You are currently viewing Ρόναλ Ντόυλ: Το βαν. (απόσπασμα) Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη

Ρόναλ Ντόυλ: Το βαν. (απόσπασμα) Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη

(….)

Το σερβίρισμα ήταν εδώ πιο εύκολο απ’ όσο στην βραδινή δουλειά,  γιατί οι άνθρωποι δεν κάναν σαν τρελοί. Ήταν καλά_ ένα κλιμακούμενο, σταθερό, ρεύμα πελατών. Του Τζίμμι του πρεσβύτερου του άρεσε αυτό. Ήταν ένας ωραίος τρόπος ν’ αρχίζεις την εργάσιμη μέρα.

—Έχετε πικάντικα μπιφτέκια, κύριε;

—Υπάρχουν στο μενού, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, όχι όμως κακότροπα.

—Α, μάλιστα, είπε ο νεαρός. -Πόσο έχουν;

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος του έδειξε την τιμή στον κατάλογο.

—Ορίστε, κοίτα.

—Α, μάλιστα.

Το παιδί ήταν μάλλον χαζό, θα έλεγε. Ήταν ο τρόπος που κρεμόταν το στόμα του.

Θέλεις και πατατάκια; τον ρώτησε.

—Ναι.

—Λεφτά, έχεις;

Έρχεται η μαμά μου, είπε ο νεαρός.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Μήπως θέλει τίποτα κι αυτή;

—Τι;

—Είναι μακριά;

—Έρχεται.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο καημένος ο μικρός. Θα του έδινε την παραγγελία του, ακόμα κι αν δεν ερχόταν η μαμά του. Γύρισε να πάρει ένα πικάντικο μπιφτέκι.

—Τι στο διάβολο-

—Τι;

—Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό εδώ, γαμώτο!

Η Σάρον άλλαζε την πάνα της Τζίνα.

Τον Χριστό της. Αν περνούσε κανένας του υγειονομικού, ή κανένας αστυφύλακας κι έβλεπε το κωλαράκι του μωρού κάτω απ’ την μύτη του, θα την είχαν βάψει. Ή ο Μίστερ Γουίππερ, από την άλλη μεριά του περιφεριακού. Αν έβλεπε τι έκανε η Σάρον, θα έτρεχε κάτω στο τμήμα του Ράχενυ να τους καταγγείλει  και θα έπαιζε το Τέντυ Μπίαρ Πίκνικ σ’ όλη την διαδρομή.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έκλεισε τον φεγγίτη.

—Ένα λεπτό. είπε στο παιδί που περίμενε απ’ έξω.

—Κάνε γρήγορα, είπε στην Σάρον. -Βιάσου! Και πρόσεξε μην στάξει μες στα πατατάκια.

Η Σάρον χαχάνισε. Ο Μπίμπο έφτιαχνε κουρκούτι πιο πέρα. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακριβώς_ μπορούσες να διακρίνεις τα πάντα. Αλήθεια, ήταν όμορφα.

—Τέλειωσες;

—Σχεδόν.

Η Σάρον έβαλε την μεταχειρισμένη πάνα σε μια πλαστική σακούλα και μετά, στην τσάντα της.

—Ο καημένος ο μαλάκας που θα σου κλέψει την τσάντα… είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Γέλασαν, κι ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος άνοιξε τον φεγγίτη. Το παιδί ήταν ακόμα εκεί.

—Είσαι ακόμα εδώ, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε ο νεαρός.

—Τυχερή γυναίκα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Μπαμπά!

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έριξε το πικάντικο μπιφτέκι στο λάδι.

—Τώρα.

Έβαλε μερικά πατατάκια σε μια σακούλα, ωραία, μεγάλα πατατάκια και τα έδωσε στον νεαρό.

—Πάρε, όσο περιμένεις, είπε.

—Ένα τέτοιο κι ένα απ’ αυτά, παρακαλώ.

—Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος κοίταξε να δει ποιός μίλησε. Ήταν ένας άντρας, περίπου συνομήλικος του, που φορούσε ένα φανελάκι Χαβάη 5-0 κι ήταν κουρεμένος α λα Βόμπυ Τσάρλτον. Ο Μπίμπο έριξε ένα κομμάτι μπακαλιάρο στην φριτέζα.

—Ωραία μέρα και σήμερα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στον άντρα.

—Εμείς την χαλάμε, είπε αυτός.

—Πώς είναι το νερό σήμερα; ρώτησε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Αισχρό, είπε ο άντρας. -Βρωμερό, σιχαμερό. Δεν θ’ άφηνες ούτε τον  χειρότερο εχθρό σου να κολυμπήσει εκεί μέσα.

—Θα τον άφηνα, του είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Ένα λεπτό.

—Δεν βιάζομαι.

Η Σάρον έδωσε το πικάντικο μπιφτέκι και τα πατατάκια στον πιτσιρικά. Δεν τα πήρε.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε.

—Είσαι εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Πάρ’ τα. Μπορεί να μας πληρώσει όταν έρθει_ πάρ’ τα.

Η Τζίνα άρχισε να τραγουδάει.

—ΟΛΕ -ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ-

Την συνόδεψαν όλοι.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έβγαλε τον μπακαλιάρο από την φριτέζα, τον τίναξε να πέσει το λάδι, τον έβαλε σε μια σακουλίτσα και μετά στην καφετιά σακούλα_ ήταν ένα επιβλητικό, μεγάλο κομμάτι ψάρι. Η Σάρον του έδωσε την σακουλίτσα με τα πατατάκια κι αυτός την γλίστρησε μέσα, πλάι στον μπακαλιάρο.

—ΟΛΕ -ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ- Πόσο; ρώτησε τον άντρα.

Κρατούσε την αλατιέρα πάνω από την σακούλα.

—Λύσσα, είπε αυτός.

—Ωραία. Πες μου πότε να σταματήσω, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο άντρας πήρε την σακούλα. Έβγαλε να του δώσει δυο από τα καινούργια νομίσματα της μιας λίρας, αλλά σταμάτησε.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε.

Γέλασαν, έδωσε τα λεφτά στον Τζίμμι τον πρεσβύτερο κι αυτός του έδωσε τα ρέστα του, κι αυτό ήταν.

—Καλή τύχη τώρα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Καλή όρεξη.

—Να ’σαι καλά.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος τον παρακολούθησε να αγωνίζεται να οδηγήσει το ποδήλατο του και ταυτόχρονα να τρώει τα πατατάκια του. Τώρα πλησίαζε μια γυναίκα, προσπαθώντας να κάνει την ορδή των παιδιών της να αποφασίσει τι θέλει.

—Μίλκσέικ! είπε ένα απ’ αυτά.

Όλα είχαν μαζευτεί γύρω της. Ήταν δύσκολο να σιγουρευτείς πόσα πιτσιρίκια είχε_ πέντε- έξι, κι ένα στο δρόμο, σκέφτηκε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, τώρα που την έβλεπε κανονικά.

—Δεν είναι Μακντόναλτς εδώ, είπε η γυναίκα στο παιδί με το μίλκσέικ.

—Και τι είναι; ρώτησε το παιδί.

—Ένα φορτηγό! είπε η αδελφή του, του έδωσε μια στο στόμα και το ’βαλε στα πόδια.

—Για κοίτα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στην Σάρον.

—Έξι σκέτα, είπε η γυναίκα όταν έκανε τον λογαριασμό. -Όχι_ εφτά. Και για μένα.

—Δεν θέλω πατατάκια, είπε ένα απ’ τ’ αγόρια.

—Θα τα πάρεις, είπε η γυναίκα. -Και όπως και νάχει, εσύ δεν είσαι δικός μου_ θα ’πρεπε να λες κι ευχαριστώ.

Η γυναίκα κοίταξε την Σάρον.

—Είναι μόνο τα τρία δικά μου, είπε.

Κι αυτό ήταν όλο.

Φαινόταν σα να ’θελε να ξαπλώσει κάτω από το Βαν και να κοιμηθεί αμέσως, και ίσως, να μην ξαναξυπνήσει

.

—Ποτέ δεν θα το ξανακάνω, είπε.

—Είναι γλύκες, είπε η Σάρον.

—Είναι μπάσταρδοι, είπε η γυναίκα. -Όλα, τα μαλακισμένα.

Φαινόταν σα να ένοιωσε καλύτερα που το ξεστόμισε αυτό, και ορθώθηκε. Χτύπησε την κοιλιά της.

—Αυτό, θα είναι το τελευταίο, είπε. -Μετά απ’ αυτό, ας το χώνει σ’ ένα μπουκάλι, όσο μπορεί.

Η Σάρον ήταν σοκαρισμένη. Δεν την είχε ξαναδεί αυτή την γυναίκα.

Ακούστηκε μια στριγγλιά. Το μικρότερο, είχε ένα κουβαδάκι με βότσαλα και καβούρια και το νερό είχε χυθεί πάνω στα ρούχα του. Η γυναίκα χτύπησε πάλι την κοιλιά της.

—Αν έχω λίγη τύχη, αυτό εδώ θα είναι κωφάλαλο.

Δεν χαμογέλασε: Το εννοούσε.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Στην σειρά για τα πατατάκια σας!

—Εγώ!!

—Η μαμά σας πρώτα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Κάντε πίσω.

—Πάντα αυτή είναι πρώτη!

—Κάντε πίσω!

—Δεν είναι δίκαιο!

—Στην σειρά, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Αλλιώς, θα πετάξω τα πατατάκια σας στην άμμο.

Κράτησε μια σακούλα έτοιμος να την αδειάσει.

—Ίσια γραμμή. -Αλάτι και ξύδι, χρυσή μου;

—Μπόλικο.

Εκείνη την στιγμή, ο Μπόμπυ Τσάρλτον επέστρεψε. Ακούμπησε το ποδήλατο του στα πλευρά του Βαν.

—Έλα εδώ-!!

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έριξε το αλάτι κάτω.

—Γαμώτο!

Η γυναίκα έβαλε τις φωνές.

—Έλα εδώ! είπε ξανά ο άντρας.

Το ποδήλατο του γλίστρησε στο έδαφος και προσπάθησε να το σηκώσει. Το πόδι του όμως ήταν στην λάθος μεριά της μπάρας κι είχε μόνο ένα χέρι ελεύθερο γιατί στο άλλο κρατούσε ακόμα την σακούλα με τα πατατάκια. Προσπάθησε πάλι να σηκώσει το ποδήλατο, πέρασε το πόδι του με διασκελισμό, και σκόνταψε. Έγειρε πάνω στο Βαν.

Είχε δώσει καιρό στον Τζίμμι τον πρεσβύτερο να συντονίσει τις κινήσεις του.

—Τι πρόβλημα έχεις; τον ρώτησε.

—Θα σου πω-

—Έξυπηρετώ πελάτη εδώ, του είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Θα πρέπει να περιμένεις την σειρά σου.

Ο άντρας είχε πέσει τώρα πάνω στον φεγγίτη, σα να ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει.

—Θα σου πω ποιό είναι το πρόβλημά μου- άρχισε πάλι.

—Υπάρχει ουρά, είπε η γυναίκα.

—Δεν θα υπάρχει όταν τελειώσω εδώ πέρα, είπε ο άντρας.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, η Σάρον και ο Μπίμπο, ήρθαν όλοι στον φεγγίτη. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έδωσε στην γυναίκα τα σκέτα κι αυτή τα μοίρασε στα παιδιά.

—Για συγνώμη! είπε ο άντρας.

—Ηρέμησε, είπε ο Μπίμπο. -Ηρέμησε.

—Βλάκα! είπε η Σάρον, όχι δυνατά όμως.

—Τρεις κι ογδονταπέντε, είπε η Σάρον στην γυναίκα όταν την κοίταξε.

—Να προσέχεις καθώς τα τρως, είπε ο άντρας στην γυναίκα.

Αυτό ακούστηκε δυσάρεστα.

—Ω Χριστέ μου, είπε ο Μπίμπο.

Έριξε μια ματιά πίσω στην φριτέζα.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, όταν η Σάρον έδωσε στην γυναίκα τα ρέστα της. -Ποιό είναι το πρόβλημα σου;

—Δικό σου είναι το πρόβλημα, είπε ο άντρας.

—Τι είναι;

—Αυτό.

Σήκωσε την σακούλα, αρκετά μακριά για να μην μπορούν να την αρπάξουν.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έσκυψε να δει.

—Τα πατατάκια;

—Όχι!

—Το ψάρι;

Ο άνθρωπος φαινόταν άνω κάτω.

—Ψάρι! είπε.

—Είναι φρέσκο, τον διαβεβαίωσε ο Μπίμπο. -Ήταν ωραίο και σφιχτό βγαίνοντας από-

—Φρέσκο! ξεφώνισε ο άντρας.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έπρεπε να του ξαναπεί.

—Ποιό είναι το πρόβλημα σου;

—Θα το δεις.

Δεν έφερνε όμως την σακούλα πιο κοντά στον φεγγίτη.

—Δεν μπορώ να δω, γαμώτο, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Ό, τι και νάναι-

Μπορεί να ήταν μυλοκόπι.

—Το δάγκωσα- είπε ο άντρας.

—Αυτό έπρεπε να κάνεις, υποθέτω, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο τυπάς πρέπει να ’ταν λίγο σαλεμένος.

—Τι νόμιζες πως θα έπρεπε να κάνεις; Να το πας βόλτα;

Τώρα ο άντρας πλησίασε_ χτύπησε το Βαν.

—Ω Χριστέ μου, είπε η Σάρον.

Το στόμα του ανθρώπου ήταν ανοιχτό και στραβωμένο. Πραγματικά έμοιαζε ανισόρροπος τώρα. Μπόρεσαν να δουν μέσα στην σακούλα.

—Δεν είναι ψάρι, είπε ο Μπίμπο.

—Ω, γαμώτο! -Τι είναι;

Για στάσου όμως-

—Είναι άσπρο, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Είναι μια πάνα! του είπε ο άντρας.

—Τι; -Άντε και γαμήσου!

—Έχει δίκιο, Τζίμμι, είπε ο Μπίμπο. -Είναι ένα Πάμπερ_ διπλωμένο. Θεέ μου, είναι φοβερό!

—Βούλωσ’ το! του σφύριξε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Θα το τύλιξα στο κουρκούτι-

—Σκάσε!

—Τι είναι; ρώτησε η Σάρον.

Ο άνθρωπος δεν φαινόταν θυμωμένος τώρα. Έμοιαζε σα να ήθελε να τον παρηγορήσουν.

—Ήταν μεταχειρισμένη η πάνα; τον ρώτησε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος σταυρώνοντας τα δάχτυλά του.

—Όχι!

—Α, ωραία, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Τότε, εντάξει.

—Να πώς έγινε, είπε ο Μπίμπο. -Μου φάνηκε σαν ένα κομμάτι μπακαλιάρος, έτσι διπλωμένη. Α, έχει πλάκα!

—Συγνώμη γι αυτό, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στον άνθρωπο. -Θα σου δώσουμε πίσω τα λεφτά σου και μια Κόκα. Πώς σου φαίνεται; Τα πατατάκια ήταν εντάξει;

Ο άνθρωπος δεν το’ χε βάλει κάτω. Δίπλωσε την σακούλα και την έβαλε κάτω απ’ το μπράτσο του.

—Θα πάω στην αστυνομία μ’ αυτό, είπε.

—Α, δεν υπάρχει λόγος-

—Είναι η απόδειξη, διέκοψε ο άντρας τον Μπίμπο.

Βεβαιώθηκε πως η σακούλα ήταν πάντα κάτω απ’ το μπράτσο του.

—Θα μάθετε τα νέα, τους είπε. -Μην ανησυχείτε. Ποτέ δεν θα συνέλθω από ένα τέτοιο σοκ.

(,,,)

 

 

 

Ο Roddy Doyle είναι Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, δραματουργός και σεναριογράφος. Είναι συγγραφέας έντεκα μυθιστορημάτων για ενήλικες, οκτώ βιβλίων για παιδιά, επτά θεατρικών έργων και σεναρίων και δεκάδων διηγημάτων. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν γίνει ταινίες, ξεκινώντας με το The Commitments το 1991.

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.