Οι Ρωμαίοι νεωτερικοί «poetae novi» Κάτουλλος, Κίννας, Κάλβος, Καικίλιος, που γράφουν στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., αποτελούν τμήμα μιας ποιητικής επανάστασης. Βαδίζοντας στα χνάρια του Καλλιμάχου του Κυρηναίου (4ος-3ος αι. π.Χ.) και άλλων Αλεξανδρινών (Θεόκριτος, Απολλώνιος ο Ρόδιος κά.), απορρίπτουν τα κλασικά ρωμαϊκά πρότυπα και την πατροπαράδοτη ηθική (gravitas, mos maiorum, negotium). Αντιτάσσονται στο ηρωικό έπος, για να δώσουν φωνή στις καταπιεσμένες πνευματικές ανησυχίες και την συχνά «ελευθεριάζουσα» δημιουργία, που ρέπει προς την επικούρεια ηδονιστική ζωή (vita otiosa).
Ο Κάτουλλος και οι ομοϊδεάτες του θα ξεγυμνώσουν με κομψότητα (bellus, venustus), εκλεπτυσμένο, αστικό χιούμορ (urbanus), κοπιαστική πολυμάθεια και καταλεπτολόγηση (laboriosus, λεπταλέη Μούσα) τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, εισδύοντας σε απαγορευμένα μέχρι τότε θέματα. Ο οπαδός του Καλλίμαχου είναι doctus (καλλιεργημένος), lepidus (ανάλαφρος), novus (καινοτόμος), άνθρωπος των αστείων παιγνίων και ευφυολογημάτων (nugae, ineptiae) και της ευχάριστης συντροφιάς, κάτοχος μιας αισθητικής χάρης που αντιπαλεύεται το τετριμμένο, το στεγνό, το εκτενές και τραχύ (rusticitas), όπως αυτό αντιπροσωπεύεται από το έπος. Ο Κάτουλλος εντρυφεί στον πλούτο της λογοτεχνίας και δη της ελληνικής, με επιλεκτική λογιότητα, για να αποδώσει τόσο στα εκτενέστερα ποιήματα, τις ελεγείες, τα γαμήλια άσματα, το επύλλιο κά (carmina maiora, π.61-68), αλλά κυρίως σε μικρές λυρικές φόρμες, στα σύντομα δηλαδή πολύμετρα ποιήματα της συλλογής του (carmina minora, π. 1-60) και τη στενή επιγραμματική φόρμα (π. 69-116), μια νέα θεματολογία· αυτή είναι βασισμένη στη βιωματική εμπειρία και τις εκρηκτικές αντιθέσεις. Με ερείσματα την ελεγειακή (Θέογνις), λυρική (Σαπφώ, Σιμωνίδης ο Κείος, Αλκαίος, Ανακρέοντας) αλλά και ιαμβική ποίηση (Αρχίλοχος, Ιππώναξ, Ίβυκος), τον λίβελλο και πλήθος ελληνικών και ρωμαϊκών λογοτεχνικών ειδών (επιγραμματική Νερώνειας εποχής, ρωμαϊκό υβρεολόγιο, Priapea) ο ποιητής θα πραγματευτεί ετερόκλητα καθημερινά ζητήματα, την προδοσία των φίλων, τον αδιέξοδο παθολογικό έρωτα, την πολιτική αντιπαλότητα, την εξύμνηση της συναδελφικής ποίησης, σκάνδαλα στα σοκάκια της πόλης κά. Ο Κάτουλλος επιλέγει συνειδητά μια ζωή μακριά από το πεδίο της μάχης και την πολιτική της Ρώμης (negotium), για να επιδοθεί ψυχή τε και σώματι στη λογοτεχνική «σχόλη», αναγκαία προϋπόθεση για την εντρύφηση στην πνευματική δημιουργία και τη σύνθεση υψηλής ποίησης (otium poeticum). Η ποίηση για τον απεγνωσμένο, miser και exclusus amator θα διαμορφώσει την ερωτική ελεγεία του Προπέρτιου και Τίβουλλου. Η μαγιά υπήρχε αιώνες ήδη πριν, στη Λέσβια ποιήτρια Σαπφώ (7ος-6ος αι. π.Χ.), η οποία θα ασκήσει καταλυτική επιρροή στην παγκόσμια λογοτεχνία, με την ωδή «Συναγωγή παθών», που θα παρουσιαστεί παρακάτω.
Τα ποιήματα 11 και 51 είναι ερωτικά και εντάσσονται στον κύκλο των ποιημάτων για τη Λεσβία. Είναι τα μοναδικά ποιήματα της συλλογής που έχουν συντεθεί σε Σαπφική στροφή. Σηματοδοτούν τη λήξη και την έναρξη αντίστοιχα της σχέσης του Κάτουλλου με τη Σαπφική Μούσα, τη Λεσβία. Το ποίημα 11 γράφτηκε περίπου το 54 π.Χ. ενώ το 51 μεταξύ 63-60 π.Χ. Είναι συγκινησιακά φορτισμένα και εσωκλείουν τη σημαντική ιδεολογική αντίθεση ανάμεσα στους όρους otium και negotium.
ΚΑΤΟΥΛΛΟΣ ΠΟΛΥΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 11, 51
XI Ad Furium et Aurelium
Furi et Aureli, comites Catulli, Φούριε και Αυρήλιε, σύντροφοι του Κάτουλλου,
sive in extremos penetrabit Indos, είτε επιθυμήσει αυτός να εισβάλει στην έσχατη Ινδία,
litus ut longe resonante Eoa όπου το ακρογιάλι συντρίβεται από το ανατολικό
tunditur unda, κύμα, που αντηχεί μακριά …
….Caesaris visens monimenta magni, για να αντικρίσει τα μνημεία του τρανού Καίσαρα,
Gallicum Rhenum, horribile aequor, ulti- τον γαλατικό Ρήνο, το φοβερό πέλαγος, τους
mosque Britannos, Βρετανούς που ζουν στην άκρη του κόσμου,
omnia haec, quaecumque feret voluntas έτοιμοι εσείς να αντιμετωπίσετε όλα αυτά,
caelitum, temptare simul parati, και οτιδήποτε ξημερώσει η θεία βούληση,
pauca nuntiate meae puellae αναγγείλετε στην κοπέλα μου αυτά τα λίγα,
non bona dicta. όχι λόγια ευχάριστα.
cum suis vivat valeatque moechis, Ας ζει και υγιαίνει με τους εραστές της
…. ……….
nec meum respectet, ut ante, amorem, Μήτε να αναμένει πια τον έρωτά μου,
qui illius culpa cecidit velut prati που από δικό της έγκλημα εξέπεσε, σαν το
ultimi flos, praetereunte postquam μπουμπούκι του απόμερου λιβαδιού,
tactus aratro est. αφού λαβώθηκε από άροτρο που περνούσε από
σιμά του.
Οι πρώτες στροφές του π. 11 περιέχουν δύο μοτίβα, τον έπαινο των πιστών συντρόφων και έναν γεωγραφικό κατάλογο περιπλανήσεων πολεμικού χαρακτήρα. Οι τόποι στους οποίους κάνει μνεία ο Κάτουλλος παραπέμπουν στις ρεαλιστικές επιχειρήσεις των ετών 55/54 π.Χ. Ο Καίσαρας νίκησε δύο γερμανικά φύλα που είχαν εισβάλλει στη Γαλατία την άνοιξη του 55 π.Χ. και διέβη τον Ρήνο, ο οποίος κατέστη το σύνορο ανάμεσα στη ρωμαϊκή Γαλατία και τη Γερμανία. Το καλοκαίρι του 55 π.Χ. εισέβαλε για πρώτη φορά επίσης στη Βρετανία, ενώ του 54 οδήγησε στην περιοχή του Τάμεση πέντε λεγεώνες. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Ρωμαίοι ήταν σε θέση να κάνουν λόγο για τον Ρήνο και τη Βρετανία ως μνημεία που ανακαλούσαν στη μνήμη τις επιτυχίες του Καίσαρα. Την άνοιξη του 55 ο Γαβίνιος εισέρχεται στην Αίγυπτο, για να αποκαταστήσει στον θρόνο του τον Πτολεμαίο. Τον Νοέμβριο του 55 επίσης ξεκινούσε ο Κράσσος από τη Ρώμη για την Παρθική εκστρατεία, με στόχο να κατακτήσει όλη την Ανατολή, σαν άλλος Μέγας Αλέξανδρος. Ο Κάτουλλος φαίνεται να προσχωρεί, στο πλευρό των αγαπημένων του φίλων, σε μια φανταστική, τολμηρή, προδιαγεγραμμένη σύμφωνα με τις επιταγές του negotium, στρατιωτική επιχείρηση, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις δόξες του Καίσαρα. Ωστόσο, οι καταληκτικές δύο στροφές (cum suis vivat …) ακυρώνουν απότομα, ως επίφαση, την οραματική περιπλάνηση του «κατακτητή»-γενναίου στρατιώτη Κάτουλλου: η μόνη ασχολία στην οποία μπορεί να προοδεύσει είναι η σχέση του με τη Λεσβία και η συγγραφή ερωτικών στίχων για τα αισθήματα πάθους αλλά και απογοήτευσης, που εκείνη του γεννά. Εδώ ρητά την αποκηρύσσει (renuntiatio amoris), μέσω του λογοτεχνικού τόπου του ελεγειακού μεσάζοντα/αγγελιοφόρου: εκείνη πρέπει να λάβει άμεσα το μήνυμα της διάλυσης του δεσμού τους: η απιστία της τον πλήγωσε και τον συνέθλιψε σαν άνθος που το σάρωσε άροτρο, μια τρυφερή εικόνα που επηρέασε τον Βιργίλιο στην περιγραφή του θανάτου του Ευρύαλου (Αιν. 9.433-7). Ο Κάτουλλος είναι πιθανό να επηρεάστηκε από τα γαμήλια άσματα της Σαπφούς, όπου οι μελλόνυμφοι συγκρίνονται με καρπούς/άνθη. Η ποιητική μεταφορά αντιδιαστέλλεται εμφατικά με τους προπορευόμενους στίχους για τις εξωτικές, άγριες φυλές των Υρκανών, τους Σάκκες, τα Πάρθεια βέλη και τον Ρήνο, εικόνες που αντικρίζει ένας μαχητής σε επικίνδυνες αποστολές.
LI ad Lesbiam
Ille mi par esse deo videtur Φαντάζει στα μάτια μου ίσος με θεό,
ille, si fas est, superare divos, εκείνος, αν είναι ιερό να πω, ξεπερνά τους θεούς,
qui sedens adversus identidem te αυτός που καθήμενος αντικρύ σου αδιάκοπα
spectat et audit σε κοιτάει και σ’ ακούει
dulce ridentem, misero quod omnis να γλυκογελάς, αυτή η εικόνα όμως σ’ εμένα τον δύστυχο
eripit sensus mihi: nam simul te, κατακλύζει τις αισθήσεις μου: γιατί μόλις
Lesbia, aspexi, nihil est super mi σε είδα Λεσβία, μου κόπηκε η λαλιά,
<vocis in ore>,
lingua sed torpet, tenuis sub artus η γλώσσα μου στεγνώνει, λεπτή φλόγα διαπερνά τα μέλη,
flamma demanat, sonitu suopte τ’ αυτιά μου βουίζουν από έναν ήχο μέσα μου,
tintinant aures, gemina teguntur δίδυμη σκοτεινιά καλύπτει τα μάτια μου.
lumina nocte.
Otium, Catulle, tibi molestum est: Όμως, Κάτουλλε, η σχόλη σου κάνει κακό.
otio exsultas nimiumque gestis: Εξανίστασαι και ρίχνεσαι με πάθος στην αργία.
otium et reges prius et beatas Η αδράνεια να θυμάσαι κατάστρεψε παλιά
perdidit urbes. βασιλιάδες και ευτυχισμένες πόλεις.
Το ποίημα 51 γράφθηκε, εν αντιθέσει με το π. 11, στην αρχή της σχέσης του Κάτουλλου με τη Λεσβία, οπότε και τα συναισθήματα που εκθέτονται είναι τελείως διαφορετικά. Αποτελεί παραλλαγή της Σαπφικής ωδής, που πραγματεύεται «Τα συμβαίνοντα ταῖς ἐρωτικαῖς μανίαις παθήματα» (ανώνυμος συγγραφέας της θεωρητικής πραγματείας Περί Ύψους). Στις πρώτες 3 στροφές έχουμε την περιγραφή της συμπτωματολογίας του έρωτα και της ζήλιας, του πάθους που κλονίζει σαν χτύπημα ραγδαία εξαπλωμένης νόσου, η οποία παραλύει βαθμιδωτά τις αισθήσεις και το σώμα. Μία αντίστοιχη περιγραφή συναντάμε σε χωρίο του Λουκρητίου για τη συμπτωματολογία του φόβου (De Rer. Nat. 3.154-8). Η τελευταία, όμως, Κατουλλική στροφή αποτελεί έναν μονόλογο με ηθικολογικό περιεχόμενο, που αποδίδει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ρωμαϊκές τοποθετήσεις. Το otium, που επικρίνεται από την παραδοσιακή ηθική, αντιπροσωπεύει την αταραξία, η οποία θεωρήθηκε από τους ελεγειακούς ποιητές αναγκαία προϋπόθεση για την λογοτεχνική σπουδή και αφοσίωση, με αποτέλεσμα ο όρος να ταυτιστεί σταδιακά με τη συγγραφή λυρικής, ερωτικής ποίησης. Οι νεωτερικοί πρεσβεύουν τη σπουδαιότητά του για την απόλαυση της ζωής και την παραγωγή στίχων ελαφρότερου χαρακτήρα, που φέρνουν τον αναγνώστη πιο κοντά στα ανθρώπινα πάθη. Στην αντίπερα όχθη ο όρος negotium αντανακλά κυρίως τη ριψοκίνδυνη στρατιωτική δραστηριότητα, τη συμμετοχή στα πολιτειακά ζητήματα ή ακόμη και στο εμπόριο ή τη γεωργία. Οι συντηρητικοί σπρώχνουν τη νεολαία για την επίτευξη κατορθωμάτων, τα οποία εξυμνούνται στην επική ποίηση.
Με μια πρώτη ματιά η στροφή otium στο ποίημα 51 φαίνεται τόσο παράταιρη και ανακόλουθη, όσο και οξύμωρα αντίθετη με τους προηγούμενους στίχους: οι στίχοι 1-12 αποδίδουν την έξαρση των συναισθημάτων του Κάτουλλου, την κατάκλυση της ψυχής και του σώματος από ένα ορμητικό ρεύμα, που σταδιακά επηρεάζει και σκεπάζει όλα τα αισθητήρια όργανα. Η ιδέα της πραγμάτευσης της παθολογίας του έρωτα βρίσκει την κατάλληλη θέση στη νεωτερική, λυρική ‘ατζέντα’ του Κάτουλλου, οπότε είναι αντιφατικό να προσφεύγει ο ποιητής απότομα, στους στίχους 13-16, στο άλλο άκρο, στη δραστηριοποίηση του υπονοούμενου negotium. Ο Κάτουλλος φαίνεται πως ειρωνικά αποποιείται το otium και μέσω της εμφατικής επανάληψης της λέξης στη αρχή των τριών στίχων (ρητορικό σχήμα αναφοράς) να φορά το προσωπείο της ρωμαϊκής «έγκριτης» στάσης ζωής μόνο κατ’ επίφαση, ακριβώς και μόνο για να την υβρίσει. Άλλωστε, παραδομένος στο poeticum otium, συνέθεσε αριστουργηματικά λυρικά ποιήματα, ελεγείες, το ξακουστό επύλλιο για το γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας κά., έργα που του εξασφάλισαν μια θέση στην αιωνιότητα. Κυρίως, όμως, ο κύκλος των poetae novi παρουσίαζε μια ομόφωνη, «προκλητικά» επαναστατική, σταθερά θετική αντιμετώπιση του otium -που αποδοκιμάστηκε από μη προοδευτικές φυσιογνωμίες, όπως ήταν ο Κικέρωνας: από αυτήν τη λογοτεχνική «δέσμευση», την οποία χάραξε ο ίδιος ο Κάτουλλος, δύσκολα θα μπορούσε να αποτραβηχτεί.
Κατά μια άλλη εκδοχή, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η Κατουλλική «διπροσωπία» ή ο εσωτερικός του διχασμός αντανακλά την παγίδευση και το εσωτερικό αδιέξοδο που νιώθει, όταν υποχωρεί στις καταστροφικές για τη ψυχοσύνθεση και τη ζωή του πτυχές του έρωτά του για την άπιστη Λεσβία: το ένα του μισό επιδίδεται στη διεκδίκηση της αγαπημένης του, ενώ το άλλο του μισό την αποπέμπει, μόνο και μόνο για να περισώσει την πνευματική του ακεραιότητα, να λυτρωθεί από το βαρίδιο της απελπισμένης του αγάπης. Με αυτήν την ερμηνεία ηχεί ως φυσική κατακλείδα η στροφή otium: λειτουργεί ως ενστικτώδης αντιπερισπασμός στην απώλεια ελέγχου, η οποία εκτέθηκε στη «συναγωγή των παθών». Ο Κάτουλλος, επομένως, πιθανόν προτείνει στο τέλος του ποιήματος στον εαυτό του να «συμμαζευτεί» στο κοινώς αποδεκτό καταφύγιο του negotium, για να μην «αρρωστήσει» χειρότερα μέσα στο κακοποιητικό, οχληρό molestum (στ. 14) otium, μια τεχνική ή καλύτερα ένα πρόσχημα που ωστόσο δεν μπορεί να τον διασώσει: όπως βλέπουμε στα προηγούμενα και επόμενα ποιήματα, η εμμονή του για τη Λεσβία είναι άσβεστη. Συμπεραίνουμε ότι η φαινομενική υπεράσπιση του negotium στους καταληκτικούς στίχους 13-16 του ποιήματος 51 σημειώνεται σε αναλογία της συμμετοχής σε μάχες negotium στις εναρκτήριες στροφές 1-4 του ποιήματος 11, υποδεικνύοντας την κυκλική σύνθεση, που αποδίδει τους δύο σταθμούς, την αρχή και τη λήξη της καταραμένης σχέσης.
Frg. 31 Σαπφώ
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν Mου φαίνεται ίσος με θεούς
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι ο άντρας που κάθεται ενώπιόν σου
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί- και όταν είσαι πλάι του, σ’ ακούει
σας ὐπακούει να γλυκομιλάς.
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ᾽ ἦ μὰν Όταν θελκτικά γελάσεις, πάλλεται έξαλλη η
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν· καρδιά μέσα στα στήθια μου.
ὠς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώναι- Μόλις σε δω, έστω για λίγο,
σ᾽ οὐδ᾽ ἒν ἔτ᾽ εἴκει, υποχωρεί λιποτάκτης η φωνή μου,
ἀλλ᾽ ἄκαν μὲν γλῶσσα †ἔαγε†, λέπτον είναι σαν να ράγισε η γλώσσα μου,
δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν, λεπτή φωτιά χώνεται κρυφά, διατρέχοντας το δέρμα μου
ὀππάτεσσι δ᾽ οὐδ᾽ ἒν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ- καμιά εικόνα δε σχηματίζεται στα μάτια μου,
βεισι δ᾽ ἄκουαι, στα αυτιά μου βουητά απλώνονται,
†έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται†, τρόμος δὲ ένας παγωμένος ιδρώτας με περιλούζει, τρέμουλο
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας με κυριεύει σύγκορμη, χλωρότερη κι απ’ το χορτάρι
ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης γίνομαι, φαίνεται λίγο να απέμεινε για να
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται· πεθάνω.
ἀλλὰ πὰν τόλματον ἐπεὶ †καὶ πένητα† <Αλλά τα πάντα πρέπει να υπομείνει κανείς>