Καθώς υποθέσεις παιδικής κακοποίησης βρίσκονται σχεδόν καθημερινά στη επικαιρότητα, τα βιβλία της Alice Miller είναι πιο απαραίτητα από ποτέ. Στο Γκρεμίζοντας το τείχος της σιωπής, το οποίο γράφτηκε στον απόηχο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, η συγγραφέας αναπτύσσει ακόμη περισσότερο θέματα που είχαν τεθεί σε προγενέστερα βιβλία της (κυρίως στο Για το καλό σου και την Απαγορευμένη γνώση).
Εδώ, η Miller επιστρατεύει πλήθος παραδειγμάτων (ξυλοδαρμούς, κλειτοριδεκτομές και βιασμούς ανηλίκων), καθώς και την ψυχοϊστορική ανάλυση περιπτώσεων βάναυσων τυράννων, όπως ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Νικολάε Τσαουσέσκου, αναδεικνύοντας ξεκάθαρα μια πραγματικότητα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να αποφεύγουμε: Τα κακοποιημένα παιδιά μετατρέπονται μεγαλώνοντας, εξαιτίας των απωθημένων και ανεπίλυτων τραυμάτων τους, σε κίνδυνο για την κοινωνία. Το «τείχος της σιωπής» είναι αυτό που ύψωσε η κοινωνία –η πανεπιστημιακή κοινότητα, οι ψυχίατροι, ο κλήρος, οι πολιτικοί, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης– για να προστατευτεί, αρνούμενη τις καταστροφικές συνέπειες της παιδικής κακοποίησης.
Η Miller καλεί τα μεν θύματα να θυμηθούν και να αναγνωρίσουν συνειδητά τα δεινά που υπέστησαν ως παιδιά, τη δε κοινωνία να ευαισθητοποιηθεί και να καταδικάσει απερίφραστα τα φαινόμενα παιδικής κακοποίησης. Το γκρέμισμα του τείχους θα μπορέσει να επιτευχθεί όταν θα βρούμε το θάρρος ν’ ακούσουμε όλα όσα έχει να μας πει το εγκαταλελειμμένο και προδομένο παιδί που υπήρξαμε κάποτε και καταφέρουμε να προσεγγίσουμε και να εκφράσουμε τα συναισθήματα που παιδιόθεν μάθαμε να απωθούμε· όταν θα τολμήσουμε να πούμε τη φράση «Οι γονείς μου μ’ έσπαγαν στο ξύλο», αποδοκιμάζοντάς την και παρουσιάζοντας την όχι ως κάτι το φυσιολογικό, αλλά ως απόδειξη της προσβολής και της ταπείνωσης του παιδιού. Εν ολίγοις, όταν συνειδητοποιήσουμε πως ως ενήλικες έχουμε τη δυνατότητα να άρουμε τους ψυχικούς αμυντικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν εντός μας εξαιτίας της «διαπαιδαγώγησης» που λάβαμε ως παιδιά.