Έκαναν έρωτα την πρώτη Δευτέρα του Μάη, ένα υγρό απόγευμα, νοτίζοντας το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας με τερψικέραυνα σύννεφα. Χύμηξε πάνω της, όπως χυμάει το λιοντάρι στη λεία του, τσαλάκωσε το άσπρο της πουκάμισο, ανακάτεψε τα μαλλιά της, πήρε όλο το κόκκινο κραγιόν στο στόμα του. Σύντομα μια ηλιαχτίδα άρχισε να παίζει στα μάτια της. Γι΄ αυτήν ο Στέφανος ακύρωσε το απογευματινό μάθημα στη Σχολή. Γι΄ αυτόν η Κάτια ακύρωσε τη ζωή που ήξερε και του υποσχέθηκε «για πάντα».
Αυτός Επίκουρος Καθηγητής Ιατρικής στο πανεπιστήμιο, με στρογγυλά γυαλάκια, αγάπη για το θέατρο, έξυπνο χιούμορ, γυναίκα και δύο παιδιά. Αυτή ορκισμένη μάνα φοιτήτριάς του, ξανθιά, χειμαρρώδης, συμβολαιογράφος, τέκνο καλής οικογένειας, παντρεμένη από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Η σχέση τους ήταν παράφορη από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν στην ορκωμοσία της κόρης της. Την κοίταξε υπνωτισμένος να βγαίνει φωτογραφίες, την πλησίασε να την συγχαρεί, δίνοντάς της το χέρι και, από τότε, δεν το πήρε πίσω. Στην Αίθουσα Τελετών της πέρασε το τηλέφωνό του και δέχτηκε να παραβρεθεί στο τραπέζι της πτυχιούχου φοιτήτριας, μόνο και μόνο για να είναι κοντά της, κάτι που ήταν εντελώς έξω από τον χαρακτήρα του. Ήπιε κι έφαγε μηχανικά, υπέφερε σε όλη την διάρκεια του γεύματος κι έμεινε για ώρα εκεί. Μόνο μ΄ αυτήν και μόνο γι΄ αυτήν. Οι ματιές τους διασταυρώνονταν και απέκλειαν όλα τα υπόλοιπα μάτια. Αστραπές έπεφταν στην καρδιά του, άστρα χοροπηδούσαν στο κεφάλι της, οι παλμοί ανέβαιναν και το δέρμα τους υγραινόταν από επιθυμία.
Έκτοτε συναντιόνταν τρεις φορές την εβδομάδα για δυο ώρες, απογεύματα στο δώμα που αυτός νοίκιασε. Τις ώρες της δουλειάς η Κάτια κρυφοκοιτούσε το ρολόι, έκλεινε τα μάτια και παρασυρόταν με την αίσθηση πως ακουμπά το σώμα του. Κάποιες φορές χάιδευε με περισσή θέρμη τον πελάτη μπροστά της μόνο και μόνο για να ακουμπήσει κάπου τα χέρια της. Σαν πήγαινε να τον συναντήσει, ακόμη από την είσοδο του δώματος, βαριανάσανε. Ζαλισμένη από τη μυρωδιά του, έκλεινε τα μάτια να απολαύσει την ευτυχία που βίωνε στα κρυφά, με φόβο μην τη χάσει. Μαζί του ήταν ντυμένη, αλλού ένιωθε γυμνή. Μύριζε την ανάσα του κι ας μην ήταν δίπλα της· τον φιλούσε σα να μην υπάρχει αύριο -άσχετα, αν όντως δεν υπήρχε· έκανε τα πάντα να μη χάσει ούτε ένα λεπτό από τις συναντήσεις που την έκαναν να πετάει, να γεννιέται, να πεθαίνει, να ζει. Τις βάφτισε «Κυριακή ένα», «Κυριακή δύο», «Κυριακή τρία». Ο Στέφανος τις βάφτισε «καλοκαιράκια».
Στα τέλος της πρώτης πενταετίας, μεθυσμένη από ευτυχία, του πρότεινε να ζήσουν μαζί. Θα άφηνε τον άντρα της, θα μιλούσε στην κόρη τους που έφτασε σχεδόν τα τριάντα -δεν ήταν μωρό πια- και επιτέλους θα ζούσε τ΄ όνειρό της. Αυτός θα άφηνε τη γυναίκα του, με την οποία ήταν σε διάσταση, και θα εξηγούσε το θέμα στα παιδιά του. Του το πρότεινε μια «Κυριακή», βυθισμένη στην αγκαλιά του, ενώ του φιλούσε την παλάμη, τα δάχτυλα, του σάλιωνε το δέρμα, ευτυχισμένη. Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια διάπλατα, σαν αυγά μάτια, σηκώθηκε άτσαλα, παρασύροντας ένα ποτήρι λευκό κρασί στο πάτωμα και την κοίταξε τρομαγμένος. Η άρνησή του έσκασε σα βόμβα στο κεφάλι της, που έγινε χίλια κομμάτια, της στέρησε κάθε ικανότητα να ψελλίσει κάτι ή να σκεφτεί. Η ομίχλη μπήκε φουριόζα μέσα της κι αυτή έπεσε στα πατώματα, μάζεψε τα κομμάτια της κι έτριψε τον λεκέ στο κεφάλι της. Έμεινε αρκετή ώρα στην ίδια θέση. Ύστερα του ζήτησε συγγνώμη, τον παρακάλεσε να βρεθούν σύντομα κι έφυγε, «γυμνή», με σκέψεις ανάκατες.
Οι συναντήσεις συνεχίστηκαν σχεδόν κανονικά. Ο Στέφανος όσο έγραφε για την εξέλιξή του στη Σχολή τόσο πιο πολύ την ήθελε δίπλα του. Της έστελνε λουλούδια, της έπαιρνε δώρα, την παρακαλούσε να έρχεται, απαιτούσε να περνά περισσότερο χρόνο μαζί, εξέφραζε ζήλεια, έρωτα, πάθος και ανάγκη γι΄ αυτήν. Η Κάτια, όμως, άρχισε να αποφεύγει τις συναντήσεις, βρίσκοντας δικαιολογίες, κάθε φορά διαφορετικές, κάθε φορά πιο πετυχημένες και κάθε φορά πιο αληθινές. Άρχισε να διαφωνεί μαζί στου πολιτικά και κάθε που γινόταν αυτό δεν έκαναν έρωτα. Στο γραφείο τα πράγματα άλλαξαν, η δουλειά αυξήθηκε, η Κάτια ξεκίνησε μεταπτυχιακό. Συχνά χαμήλωνε την ένταση του τηλεφώνου, προσποιούνταν πως δεν άκουγε, ορισμένες φορές δεν ήθελε καν να ακούσει κι άφηνε το τηλέφωνο να χτυπά.
Οι συναντήσεις μειώθηκαν αισθητά. Ο Στέφανος πήρε τη βαθμίδα του Καθηγητή κι αυτή δεν του ευχήθηκε· δεν θυμήθηκε την ημερομηνία. Αυτό το χρέωσε στα αρνητικά της, ζήτησε συγγνώμη, το ίδιο βράδυ κοιμήθηκε μαζί του στο δώμα και προσποιήθηκε οργασμό. Μετά δεν ξαναπήγε.
Δυο μήνες μετά – Μάης ήταν- του ζήτησε να χωρίσουν. Ο Στέφανος την αγκάλιασε με το βλέμμα του, το βλέμμα του ρώτησε γιατί, το γιατί έγινε κλάμα, το κλάμα έγινε θυμός, ο θυμός έγινε ικεσία, η ικεσία έπεσε στο κενό. Το κενό καταβρόχθισε τον Στέφανο. Η Κάτια μέτρησε με τα δάχτυλα των χεριών τις αιτίες και τις βρήκε μία ή σχεδόν μία· άργησε, βέβαια, δέκα χρόνια.
Μάλλον, του είπε, τίποτε δεν κρατάει για πάντα.