Βωμοί
Για χιλιετίες, οι πατέρες μας,
γενάρχες, στρατηγοί και χωρικοί,
σφαγίαζαν, ιδιοχείρως, τα παιδιά τους,
μήπως γλυτώσουν την κατάρα των θεών,
ή την οργή του αγριεμένου πλήθους,
ή έστω, την κακογλωσσιά του.
Φρίττοντας, οι θεοί μας έσπευδαν
να στείλουν ζωντανά για τη θυσία.
Λίγες φορές προλάβαιναν. Κι ακόμα,
οι ματωμένες ιστορίες επαναλαμβάνονται.
Requiem της παιδικής ηλικίας
Ήθελα τόσο
να μου χαρίσουνε
μια κούκλα πήλινη,
για να την νανουρίζω
και δεν θα προσευχόμουνα
να ζωντανέψει.
Ήμουνα μόλις δυο ημερών
και κοίταζα το ερωτικό μου σώμα,
τα δάχτυλα του γλύπτη πάνω του.
«Γαλάτεια» μού ψιθύριζε.
Κατάλαβα πως ήταν τ’όνομά μου.
Δεν μ’άρεσε.
Στο εργαστήρι του,
ετοίμαζε το δώρο του για μένα:
μια μαρμαρένια πολυθρόνα.
Ήταν άβολη.
Τη μέρα που έκλεινα τα δώδεκα,
κατέβηκα στο στάβλο.
Καβάλησα τη γέρικη φοράδα.
Και χάθηκα .