ΑΝΝΑ
Η Άννα είναι η οικιακή βοηθός, η κοπέλα, η κοπέλα για όλες τις δουλειές. Την Άννα λέει κανείς Άννα, ενώ η Άννα στην κυρία, στην οποία απασχολείται, «κυρία Σμιντ» ή επίσης «αξιότιμη κυρία», παρόλο που δεν εξαρτάται κατά κανέναν τρόπο από την τιμή της εργοδότριάς της, παρά βρίσκεται μαζί της σε μια κανονική εργασιακή σχέση.
Η Άννα σηκώνεται νωρίς τα πρωινά, αυτό σημαίνει είναι από νωρίς στο πόδι- «σηκώνεται» δεν είναι τίποτα για μια Άννα- και ξεκινά την εργασία της, κατά την οποία προσέχει τα βήματα και τις κινήσεις τις για να μην ενοχλήσει κάποιον που κοιμάται. Γι’ αυτό πηγαίνει όμως επίσης η Άννα πολύ νωρίτερα στο κρεβάτι από το ζεύγος Σμιντ, το οποίο συχνά έρχεται σπίτι μόλις κατά τις πρωινές ώρες και δεν προσέχει τα βήματα και τα λόγια του, παρόλο που η Άννα θα μπορούσε να ενοχληθεί στον ύπνο της. Οι Σμιντ δεν είναι κακοί άνθρωποι, μόνο που δεν σκέφτονται πάντα την Άννα.
Όταν η Άννα ξεχνάει, παραλείπει κάτι, η κυρία του σπιτιού είναι ασυγκράτητη. Δεν θα ωφελούσε να της αντιτάξεις: θα έπρεπε ειδικά η Άννα να είναι αλάθητη και να μην σφάλει ποτέ; Όταν της Άννας της πέφτει κάτι εύθραυστο, λέει η κυρία του σπιτιού: «Δεν μπορείτε να προσέχετε;». Όταν της ίδιας της γλιστράει κάτι εύθραυστο, δεν λέει τίποτα, παρά φωνάζει την Άννα.
Η Άννα είναι καθαρίστρια, μαγείρισσα, καμαριέρα, πλύστρα και δεν έχει αγαπητικό. Αυτό είναι προς όφελος της οικονομίας, γιατί η Άννα δεν ονειρεύεται να αφήσει την απασχόλησή της. Κανένα ξένο άστρο δεν διαταράσσει με την ελκτική του δύναμη την τροχιά, που οι σκέψεις της και οι φροντίδες της διαγράφουν γύρω απ’ το τραπέζι, την κουζίνα, το ξεσκονόπανο και την σκάφη.
Η Άννα, παρόλο που είναι σχεδόν τριάντα χρονών, είναι ένα παιδί, που χαίρεται με το παραμικρό· παραδείγματος χάριν με ένα παλιό εικονογραφημένο περιοδικό ή με μια πομπή κηδείας στην γειτονιά.
Ζει τελείως ανέγγιχτη από τα ρεύματα της εποχής, των οποίων ο παφλασμός συχνά αναστατώνει τους Σμιντ. Δεν έχει καμία πολιτική, καμία φιλολογική άποψη. Η κοσμοθεωρία της μπορεί να συνοψιστεί στην φράση: τα πράγματα είναι αυτό που είναι. Στην ψυχή και στην κρίση της Άννας όλα τα γεγονότα ζυγίζουν το ίδιο. Ένας σεισμός δεν την αναστατώνει περισσότερο απ’ ό,τι μια κάλτσα που χάθηκε μέσα στα άπλυτα. Κάποιος θα μπορούσε επίσης να πει: όχι λιγότερο. Με πάντα άγρυπνη, αλλά ποτέ απαιτητική περιέργεια καταγράφει όλες τις συμπτώσεις, όλα τα συμβάντα, όλα τα επεισόδια, όλα τα δυστυχήματα της ζωής, κατά κάποιον τρόπο με μιαν εγκάρδια απάθεια. Το ενδιαφέρον της βρίσκει χρησιμότητα στα πάντα και δεν χρειάζεται τίποτα, έχει πάντα όρεξη και ποτέ πείνα. Το πνεύμα της είναι μια σούπα για κάθε πράσο.
Η ουσία της ύπαρξής της είναι η ικανοποίηση. Μια απόλυτη ικανοποίηση, που δεν χρειάζεται κανέναν λόγο, για να υπάρχει, μια έμφυτη, θεοδώρητη ικανοποίηση, η οποία χρωματίζει όλα όσα βρίσκονται εντός του πεδίου της αντίληψής της με το φιλικό της χρώμα. Καμιά φορά η Άννα κλαίει δίχως αιτία, καμιά φορά γελάει πάλι δίχως αιτία. Η ευθυμία και η θλίψη της Άννας προέρχονται από βαθείς λόγους της ανθρωπιάς της, για τους οποίους η ίδια η Άννα δεν γνωρίζει τίποτα.
Αγαπάει τις χρωματιστές καρτ-ποστάλ, τα λουλούδια, τον κινηματογράφο, τις βόλτες με το τραμ, τον χειμώνα τις αναμνήσεις του περασμένου καλοκαιριού (και αντίστροφα).
Η Άννα είναι ο ιδανικός συνάνθρωπος. Η τελείως στωική σχέση της με τα γεγονότα και τις φαντασιοπληξίες της ύπαρξης της δίνει κάτι ασυνήθιστα ψύχραιμο, διαυγές, κάτι που καθαρίζει τον αέρα. Στο κλίμα της Άννας ο κακός καιρός είναι μια μεγάλη σπανιότητα.
Όσον αφορά την εμφάνισή της δεν περνάει απαρατήρητο ότι η Άννα έχει πολύ ταλέντο για ομορφιά. Αλλά αυτή δεν μπορεί να εμφανιστεί στην εμφάνισή της, γιατί η Άννα είναι μονίμως απασχολημένη. Αν η Άννα είχε χρόνο, θα γινότανε σύντομα ελκυστική. Αν είχε χρόνο και χρήμα θα γινόταν μετά από σύντομη εξάσκηση ολότελα ικανοποιητική από αισθητικής άποψης. Για την κυρία Σμιντ είναι εύκολο να είναι όμορφη, γιατί έχει την Άννα, την κοπέλα για όλες τις δουλειές, που την απαλλάσσει από κάθε εργασία, η οποία χαλάει το χρώμα του δέρματος, ασχημαίνει, κάνει τα χέρια τραχιά και προκαλεί ρυτίδες στην επιδερμίδα.
Αχ, τί Άννα θα ήτανε η Άννα, αν όπως η αξιότιμη κυρία είχε μια Άννα!
Η ΣΤΟΛΗ
Ο πόλεμος είναι η μεγάλη της ώρα. Μια ώρα στην οποία ακόμα και ο πολίτης δεν μοιάζει σαν πολίτης, παρά σαν στρατιωτική πρώτη ύλη ή σαν στρατιωτική σαβούρα. Είτε σύντομα τον αρπάζει ο μηχανισμός, ο οποίος φτιάχνει πολεμιστές από τους πολίτες, είτε τον έχει, υπόλειμμα μιας κατεργασμένης ποσότητας ύλης, ήδη πετάξει.
Η στολή είναι ισχυρότερη από αυτόν, ο οποίος την φορά. Τις ημέρες της ειρήνης ο άνθρωπος δίνει το κοστούμι του στον ράφτη, όταν δεν του κάνει, τον καιρό του πολέμου η στολή κακομεταχειρίζεται τον άνθρωπο ανάλογα με τις ανάγκες της. Αυτήν τον φοράει, όχι αυτός αυτήν. Αυτή είναι το περιεχόμενο· ο άνθρωπος, ο οποίος την φέρει, μονάχα η τυχαία μορφή αυτού του περιεχομένου.
Συνήθως ισχύει: το ρούχο είναι μια συνέχεια του δέρματος. Για το ρούχο του στρατιώτη αυτό δεν ισχύει. Εδώ πρέπει να πούμε: ο άνθρωπος είναι μια συνέχεια της στολής προς τα μέσα.
Ακόμα και τα πρόσωπα μεταμορφώνει η στολή. Το ιδιαίτερο πάνω τους μαζεύει αθόρυβα και το τυπικό υπερτονίζεται. Το βλέμμα, αν ήταν πριν αδάμαστο και ελεύθερο, τώρα βγαίνει σαν μέσα από ένα φίλτρο ταπεινότητας. Το παιχνίδι των εκφράσεων του προσώπου μοιάζει πολύ απλοποιημένο. Και δεσμευμένο. Το αδέσμευτο των εκφράσεων του προσώπου παραμένει προνόμιο των ανώτερων στρατιωτικών κλιμακίων.
Μέσα στην στολή το άτομο εξαφανίζεται. Εμφανίζεται: το παράδειγμα του είδους. Ο άνθρωπος σταματάει να είναι κάτι ανεξάρτητο, ολοκληρωμένο. Τώρα είναι κομμάτι, σπάραγμα, θραύσμα που μόνο μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα σύνολο αποκτά το νόημά του.
Η στρατιωτική ενδυμασία προδίδει αναμφίλεκτα, τί κρύβεται μέσα της. Σε καμιά περίπτωση ποιος. Ακριβώς αυτό δείχνει το νόημα και το χιούμορ της στολής, ότι καταπίνει το ποιος και αφήνει να ισχύσει μόνο το τί. Ενσαρκώνει ένα φαινόμενο της στρατιωτικής ύπαρξης: την απλούστευση και αντικειμενοποίηση όλων των ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε αυτήν. Αυτό επιτρέπει μεγάλη εξοικονόμηση δυνάμεων και προσπάθειας. Ο πολίτης ξοδεύει με το λίτρο τους χυμούς των νεύρων του στην φροντίδα για τα δικαιώματά του. Από τον άνθρωπο μέσα στην στολή έχει αφαιρεθεί κάθε αφορμή για μια τέτοια σπατάλη. Η προσβολή και η ταπείνωση, που του γίνονται, το παράλογο, που καλείται να κάνει, έρχονται σαν ένα στοιχειώδες γεγονός, το οποίο αποκλείει την αντίσταση, την διαμαρτυρία, την επιθυμία εκδίκησης. Η εντολή έρχεται σαν μοίρα, που λυτρώνει από τους κόπους της αντίρρησης και της αντίστασης. Το άδικο σαν σπίθα που ξεπηδά από την αιώνια καιόμενη πυρά των αντιξοοτήτων, η οποία φωτίζει τον δρόμο του στρατιώτη.
Η στολή είναι μια συνείδηση ετοιμασμένη από το εργοστάσιο ενδυμάτων. Παραινεί συνεχώς τον ένστολο: έχεις πάψει να είσαι κάποιος σκοπός. Είσαι μέσο. Να μην το ξεχνάς αυτό όταν σε πιάνει να θες να επιβεβαιώσεις τον εαυτό σου.
ΟΠΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ
Ο κακός πιανίστας έπαιζε κάθε απόγευμα στο μπαρ του επαρχιακού ξενοδοχείου χορευτική μουσική και άλλα.
Ο όγκος των επισκεπτών: Πάντα το ίδιο πράγμα. Κοπανάει τα πλήκτρα τελείως μηχανικά. Το γραμμόφωνο ή το ράδιο θα ήταν προτιμότερα. Γιατί δεν ψάχνει το ξενοδοχείο κανέναν καλύτερο πιανίστα. Η τιμή της πανσιόν είναι αρκετά υψηλή.
Ο ξενοδόχος: Θα τον διώξω. Ελπίζω να μου κάνει καρδιά να πετάξω τον γέρο στον δρόμο. Δεν θα ξαναβρώ σύντομα έναν τόσο φθηνό πιανίστα. Εν τέλει παίζει στον ρυθμό, αυτό αρκεί. Αλλά πού το γράφει ότι πρέπει να έχω μουσική; Του χρόνου θα χρεώνω εξτρά για την μουσική.
Ένα ζευγάρι που χορεύει: «Δεν ευχαριστιέται κανείς τον χορό μαζί σου»- «Τότε γιατί το κάνεις;»- «Για να μην σε βλέπω να κάθεσαι βαριεστημένος και να χασμουριέσαι μέσα απ’ τα ρουθούνια.»- «Τότε γιατί με αναγκάζεις να έρχομαι κάθε απόγευμα;»- «Μην ρίχνεις σ’ εμένα το φταίξιμο, εσύ με φέρνεις εδώ.»- «Ω, Θεέ μου!»- «Και δεν γίνεται να μην δίνεις ποτέ κάτι στον πιανίστα.»- «Για αυτήν την μουσική;»- «Αδιάφορο, ο κακόμοιρος ταλαιπωριέται όλη την νύχτα για την ευχαρίστησή σου.»- «Καλά το είπες, ευχαρίστηση!»
Ο σερβιτόρος: Καλά την έχει αυτός: όλη την ημέρα να μην κάνει τίποτα, να κοιμάται όσο θέλει, και να μπορεί να είναι μονίμως καθιστός. Θεέ και Κύριε!
Η γυναίκα του πιανίστα: Θεέ και Κύριε! Θα πεθάνω απ’ την τρομάρα μου. Πρέπει να πηγαίνει στο κρεβάτι νωρίς, και το πολύ καθισιό δεν του κάνει καλό, αυτό είπε ο γιατρός. Και μετά από αυτό έρχεται ακόμα στο πανδοχείο. Το φθινόπωρο θα τον απολύσουν σίγουρα. Τί θα γίνει τότε; Ποιος θα πάρει την σήμερον ημέρα έναν τέτοιο γεροξούρα. Και δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ξεκάθαρα, αυτό μπορεί να το κάνει! Όχι, δεν έπρεπε να είχα παντρευτεί μουσικό.
Ένας μουσικός: Πού μπορούμε να καταλήξουμε… Σήμερα παίζεις Χίντεμιτ, αύριο κιόλας «Έϊντ σι σουήτ;»[1]. Όπως και να ‘χει βγάζει το ψωμί του παίζοντας πιάνο. Στο τελευταίο μου κονσέρτο ήταν δεκαεννιά άτομα.
Ένας διχασμένος επισκέπτης: Με στενοχωρεί αυτός ο πιανίστας. Θα ήθελα να τον κρατήσει ο πανδοχέας και, επειδή το παίξιμό του μου την δίνει στα νεύρα, να τον απολύσει. Κλίνω για χάρη του να του δώσω κάποιο φιλοδώρημα και για χάρη μου να μην του δώσω φιλοδώρημα. Θα ήθελα πολύ να ξέρω πώς κατέληξε σε αυτό το επάγγελμα… παρόλο που δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα στ’ αλήθεια. Οι άνθρωποι έρχονται στο μπαρ επειδή έχει μουσική ή παρόλο που έχει μουσική;
Ο γάτος στην οροφή: Κάθε βράδυ αυτό το κλαψούρισμα που σου σπάει τ’ αυτιά… Μου διώχνει την μικρούλα με το λευκό σημάδι στην μουσούδα. Αυτό που οι άνθρωποι δεν ντρέπονται να εκφράζουν τον οίστρο τους τόσο κακόφωνα!
Το πιάνο: Εγώ είμαι το θύμα. Αλήθεια, έχω λόγο να είμαι τόσο κακοκουρδισμένο όσο είμαι. Πόση σπουδαία μουσική κοιμάται μέσα μου- και παραμένει αξύπνητη. Υπάρχει πιο θλιβερή μοίρα απ’ το να σε εξαπατούν από τις ίδιες σου τις δυνατότητες, από τον πιο υψηλό σκοπό, που θα μπορούσε να υπηρετήσει κανείς; Είναι μονάχα μια μικρή παρηγοριά ότι το άτομο που με κοπανάει δεν τα πάει κι αυτό πολύ καλύτερα. Η ζωή παίζει μαζί του τόσο απαίσια όσο και με μένα.
Ο πιανίστας: Το συκώτι ήταν ξινό και πολύ λιπαρό. Καλά να πάθω, γιατί δεν πάω καλύτερα στην ταβέρνα του Λάμπελ. Στου Χάιντλ μπορείς να μιλάς μέχρι να σου βγει η ψυχή- όμως δεν δίνουν στο κρεμμύδι το καφέ χρώμα που πρέπει. Την Τρίτη έχει λουκάνικο από αίμα. Τί είναι σήμερα; Χθες ήταν Πέμπτη, σήμερα είναι Παρασκευή. (Στον ρυθμό του «Έϊντ σι σουήτ;», το οποίο ακριβώς παίζει): Τα τα τα- ταταρατα- τατα τα- τα τατα τατα τατα- τα τα τα- το συκώτι ήταν πολύ λιπαρό- και το κρεμμύδι δεν ήταν καφέ- δεν ξαναπάω στου Λάμπελ- στην ταβέρνα του Λάμπελ.
[1] Ain’t she sweet (Δεν είναι γλύκα;): δημοφιλές αμερικανικό τραγούδι της εποχής.
Ο Alfred Polgar (1873-1955), υπήρξε δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός θεάτρου. Γεννήθηκε στην Βιέννη από Εβραίους γονείς, ο πατέρας του ήταν μουσικός, και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στο δικαστικό και λογοτεχνικό ρεπορτάζ, καθιερώθηκε όμως ως κριτικός θεάτρου και συγγραφέας μικρών δοκιμίων. Την δεκαετία του 1920 είναι από τους διασημότερους κριτικούς θεάτρου στον γερμανόφωνο κόσμο. Με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Γερμανία. Το 1949, Αμερικανός πολίτης πια, επιστρέφει στην Ευρώπη και εγκαθίσταται στην Ελβετία μέχρι τον θάνατό του.
Ο Polgar θεωρείται δεξιοτέχνης της μικρής πρόζας. Ανάμεσα στους θαυμαστές του μεταξύ των συγχρόνων του συγκαταλέγονταν ο Karl Kraus, o Joseph Roth, o Hermann Broch και ο Kurt Tucholsky. Τα κείμενα του χαρακτηρίζονται από ένα περίτεχνο, ειρωνικό ύφος πίσω από το οποίο κρύβει μια διεισδυτική ψυχολογική ανάλυση και κοινωνική κριτική.
Βιογραφικό του μεταφραστή:
Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη το 1990. Σπούδασα πολιτικές επιστήμες στο ΑΠΘ. Γνωρίζω Γερμανικά και Αγγλικά. Εργάζομαι στην Θεσσαλονίκη ως ιδιωτικός υπάλληλος. Δεν έχω δημοσιεύσει κάτι, εκτός από δυο μεταφράσεις του Ε.Ε.Κisch στο περιοδικό Χάρτης από τα γερμανικά.