You are currently viewing View Master 1. Στο espresso-ambulanz. Μια συνομιλία για την Τέχνη μεταξύ των Νόρα Βιγιόν και Τσαρλς Γιομπλόνσκι

View Master 1. Στο espresso-ambulanz. Μια συνομιλία για την Τέχνη μεταξύ των Νόρα Βιγιόν και Τσαρλς Γιομπλόνσκι

Ήταν ώρα ξώφαλτση και το καφέ μισοάδειο. Η Νόρα* και ο Τσαρλς** είχαν συμφωνήσει γι’ αυτή την πρώτη τους συνάντηση να βρεθούν στο καφέ espresso-ambulanz στο πρώην ανατολικό Βερολίνο, στην πόλη όπου έμεναν. Η Νόρα έφθασε νωρίτερα και προτίμησε ένα γωνιακό σεπαρέ. Της άρεσαν τα σεπαρέ – της θύμιζαν την εποχή που επισκεπτόταν τη μαμά της και εκείνη την έπαιρνε μαζί της στο Les Richoux του Σόχο, όπου συναντούσε τον τότε εραστή (και αργότερα σύζυγό της), τότε που έπρεπε ακόμα να κρύβονται για να μη βγει εναντίον της το διαζύγιο. Μετά βέβαια έκανε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή επεδείκνυε τον νούμερο δύο, τον λόρδο Σαουθάμπτον, συχνάζοντας στα πιο δημόσια μέρη˙ αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Τσαρλς μπήκε με μικρή καθυστέρηση. Ώρα τώρα είχε στηθεί σε μια γωνιά και αυτός, έξω όμως από το καφέ, και παρατηρούσε την Νόρα προσπαθώντας να καταλάβει τι έκανε. Εκείνη, φορώντας ένα ροζ πανί στο κεφάλι, είχε ανεβάσει τα κοκαλιάρικα, μαυροντυμένα χειροπόδαρά της πάνω στο κάθισμα του σεπαρέ και, καθώς τα είχε ενωμένα μεταξύ τους, έδινε την εντύπωση ότι έκοβε τα νύχια των ποδιών της. Ίσως προσπαθεί να μιμηθεί τη θέση και τη φύση της αράχνης του Οντιλόν Ρεντόν, σκέφτηκε ο Τσαρλς βλέποντας το χαμόγελο σατανικής σχεδόν αγαλλίασης στο πρόσωπό της, κάπου διάβασα ότι της αρέσει αυτός.

Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο πεζή. Η Νόρα είχε απλώς καούρες, διότι πριν ξεκινήσει για το ραντεβού τσάκισε όλο το σουτζούκι που της είχε φέρει πεσκέσι ο Τούρκος γείτονάς της που της την έπεφτε. Έτσι τώρα, προκειμένου να απαλλαγεί από τις βλαβερές συνέπειες μιας άκρως απολαυστικής διατροφής, ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει μια στάση επείγοντος διαλογισμού.

Νόρα: Γεμίζει το στόμα σου μ’ αυτό το Τσαρλς, είπε η Νόρα σε μια πρωτότυπη προσπάθεια να σπάσει τον πάγο.

Ένα καφέ ελληνικό, παρακαλώ (προς την σερβιτόρα). Ο Κριαράκης μου τον έμαθε και… θα ήθελα κάτι ελαφρύ να τσιμπήσω, το στομάχι μου είναι αναστατωμένο.  Τι έχετε; Ένα μπριός με σολομό – βολεύουν, είναι μικρά – αυτά δεν γεμίζουν το στόμα, σε αντίθεση με σένα, με τ’ όνομά σου, εννοώ.  Τρώγονται εύκολα και δεν χαλάει και το κραγιόν.

Τσαρλς: Εγώ ένα χυμό πορτοκάλι.

Ν: Μπα, νόμιζα πως…

Τς: Πίνω. Απλώς τώρα θέλω κάτι σε ζωηρότερο χρωματισμό.

John Singer Sargent. The Daughters of Edward Darley Boit. 1882

(Προβληματισμένος με την αδιακρισία και τους σεξουαλικούς υπαινιγμούς της Νόρας, ο Τσαρλς μπαίνει κατευθείαν στο θέμα).

Τς: Όταν μου μίλησε ο Περκλής γι’ αυτό το πρότζεκτ ομολογώ ότι είχα αρκετούς ενδοιασμούς. Ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε τους άλλους εικαστικούς; Θέλω να πω, ποιος είναι ο ρόλος, τελικά, του κριτικού τέχνης;

Ν: Εμείς δεν είμαστε κριτικοί. «Ο κριτικός είναι αντάρτης, εξεγερμένος, παθιασμένος, η κριτική είναι μια πράξη πολιτική και απόλυτα προσωπική, ανοίγει και ανοίγεται σε ευρύτερους ορίζοντες», όπως λέει και ο Μπωντλαίρ. Έτσι και εγώ τώρα που δεν δημιουργώ, θεωρώ ότι το πεδίο είναι ακόμα πιο ελεύθερο. Το προσωπικό μου στυλ δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο. Η άποψή μου είναι ανοιχτή για όλους και για όλα.

Τς: Οι τεχνοκριτικοί είναι παράσιτα…

Ν: Διαφωνώ. Ο τεχνοκριτικός χρειάζεται γιατί λειτουργεί ως ενδιάμεσος. Δίνει στοιχεία για τον εικαστικό που διευκολύνουν όσους δεν έχουν ειδικές γνώσεις.

Τς: Έτσι μιλάνε μόνο όσοι είχαν τους κριτικούς με το μέρος τους.

Ν: Χμ, είχα ακούσει ότι ο Γιομπολόνσκι είναι καρφί… Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι η τύχη με ευνόησε κάπως και πούλησα μερικά έργα σε επώνυμους. Ο Κιθ Ρίτσαρντς έχει ακόμα τη σύνθεση με τα μπουκάλια στο μπάνιο του. Βέβαια η Κόρντεϋ Λοβ πέταξε ένα ανάλογο έργο στα σκουπίδια, απ’ ότι έμαθα. Μετά δικαιολογήθηκε λέγοντας πως το μπέρδεψε με τα άδεια μπουκάλια μετά από ένα ολοήμερο πάρτι…

Max Ernst, Le Jardin de la France (1962)

Τς: Δεν γυρνάει όλος ο κόσμος γύρω από σένα, Νόρα! Για τους κριτικούς μιλάω. Γι’ αυτούς που καταστρέφουν καριέρες, είναι αργυρώνητοι, είναι μέρος ενός εμπορικού κυκλώματος. Θυμήσου τι λέει ο Μπασκιά: «Μην ακούς τι λένε οι κριτικοί έργων τέχνης. Δεν ξέρω κανέναν που να χρειάζεται ένα κριτικό για να καταλάβει τι είναι τέχνη». Άλλωστε δεν μιλάμε για τα πραγματολογικά στοιχεία, άνοιξε τη Wiki να ξεστραβωθείς. Άλλο ιστορία τέχνης και άλλο τεχνοκριτική.

Ν: Πάω πάσο. Επιμένω όμως ότι ο τεχνοκριτικός μπορεί να δώσει κατευθύνσεις…

Τς: Και γιατί να το κάνει αυτό;

Ν: Θα επικαλεστώ και πάλι τον Μπωντλαίρ. Ο τεχνοκριτικός είναι ένας μεταφραστής που μεταφέρει το έργο σε μια γλώσσα που το κοινό καταλαβαίνει…

Τς: À Propos o Μπωντλαίρ δεν είχε ειδικές γνώσεις για τη ζωγραφική, διέθετε όμως μια τερατώδη αισθητική καλλιέργεια. Άλλωστε ο πραγματικός καλλιτέχνης αφήνει το έργο του να μιλήσει γι’ αυτόν. Ο Μπαλτύς αντιστεκόταν στη δημιουργία βιογραφικού. Το 1968, όταν η Τέιτ που διοργάνωνε μια έκθεση με δικά του έργα, του ζήτησε βιογραφικό, εκείνος έστειλε το ακόλουθο σημείωμα: «Βιογραφικά στοιχεία δεν ευρέθησαν. Ο Μπαλτύς είναι ένας ζωγράφος για τον οποίο τίποτα δεν γνωρίζουμε. Πάμε λοιπόν να δούμε τους πίνακές του. Μπ».

Μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Μπέικον δεν σπούδασε, γιατί θεωρούσε ότι όλα αυτά σε βάζουν σε ένα καλούπι. Και αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε.

Ν: Η αλήθεια είναι ότι η εκπαίδευση μπορεί να γίνει τροχοπέδη. Θα ξέρεις βέβαια ότι ο μπαμπάς του Πικάσο, o Χοσέ Ρουίζ Μπλάσκο, ήταν καθηγητής στη σχολή καλών τεχνών της Μάλαγα. Από εκεί ξεκίνησε και ο μικρός που ήταν εντυπωσιακός ζωγράφος από κούνια, σε τέτοιο βαθμό που λένε ότι ο μπαμπάς «απειλήθηκε» από το ταλέντο του αγοριού. Ο μικρός, από την άλλη, έφυγε από πολύ νωρίς από το σπίτι για να κάνει τα δικά του. Θεωρώ ότι, αν δεν είχαμε μια τόσο έντονη σύγκρουση προσωπικοτήτων, η ζωγραφική ίσως να μην είχε ακολουθήσει την πορεία που ακολούθησε…

Τς: Ο Πικάσο ξεχώρισε γιατί ήταν μεγαλοφυής. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες. Και εγώ με τις θεωρίες δεν τα πάω καλά. Κοίτα, έχουμε άφθονα παραδείγματα ιδιοφυών ζωγράφων που δεν σπούδασαν. Πάρε μόνο αυτούς που μόλις αναφέραμε, κανείς τους δεν έχασε τίποτα που δεν σπούδασε. Οι μποέμ άλλωστε δεν είχαν κόλλημα με τις ακαδημαϊκές σπουδές.

Ν: Ήταν μια εποχή επαναστατική…

ο Νταλί στήνει το καβαλέτο του στο Βενσέν και ζωγραφίζει ρινόκερους. στο φόντο η κεντήστρα του Βερμέερ.

Τς: Όμως, όση ώρα συζητάμε, εγώ σκέφτομαι… Έχει νόημα η τέχνη; Μήπως είναι απλώς μια πολυτέλεια, είναι εμπορεύσιμη; Το μεταμοντέρνο απευθύνεται σε ένα κοινό που καταναλώνει τα πάντα – από οδοντόκρεμες έως αντικείμενα τέχνης… ό,τι να’ναι. Ο Πικάσο και ο Νταλί είναι παραδείγματα ακραίας εμπορευματοποίησης. Ο Νταλί πούλησε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Ν: Στη σύγχρονη εποχή εννοείς; Για μένα παλιότερα η τέχνη είχε νόημα. Η τέχνη εκφράζει τον ψυχικό μας κόσμο. Πάρε τους σουρεαλιστές. Υποσυνείδητο, ασυνείδητο. Χρησίμευε – για τον καλλιτέχνη τουλάχιστον, αλλά και για τον κόσμο – αφού τον έφερε σε επαφή με ένα άγνωστο πεδίο.

Τς: Οι σουρεαλιστές και οι νταντά ήθελαν να γκρεμίσουν την παράδοση, να την ρίξουν στα τάρταρα και να δημιουργήσουν κάτι νέο. Και ως ένα βαθμό τα κατάφεραν. Μέχρι που, μεταπολεμικά, πέρασαν στη διαφήμιση. Ο σουρεαλισμός τελείωσε το ’45.

Ν: Έφτιαξαν κάτι καινούριο.

Τς: Οι νταντά δεν έκαναν τίποτα. Κατσαρολικά βαράγανε, ακόμη κι ο μελωδικός Σατί. Η τέχνη τους έφθασε σε ένα όριο. Και το ξεπέρασε… Ο Γουόρχολ ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα με μουστάκι. Τι νόημα έχει;

Ν: Κοροϊδεύει. Η αποκαθήλωση της νόρμας. Αλίμονο αν αυτό δεν έχει νόημα.

Τς: Ο Καντίνσκι πιστεύει στο νόημα της τέχνης. Διαπαιδαγώγηση, σπουδές, Μπαουχάους. Θεωρεί ότι η εικαστική δημιουργία είναι μια πράξη καθαρά πνευματική, μια πανανθρώπινη οπτική γλώσσα. Στον αντίποδα στέκεται ο Ντυσάν.

Ν: Γι’ αυτό κι εγώ έκαψα τα έργα μου… Όμως και αυτό – ο Ντυσάν που μηδενίζει – κάτι θέλει να πει, είναι μια δήλωση.

Τς: Συμφωνώ. Ο Ντυσάν ήταν εικονοκλάστης.

Ν: Άρα λες ότι έχει νόημα η τέχνη.

Τς: Όχι. Άλλο αν είναι τέχνη και άλλο αν έχει νόημα. Εμείς ζούμε τώρα, έχει όμως νόημα η ζωή;

Ν: Ο άνθρωπος στέκεται απέναντι σε ένα έργο και θέλει να καταλήξει: είναι καλό ή είναι κακό;

Τς: Η ζωγραφική δεν έχει καμία σχέση με το καλό και το κακό. Είναι χρώματα, μορφές, σχέδιο – ο συνδυασμός τους… Είναι η συγκίνηση.

Ν: Συμφωνώ στη συγκίνηση. Ποια είναι λοιπόν η αποστολή της τέχνης;

Τς: Καμία απολύτως!

Ν: Ο καλλιτέχνης έχει μια αποστολή –  να διευκολύνει την έκφραση.  Ο καλλιτέχνης εκτίθεται για να βοηθήσει τον θεατή  να φωτίσει τα δικά του σκοτεινά σημεία. Μπαίνει μπροστά, γίνεται ευάλωτος, διακινδυνεύει… Ξεκινά βέβαια από μια προσωπική ανάγκη. Εκεί βλέπω εγώ τη χρησιμότητα.

Τς: Δηλαδή λες ότι είναι χρησιμοθηρικό, ωφελιμιστικό το όλο πράγμα;

Ν: Λοιπόν Τσαρλς, συμφωνούμε στο ότι διαφωνούμε. Όμως αγαπάμε την τέχνη, αυτό είναι το σημαντικό. Και αυτό είδε ο Κριαράκης και μας έφερε σε επαφή.

Τς: Να σου πω, απ’ ότι έχω κάνει ως τώρα, αυτή η ασχολία μου ταιριάζει περισσότερο…

Ν: Ναι, και μένα. Σαφώς καλύτερα από το να μοιράζω διαφημιστικά φυλλάδια πάνω σε πατίνια.

(Έχει αρχίσει να βρέχει. Ο Τσαρλς είναι κάτω από το στέγαστρο, όχι όμως και η Νόρα. Ωστόσο δεν βρέχεται).

Ν: Έχεις ομπρέλα;

Τς: Δεν έφερα. Μένω εδώ κοντά.

Ν: Να περάσουμε από το σπίτι σου να μου δώσεις μία;

Τς: Δεν έχω, μου την κλέψανε

Ν: Μα μόνο μία ομπρέλα είχες κι εσύ;

Magritte. Hegel’s Holiday 1958.

 

+ο πίνακας του εξώφυλλου είναι του Johannes Vermeer. Girl with a Pearl Earring, 1665

 

 

*Νόρα Βιγιόν

H Νόρα Βιγιόν γεννήθηκε στο Λονδίνο, στο Σάουθ Κένσιγκτον και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι του πατέρα της στην Κορνουάλη.Οι γονείς της χώρισαν όταν εκείνη ήταν ακόμα μικρή. Ο πατέρας της Ντέιβιντ Ουίντερμπότομ ήταν στρατηγός του βρετανικού στρατού και γιος του Θιούλις Ουίντερμπότομ, αντιρρησία συνείδησης στράτευσης ο οποίος δεν πολέμησε στον 2οπαγκόσμιο πόλεμο και προτίμησε να πάει φυλακή. Η μητέρα της, Ντάφνι Στίβεν, είναι μακρινή απόγονος της Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον, διάσημης φωτογράφου, και ήταν ηθοποιός, ώσπου παντρεύτηκε τον λόρδο Σαουθάμπτον και έγινε και αυτή λαίδη.
Η Νόρα Βιγιόν, όταν ξεπέρασε την περίοδο των θαλασσογραφιών και της έντονης σχέσης αγάπης-μίσους με τον πατέρα της Ντέιβιντ Ουίντερμπότομ, ασχολήθηκε πολύ με την «τέχνη της αποσύνθεσης», όπως η ίδια την ονομάζει. Σπούδασε στο Όκουαρντ Κόλετζ της Οξφόρδης και στην Μπιγιεντού Ακάντεμι οφ Αρτς. Το έργο της χαρακτηρίζεται αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό. Ταξιδεύει πολύ και δηλώνει ότι δεν έχει μόνιμη κατοικία. Την εποχή αυτή μένει στο Βερολίνο. Θεωρεί ότι η πόλη αυτή, «συμπυκνώνει όλη τη βαριά κληρονομιά της παλιάς Ευρώπης που ψυχορραγεί», κάτι που αποτέλεσε συχνά πηγή έμπνευσης στο έργο της. Έχει δημιουργήσει έργα χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα: ζωγραφική, σχέδιο, ψηφιακές τεχνικές, ύφασμα και installations. Επίσης στα έργα της χρησιμοποιεί αντικείμενα που βρίσκει στα σκουπίδια (artepovera). Tίτλοι μερικών εκθέσεών της, «Life is just a rehearsal, afterlife rocks», «Come and sleep with me on the beach, the sea is fun», «My tent is my kingdom but my bed is my resurrection»και διάφορες άλλες.

 

**Τσαρλς Γιομπλόνσκι

Γεννήθηκε στο Λοτζ της Πολωνίας από Γερμανό πατέρα και μητέρα Γαλλοχιλιανή. Η οικογένεια αρχικά μετακόμισε στη Βιέννη, ύστερα στο Βερολίνο και τέλος στις Βρυξέλλες. Σπούδασε ζωγραφική στο Μόναχο και σκηνογραφία στο Παρίσι. Σκηνογράφησε έργα του Μπρεχτ στο Picollo Theatro του Μιλάνου σε σκηνοθεσία Τζόρτζιο Στρέλερ. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ έκανε τη σκηνογραφία στο έργο του Μπύχνερ ‘Βόιτσεκ’, σκηνογράφησε και »τον Πούντιλα και το Δούλο του Μάτι» του Μπρεχτ. Ο »Μαρά- Σαντ» του Πέτερ Βάις ανέβηκε στη Schaubuene σε δική του σκηνογραφία , όπως επίσης και η »Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντύρενματ. Διηύθυνε μια γκαλερί τέχνης που φιλοξενούσε φωτογραφίες ταφικών επιγραφών, ενώ διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές σπιρτόκουτων και φωτογραφιών με παράξενα ψάρια. Έχει φτιάξει ολογράμματα για τα επτά θαύματα του κόσμου, έχει ταξιδέψει πολύ και έχει φωτογραφήσει τις απόκρημνες περιοχές, ξεκινώντας από την Κορνουάλη. Έπαθε νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Σαλπετιέ στο Παρίσι όταν, σε μια φωτογραφία απόκρημνων βράχων, ανακάλυψε το σώμα ενός άντρα σε πτώση.
Σήμερα διαμένει σε διαμέρισμα που διακόσμησε ο ίδιος στο Βερολίνο. Αρθρογραφεί στα πιο έγκυρα περιοδικά τέχνης της Ευρώπης ενώ έχει εγκαταλείψει την εικαστική του δραστηριότητα.

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.