευρά της ξόβεργας. Την ίδια στιγμή, ένα αγωνιώδες πετάρισμα ακούστηκε στην αυλή, καθώς δυο-τρεις σκούρες σκιές πετάγονταν αστραπιαία έξω από το καφάσι και με μια απλωσιά εξαφανίζονταν μέσα στους θάμνους. Η Μάρω, αφού βεβαιώθηκε ότι είχαν απεγκλωβιστεί όλα τα πουλιά, τράβηξε απαλά προς τα πίσω το καδρόνι και άφησε το τελάρο να επανέλθει στην αρχική του θέση. Έστρεψε με αγωνία το βλέμμα προς την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Συνειδητοποίησε ότι την είχε κυριεύσει ο ίδιος φόβος που ένιωθε για τον γείτονά της από τότε που ήταν παιδί. Δεν φαινόταν κανείς, ούτε μπορούσε πια να ακούσει τις ομιλίες τους από την κεντρική είσοδο. Μάζεψε γρήγορα τη σανίδα και την πέταξε όσο γινόταν πιο μακριά κάτω από τα δέντρα του κήπου τους και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι. Κλείνοντας πίσω της την πόρτα, άκουσε μέσα από την κουζίνα τη γιαγιά της να τη ρωτάει:
«Βγήκες έξω, Μάρω;»
«Όχι, γιαγιά. Κάτι ξέχασα στο αυτοκίνητο και πετάχτηκα να το πάρω!» δικαιολογήθηκε, καθώς πλησίαζε στο παράθυρο.
Στάθηκε όρθια στο πλάι και κρυμμένη πίσω από την τραβηγμένη κουρτίνα, παρακολουθούσε την αυλή. Σε δευτερόλεπτα, είδε το γέρο να επιστρέφει και να κατευθύνεται γρήγορα προς την ξόβεργα. Πλησίασε και γονάτισε. Με το ένα χέρι ανασήκωσε ελαφρά το τελάρο, ενώ την ίδια στιγμή με το άλλο έφραζε το άνοιγμα για να μη διαφύγουν τα παγιδευμένα πουλιά∙ συγχρόνως, διερευνούσε ψηλαφώντας με τα δάκτυλα δεξιά και αριστερά κάθε γωνιά της αυτοσχέδιας παγίδας. Όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε μέσα, σήκωσε σχεδόν σε κάθετη θέση το καφάσι για να το επιβεβαιώσει και ύστερα το άφησε να πέσει απότομα κάτω αναποδογυρισμένο. Σαστισμένος, κοίταξε γύρω και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Τότε παρατήρησε, για πρώτη φορά, κάποια περίεργα σημάδια που υπήρχαν επάνω στο απάτητο χιόνι γύρω από το σημείο όπου βρισκόταν η ξόβεργα. Ήταν τα σημάδια που είχε κάνει το καδρόνι της προσπαθώντας να εισχωρήσει κάτω από το τελάρο. Πετάχτηκε επάνω οργισμένος, έδωσε μια γερή κλωτσιά στο καφάσι και το πέταξε μακριά. Γύρισε και έριξε το βλέμμα –ένα βλέμμα γεμάτο μένος– στο υπόστεγο, δίπλα στην κουζίνα, με το άχυρο. Ύστερα, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένος και επέστρεψε στο σπίτι. Καθώς έκλεινε πίσω του με δύναμη την πόρτα, της φάνηκε ότι τον άκουσε να μουρμουρίζει: «Αναθεματισμένες παλιόγατες!»