Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1970. Είναι φιλόλογος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Κόμπο τον κόμπο (Κίχλη 2019) και Η Μούτα και άλλες ιστορίες (Κίχλη 2021). Για το βιβλίο της Κόμπο τον Κόμπο τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Η εν λόγω συλλογή διηγημάτων ήταν υποψήφια για το βραβείο Μένη Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά έργα και έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
- K.K.: Γεννηθήκατε στην «καρυωτακική» Πρέβεζα, ποια η σχέση σας με τη συγκεκριμένη πόλη; Έχετε νιώσει ότι σάς έχει στοιχειώσει ποτέ στη συγγραφική σας διαδρομή το φάντασμα του Καρυωτάκη;
Δ.Λ.:Τα πρώτα μου παιδικά χρόνια τα έζησα στο χωριό των παππούδων μου και πιστεύω ότι αυτά, περισσότερο από καθετί άλλο, επηρέασαν την έως τώρα συγγραφή μου διαδρομή. Τον Κώστα Καρυωτάκη τον διάβασα στην εφηβεία μου και θυμάμαι ότι με είχε συγκινήσει πολύ ο ποιητικός ρεαλισμός των «Σατιρών», η σάτιρα που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού των κοινωνικών ρόλων και θεσμών. Τότε δεν είχα σίγουρα καταλάβει, όπως αναφέρει και ο Στέλιος Μαφρέδας στην «Εισαγωγή» του στο Η Πρέβεζα στη Νεοελληνική Ποίηση, «τη διάρκεια και τη δυναμική του ποιητικού συμβόλου» της πόλης στην οποία ζούσα. Αλλά και αργότερα που μελέτησα ως φιλόλογος σε μεγαλύτερο βάθος το έργο του Κ. Καρυωτάκη και τη σχέση του με την Πρέβεζα, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι το φάντασμά του θα μπορούσε να με στοιχειώσει. Αν ήμουνα ποιήτρια, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Κ.Κ.: Από πότε αρχίσατε να γράφετε;
Δ.Λ.: Παρόλο που υπήρξα συστηματική αναγνώστρια και διδάσκουσα το αντικείμενο της λογοτεχνίας, με τη γραφή ασχολήθηκα αρκετά όψιμα. Το αποφάσισα σε μια περίοδο της ζωής μου που ένιωθα να με συνθλίβει η καθημερινότητα και έπρεπε να κάνω κάτι για να αισθανθώ δημιουργική.
Κ.Κ.: Ποιες θεματικές σάς γοητεύουν στο πλαίσιο συγγραφής ενός διηγήματος;
Δ.Λ.: Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες θεματικές. Με απασχολούν κατά καιρούς όλα τα διαχρονικά θέματα με τα οποία καταπιάνεται η λογοτεχνία. Με ελκύουν όμως σίγουρα οι αδύναμοι άνθρωποι και οι εν γένει προβληματικές καταστάσεις.
Κ.Κ..: Έχετε σκεφτεί ποτέ να πειραματιστείτε με άλλα λογοτεχνικά είδη;
Δ.Λ..: Αγαπώ πολύ τη μικρή φόρμα. Νομίζω ότι μου ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά και αυτή θα συνεχίσω να υπηρετώ. Η συντομία, η πυκνότητα στο περιεχόμενο και τη γλώσσα, η ένταση είναι βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος που αν τα αξιοποιήσεις δημιουργικά, μπορείς να γράψεις πιστεύω αξιανάγνωστα κείμενα.
Κ.Κ.: Η ρεαλιστική αναπαράσταση του εκάστοτε κεντρικού θεματικού πυρήνα των διηγημάτων σας, πιστεύετε ότι ανατροφοδοτείται ή αναπροσαρμόζεται στις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες;
Δ.Λ.: Θεωρώ ότι κανένας συγγραφέας δεν γράφει ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής του. Ειδικά, όταν η πραγματικότητα είναι τόσο ακραία όσο τη ζήσαμε την τελευταία τριετία. Φρονώ ότι πολλά από τα διηγήματά μου εμπλέκονται με τον δικό τους τρόπο με τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα τη βία κατά των γυναικών που είδαμε να κορυφώνεται στην εποχή της πανδημίας. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δημιουργώ, πιστεύω ότι οι κοινωνικοί στοχασμοί με τη μια ή την άλλη μορφή αναδύονται συχνά από τις σελίδες των διηγημάτων μου.
Κ.Κ.: Θεωρώντας την εποχή μας ως δεξαμενή άντλησης θεματικού υλικού και έμπνευσης για έναν δημιουργό, εκτιμάτε ότι οι οδοδείκτες του καιρού μας είναι φωτεινοί ή ζοφεροί, πόσο επηρεάζουν τη δημιουργικότητά σας;
Δ.Λ: Είναι οπωσδήποτε ζοφεροί, αλλά η λογοτεχνία ακόμη και όταν καταπιάνεται με το ζοφερό, είναι εκεί για να μας δείχνει ότι κάποιες φορές μπορούμε να επιτύχουμε ακόμη και όσα στα μάτια μας φαντάζουν αδύνατα. Για αυτό, αν και οι υποθέσεις των περισσότερων διηγημάτων μου εκτυλίσσονται σε ζοφερούς καιρούς, οι ήρωές μου, θύματα της κοινωνικής αδικίας της εποχής τους, κατορθώνουν σε αρκετές περιπτώσεις να ξεπεράσουν το τραύμα αποκαθιστώντας μέσα τους το αίσθημα της αδικίας: με τη συμφιλίωση, την αποδοχή, ακόμη και τον συμβιβασμό.
Κ.Κ.: Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν ήρωα ή στιγμιότυπο που ξεχωρίζετε από τα διηγήματά σας και για ποιο λόγο το επιλέγετε;
Δ.Λ.Θα ξεχώριζα τη Μούτα, ένα κορίτσι που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του αισθάνεται ότι είναι ανεπιθύμητο, γιατί έχει γεννηθεί κουφό και κουτσό. Για να ανατρέψει αυτό το δεδομένο η Μούτα εργάζεται σκληρά στα χωράφια και επικοινωνεί με τους οικείους της μέσα από τη γλώσσα του σώματος: βάζει το δεξί χέρι στην καρδιά για να ευχαριστήσει τη μητέρα της, μεγαλώνει τα τρία μικρότερα αδέρφια της κουβαλώντας τα στην αγκαλιά της. Η οικογένειά της όμως δεν εκτιμά τίποτα από όλα αυτά και την κακοποιεί συστηματικά. Η απόγνωση της Μούτας την οδηγεί στο τέλος του διηγήματος σε μια ακραία εκδικητική πράξη που της χαρίζει ικανοποίηση. Η Μούτα δείχνει πιστεύω κάτι σημαντικό: ότι η σιωπή είναι πολλές φορές πιο ηχηρή από τη φωνή για αυτό και οφείλουμε να την αφουγκραζόμαστε με προσοχή.
Κ.Κ.: Πόσο αντικομφορμιστές είναι οι ήρωές σας;
Δ.Λ.: Αντικομφορμίστριες στα διηγήματά μου, είναι κυρίως οι ηρωίδες μου, γυναίκες που συνθλίβονται από τους αμείλικτους κανόνες της πατριαρχίας, αλλά βρίσκουν πολλές φορές τη δύναμη να ορθώσουν το ανάστημά τους και να παλέψουν στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Κ.Κ.: Ποιες πτυχές κοινωνικού περιθωρίου αποδίδεται στο έργο σας; Κατά πόσο οι θρύλοι, οι δοξασίες και τα μάγια συμπορεύονται με την ηθογραφία;
Δ.Λ.: Οι ήρωές μου, φορείς του παραδοσιακού πολιτισμού οι περισσότεροι, είναι άνθρωποι που βίωσαν τη σκληρότητα της κοινωνίας της εποχής τους και της μικροϊστορίας του τόπου τους. Δεν πιστεύω ότι ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο. Είναι μάλλον εκπρόσωποι μιας ολόκληρης εποχής, ενός κόσμου σκληρού και ανταγωνιστικού που διακατέχεται από έντονα πάθη και ένστικτα. Οι λαϊκές δοξασίες, οι θρύλοι, οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες απαντώνται στην ηθογραφία για να καθορίσουν περισσότερο το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες, να απεικονίσουν τρόπον τινά τα ήθη της παραδοσιακής κοινότητας. Στα δικά μου διηγήματα, όλα αυτά θεματοποιούνται δημιουργώντας υπερβατικές πραγματικότητες. Το μαγικό και το υπερφυσικό αξιοποιούνται στις ιστορίες μου για να αναδημιουργήσουν τον κόσμο, να εισαγάγουν την αμφιβολία, να άρουν τις βεβαιότητες του αναγνώστη και να τον ξανακάνουν παιδί, τότε που πίστευε στις μάγισσες, τα τέρατα και τις κακές νεράιδες.
Κ.Κ.: Ποια τα επόμενα λογοτεχνικά σας σχέδια;
Δ.Λ.: Έχω παραδώσει ήδη την επόμενη συλλογή διηγημάτων μου στην εκδότριά μου, Γιώτα Κριτσέλη. Ελπίζω ότι θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο.
Κ.Κ.: Ευχαριστούμε πολύ να είστε πάντα δημιουργική