You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης:  Ο κυρ-Μπιλ ή η Μνήμη στην παρανομία

Κωστής Ζ. Καπελώνης:  Ο κυρ-Μπιλ ή η Μνήμη στην παρανομία

Προετοιμάζεται μια εποχή, όπου η κοινωφελής μνήμη θα είναι παράνομη.

Ζούμε στην αποθέωση των σκουπιδιών του παρόντος. Η πραγματικότητα εκφράζεται με τα περίφημα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, που πολλές φορές δεν είναι πραγματικότητα. Μάλιστα κυριαρχεί η τάση να επιμένουμε στα στοιχεία εκείνα της πραγματικότητας, που έχουν μόνο εμπορική ή αγοραστική αξία. Προβάλλουμε ό,τι πουλιέται ή απλώς πουλάμε την εικόνα μας. Οι καθημερινές ψηφιακές καταγραφές στοιβάζονται σε μια απέραντη ψηφιακή χωματερή, που γίνεται αμέσως παρελθόν και θάβει από κάτω της τη Μνήμη.  Τα ψηφιακά σκουπίδια δεν έχουμε κανένα λόγο, να τα θυμόμαστε.

Όμως κάποια μνήμη θα επιμένει να ξεμυτίζει από το σκουπιδαριό.

Αυτός ο πρόλογος, σε κοινωνιολογικό ύφος, ήταν για να μιλήσω για έναν εργάτη του φωτός, που δεν τον ξέρετε. Ίσως να έχετε διαβάσει το όνομά του σε σελίδες θεατρικών προγραμμάτων.  Οι περισπούδαστοι θεατρολόγοι δεν πρόλαβαν να ασχοληθούν με την καταγραφή της εμπειρίας του, από τη πενηντάχρονη θητεία του στην τεχνική υποστήριξη των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης.

Ο άνθρωπος, που άλλαζε τις καμένες λάμπες, τράβαγε καλώδια, άπλωνε γραμμές, στο Υπόγειο ή στην Επίδαυρο και σε όλα τα ανοιχτά θέατρα της επικράτειας, έτρεχε παραστάσεις, συγχρονισμένος με τον ρυθμό και το συναίσθημα των ηθοποιών, συμπλήρωνε τον αρχικό σχεδιασμό των φωτισμών, ή σχεδίαζε εξ αρχής ένα θεατρικό φωτιστικό σύστημα, ή τον φωτισμό μιας παράστασης.

Δούλευε μια ζωή δυο βάρδιες. Το πρωί ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης στην οικοδομή, το βράδυ στο ηλεκτρολογείο της Φρυνίχου. Τις νύχτες, σε κάθε αλλαγή παράστασης, πάνω κάτω στις σκάλες να ρυθμίζει προβολείς.

Δεν άργησε ποτέ να είναι στην ώρα του, δεν ξέχασε ποτέ τα εργαλεία του, δεν έχασε ποτέ ούτε ένα κατσαβίδι.

Ακόμα και μετά την πρεμιέρα κρέμαγε, ή άλλαζε θέση σε έναν προβολέα, για να καλύψει μια τρύπα σε κάποιο φωτισμό.

Δεν έφευγε ποτέ από το θέατρο, αν δεν είχε φύγει ο τελευταίος θεατής.

Ερχόταν στο θέατρο μιάμιση ώρα πριν την παράσταση, να ελέγξει τις λάμπες, να αλλάξει τις καμένες, να ελέγξει τα ντίμερ και την κονσόλα του φωτισμού.

Ήταν ο καλύτερος θεατής, με ένα αλάνθαστο ανθρώπινο κριτήριο.

Αγαπούσε το θέατρο και τους ανθρώπους του. Ιδιαίτερα τους νέους ηθοποιούς. Αυστηρός με τους βοηθούς του, απαιτούσε πειθαρχία και αφοσίωση, αλλά δούλευε περισσότερο από αυτούς και έκανε ο ίδιος τις πιο επικίνδυνες εργασίες.

Ήξερε τα μυστικά του φωτός και ιδιαίτερα του θεατρικού φωτός, παρόλο που, δυο τρεις φορές, κινδύνεψε να γίνει κάρβουνο.

Δεν ήταν ποτέ κουρασμένος.

Στις περιοδείες κουβαλούσε τα 20κιλα διχίλιαρα Strand στην πλάτη, από τα σκαλοπάτια ή τα χωμάτινα πρανή, μέχρι το τελευταίο διάζωμα των αρχαίων θεάτρων, τα προσάρμοζε στα τρίποδα και τα έδενε με τρία σύρματα, ή φόρτωνε τη βάση του τρίποδου με πέτρες, μην τυχόν και σηκωθεί αέρας τη νύχτα. Τα ξήλωνε το τελευταίο βράδυ από κάθε πιάτσα και τα φόρτωνε στο φορτηγό, φροντίζοντας για την ασφάλεια, αλλά και να πιάσουν όσο λιγότερο χώρο γινόταν. Πολλές φορές, στα κακοφροντισμένα υπαίθρια θέατρα, διόρθωνε τις εγκαταστάσεις, έκανε πατέντες, για να πάρει ή να μεταφέρει το ρεύμα, εκεί που το χρειαζόταν.

Στις παλιές καλές εποχές, που ο θίασος έκανε μια μέρα πρόβα πριν την παράσταση, πήγαινε από την προηγούμενη μέρα κι όταν έφτανε ο θίασος, είχε ήδη εξοπλίσει το θέατρο και είχε έτοιμους τους φωτισμούς.

Ήταν χρονιές, με τις δυο ή τρεις καλοκαιρινές παραγωγές του Θεάτρου Τέχνης, που το έκανε αυτό εξήντα-εβδομήντα φορές μέσα σε ένα καλοκαίρι.

 

Στα πρώτα χρόνια στην Επίδαυρο, συνήθως μέναμε μέχρι το ξημέρωμα, για να ρυθμίσουμε τα φώτα. Μετά από κάποια χρόνια που δουλεύαμε μαζί, κάναμε το σταμπιλάρισμα και τη ρύθμιση των προβολέων στην ώρα της πρόβας, κι αν εγώ έπαιζα και έπρεπε να είμαι στη σκηνή, το έκανε μόνος του. Μετά μέναμε μια δυο ώρες, να γράψουμε τους φωτισμούς, τότε ήταν ακόμη χειρόγραφοι, δεν υπήρχαν οι ψηφιακές κονσόλες, και πολλές φορές προλαβαίναμε τον θίασο ακόμη στον Λεωνίδα, για να φάμε.

Την άλλη μέρα, εγώ πήγαινα στη θάλασσα, εκείνος όχι, γιατί πήγαινε μια βόλτα από το θέατρο να συμπληρώσει εκκρεμείς εργασίες.

Στο μάζεμα, στην αποκαθήλωση της παράστασης, έπρεπε να δουλέψει πολύ γρήγορα, να ελευθερώσει τη σκηνή από καλώδια και φώτα, για να αρχίσει το ξήλωμα του σκηνικού. Συνήθως είχε τελειώσει το μάζεμα όλων των φώτων, πριν το μάζεμα του σκηνικού.

Στις περιοδείες ταξιδεύαμε μαζί. Έπρεπε, να ξεκινήσουμε στην ώρα μας, να κάνουμε μια στάση στο δρόμο για φαγητό και να είμαστε στην ώρα μας στο θέατρο, που θα παίζαμε την επομένη, για να μιλήσει με τον ηλεκτρολόγο του θεάτρου, τον οποίο είχε πάρει τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα για να κλείσει ραντεβού. Την άλλη μέρα, νωρίς στο πρωινό, να συζητάμε την επικαιρότητα και τις δουλειές, που έπρεπε να γίνουν.

Δεν κουτσομπόλευε ποτέ.

 

Λέει ο Κάρολος Κουν, στην περίφημη ομιλία του προς τους φίλους του Θεάτρου Τέχνης, το 1942:

“Είμαστε μικροί, πολύ μικροί από κάθε πλευρά και από κάθε άποψη μπροστά στο έργο που τάξαμε στους εαυτούς μας. Έξω από αυτό είμαστε τίποτα. Χάρη σ’ αυτό αποκτάμε οντότητα και ζωή. Η συνείδηση αυτού του πράγματος μάς δίνει την πίστη στην αποστολή μας.

Μ’ αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζεται ίσως η αφετηρία του ξεκινήματός μας, αφετηρία και ανάγκη καθαρά ψυχική. Ψυχική ανάγκη γιατί; Για μια πιο πλούσια, πιο ωραία, πιο βαθιά ολοκληρωμένη ζωή, μια ανάταση του εαυτού μας, μια πιο πλατιά κατανόηση των γύρω μας μέσα απ’ την τέχνη, συγκεκριμένα μέσα από το θέατρο. Με άλλα λόγια το «Θέατρο Τέχνης» είναι μια εκδήλωση ζωής, και θέλω να πιστεύω, πως οι εργάτες του θα μπορούσανε να επιδοθούν με τον ίδιο ζήλο σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, φτάνει αυτό να εκπλήρωνε τους απαραίτητους όρους μιας ψυχικής ανάτασης, ενός κοινωνικού προορισμού. Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.

Μόνος ο καθένας μας είναι ανήμπορος. Μόνος ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθεια μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί μια αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου.”

 

Ένας λοιπόν από αυτούς τους εργάτες του Θεάτρου Τέχνης, που είχε τάξει τον εαυτό του στο “Μεγάλο Έργο”, που λέει ο Κουν, ήταν ο Βασίλης Κανελλόπουλος.

Αυτό, που θα μείνει απ’ αυτόν, θα είναι ο τίτλος του Μάστορα, που άκουσα να τον αποκαλεί στην κηδεία του ένας νεότερος ηλεκτρολόγος του Θεάτρου.

Υ. Γ.α’ Γι αυτούς που καταλαβαίνουν από κόστος και νούμερα: Αν δεν ήταν ο κυρ-Μπιλ, που έστησε το θέατρο και το δούλεψε σαράντα χρόνια, το θέατρο της οδού Φρυνίχου θα είχε κοστίσει τα διπλάσια χρήματα στο Θέατρο Τέχνης, για την ανανέωση του εξοπλισμού και τη συντήρησή του.
Υ. Γ.β’ Οι 20κιλοι προβολείς Strand 2000W, της δεκαετίας του ’70, φωτίζουν ακόμη παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, της οδού Φρυνίχου.
ΥΓ.3 Το “κυρ-Μπιλ”, ήτανε μια συντόμευση του ονόματός του, έτσι όπως τον αποκαλούσαν οι μαθητές και οι νεότεροι ηθοποιοί στο θέατρο της Φρυνίχου.
[Στις φωτογραφίες (από αναλογικά φιλμς του αρχείου μου) το θέατρο της Φρυνίχου λουσμένο στο φως του Βασίλη, σε σκηνοθεσίες του Γιώργου Λαζάνη:
1) “Μίννη η Αθώα”, Μ.Μοντεμπέλλι, 1990,  & 2) “Σουάνεβιτ”, Αυγ. Στρίντμπεργκ, 1992, σε φωτισμούς Α. Μπέλλη, 3) “Θεϊκά Λόγια”, Β.Ινκλάν, 1987,  4) “Πειρασμός”, Γρ. Ξενόπουλου, 1993, & 5) “Ο Γάμος”, Β. Γκομπρόβιτς, 1992, σε φωτισμούς Κ. Καπελώνη]

 

 

ΚΖΚ, 5.5.2023

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.