You are currently viewing ΧΡ. Δ  ΑΝΤΩΝΙΟΥ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΗΣ, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ – ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ (Μια φιλία που βράδυνε),  Καστανιώτης, 2016.

ΧΡ. Δ  ΑΝΤΩΝΙΟΥ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΗΣ, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ – ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ (Μια φιλία που βράδυνε),  Καστανιώτης, 2016.

Ο Γιώργος Γεωργής  είναι ιστορικός και διπλωμάτης,  καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο  της Πάφου. Με το βιβλίο του αυτό φέρνει στην επιφάνεια τη σχέση των δύο μεγάλων μας συγγραφέων Γιώργου Σεφέρη και Στρατή Τσίρκα που άρχισε με μία σοβαρή διαφωνία,  αλλά  κατέληξε πολύ αργότερα σε μια ειλικρινή και στενή φιλία. Αυτό αποτελεί τον θεματικό πυρήνα του βιβλίου, που είναι και  πολύτιμο και για την ιστορία της Ελλάδας και  τη μελέτη της λογοτεχνίας μας καθώς προβάλλεται η στάση και η διαφορετική οπτική γωνία των δύο πολύ σημαντικών για τα ελληνικά γράμματα ανδρών. Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την ιστορική του αφήγηση με  προσφυγή σε πολύ πλούσιο αρχειακό υλικό,  που του δίνει κιόλας την ευκαιρία να διατυπώσει πολλά και ποικίλα σχόλια.

 Σ’ αυτή την παρουσίαση θα ήθελα να εστιάσω, πολύ σύντομα βέβαια, την προσοχή μου μόνο στην περιπέτεια  της σχέσης των δύο συγγραφέων, όπως μας την εκθέτει ο Γεωργής, γιατί στο τέλος θα φανεί ότι ο διάλογος μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές ιδεολογίες και αντιλήψεις μπορεί να είναι επιτυχής, αρκεί οι διαλεγόμενοι να ξεπερνούν  τον άγονο φανατισμό.

 Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα  με το βιβλίο,  η γνωριμία τους τυπικά  αρχίζει  τον Ιούλιο του 1942 στην Ιερουσαλήμ, όταν ο κίνδυνος της κατάληψης της Αιγύπτου από τον Ρόμελ  ανάγκασε πολλούς αντιφασίστες διανοούμενους (μεταξύ των οποίων τον Στρατή Τσίρκα, εκδότη του αντιφασιστικού περιοδικού Έλλην) αλλά και την ελληνική κυβέρνηση μαζί με τις υπηρεσίες της  να καταφύγουν στην Παλαιστίνη. Εκεί λοιπόν ο Τσίρκας πρωτοείδε στο ελληνικό προξενείο και αναγνώρισε τον, κατά 11 χρόνια πρεσβύτερό του,  Σεφέρη, ο οποίος ήδη αναγνωριζόταν ως μεγάλος ποιητής.  Όταν εξέλιπε ο κίνδυνος του Ρόμελ όλοι οι φυγάδες επέστρεψαν στην Αίγυπτο. Από την περιπέτειά τους αυτή ο Τσίρκας συνέλεξε υλικό για τη Λέσχη του κι ο Σεφέρης για το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’, έργα μέσα στα οποία ανιχνεύει κανείς τις  κοινές αυτές εμπειρίες τους.

Αν και οι δύο δρούν σ’ αυτά τα χρόνια στην Αίγυπτο, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους.  Ο Τσίρκας είναι μάχιμος αριστερός διανοούμενος, αλλά εκτιμά  και θαυμάζει τον Σεφέρη ως ποιητή και επισημαίνει την αντιστασιακή υφή των ενεργειών του στα χρόνια αυτά(1941-44), αν και η Αριστερά  διατηρεί πολλές επιφυλάξεις για τον ποιητή.  Παρά τον θαυμασμό του όμως,  όταν  ο Σεφέρης, ύστερα από παράκληση του τότε φίλου του Τίμου Μαλάνου, έγραψε τον Πρόλογο για μια έκδοση των «Ωδών» του Κάλβου, ο Τσίρκας δημοσίευσε στο περιοδικό  Έλλην ένα πολύ έντονα επικριτικό σημείωμα για τον Πρόλογο  αυτό του Σεφέρη. Θεωρεί ότι η Εισαγωγή του Σεφέρη στις Ωδές είναι αποτυχημένη, γιατί δεν ασχολείται, πλην ελάχιστα, με το περιεχόμενό τους, δηλαδή με το πάθος του Κάλβου για τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, την κοινωνική αρετή, την Ελλάδα, αλλά μόνο με τη γλώσσα του. Η κριτική του ασφαλώς, όπως άλλωστε φαίνεται και μέσα στο κείμενό του, στρέφεται εναντίον των μη αριστερών διανοουμένων της  Αλεξάνδρειας που αποτελούσαν τον  άτυπο όμιλο των «Νεοαλεξανδρινών», οι οποίοι άλλωστε, με κεντρικό πυρήνα φίλους του Σεφέρη (Τζων Πηλαβάκη, Τίμο Μαλάνο,  Νάνη Παναγιωτόπουλο), είχαν επιχειρήσει την έκδοση των «Ωδών». Θεωρεί μάλιστα τον Σεφέρη  υποταγμένο στο δόγμα της «άδολης ποίησης», «δόγμα εφήμερο, που ο σημερινός πόλεμος του δίνει τις τελευταίες χαριστικές βολές». Ο Σεφέρης λοιπόν, όπως και άλλοι μελετητές, κατά τη γνώμη του,  δεν «πήραν τις Ωδές σαν ένα σύνολο αδιαίρετο, όπου η ιδέα συνδαυλίζει το αίσθημα, το αίσθημα φωτίζει την ιδέα και τανάπαλι και τα δυο μαζί ολοκληρώνονται στη μόνη νοητή ποίηση για τον Κάλβο, την αρετή, δηλαδή την πράξη— αλλά ζήτησαν να ξεχωρίσουν «καθαρή ποίηση» και πατριωτική ποίηση, ποίηση- Ποίηση και ποίηση –Πολιτική, ποίηση ‘χρυσάφι’ και ποίηση ‘λάσπη’».

Ο Σεφέρης , αν και πολύ ενοχλήθηκε από την κριτική του Τσίρκα, δεν αντέδρασε αμέσως, παρά ένα χρόνο αργότερα όταν μιλούσε για τον Μακρυγιάννη στην Αλεξάνδρεια. Αφού λοιπόν ο Σεφέρης προέβαλε πρώτα την ελληνικότητα  και τον αγώνα του Μακρυγιάννη  για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, στη συνέχεια τον χαρακτήρισε ως «ένα μεγάλο δάσκαλο της γλώσσας». Και πρόσθεσε:

Κάποτε  μου έτυχε να γράψω έναν πρόλογο στα ποιήματα του Κάλβου κι επειδή νόμισα πως ένα από τα σπουδαία προβλήματα που έθετε ο Κάλβος ήταν το ζήτημα της γλωσσικής έκφρασης, μ’ έψεξαν γιατί ασχολήθηκα μ’ αυτό, αντί να ασχοληθώ με πράγματα που  βροντοφωνούσε ο ποιητής και δεν είχαν καθόλου την ανάγκη μου για να γίνουν αισθητά στον καθένα.

Στο ακροατήριο βρισκόταν και ο Τσίρκας. Η ομιλία του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη τον ικανοποίησε, αφού η ομιλία  αυτή αναφέρθηκε τόσο στον αγώνα όσο και στη γλώσσα του ήρωα- απομνηματογράφου. Κατανόησε ασφαλώς τη σεφερική αιχμή και ευθύς αμέσως θέλησε σε μια κίνηση έμπρακτης συγνώμης να δημοσιευτεί η ομιλία στο περιοδικό Έλλην, πράγμα που έγινε κιόλας. Στη συνέχεια δόθηκε στον Τσίρκα η ευκαιρία  συνεργασίας με τον Σεφέρη στο πλαίσιο διοργάνωσης από τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο, στον οποίο ο Τσίρκας ήταν καθοδηγητικό στέλεχος,   και την Κεντρική Υπηρεσία Τύπου της ελληνικής κυβέρνησης, της οποίας προϊστάμενος ήταν ο Σεφέρης, μιας  έκθεσης με τίτλο: «Δύο χρόνια σκλαβιάς». Ο Σεφέρης έγραψε το εισαγωγικό κείμενο του μικρού λευκώματος της έκθεσης. Το κείμενο αυτό ο Τσίρκας το θεώρησε αργότερα «εμπνευσμένο».

Αν και τη μεγάλη επιτυχία της Έκθεσης την αποδίδει ο Τσίρκας στον Σεφέρη και διθυραμβικά τον επαινεί, ο Σεφέρης δεν απαντά ούτε και γράφει στο ημερολόγιό του κάτι σχετικά  μ’ αυτό. Η άστοχη επίθεσή του κατά του Σεφέρη   θα τον ταλανίσει για πολύ ακόμη και θα του δημιουργήσει ενοχικό σύνδρομο. Το 1947 θα καταθέσει και πάλι τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον Σεφέρη, που τον θεωρεί « μεγάλο ποιητή και δημοκράτη», αν και η θέση της Αριστεράς  απέναντι στον Σεφέρη χαρακτηρίζεται, όπως ειπώθηκε παραπάνω, από μεγάλη καχυποψία. Συνεχίζοντας την προσπάθειά του ο Τσίρκας για την αποκατάσταση της σχέσης του με τον Σεφέρη το1958 του στέλνει το βιβλίο του «Ο Καβάφης και η εποχή του», στο οποίο οι προσεγγίσεις του στην ποίηση του Καβάφη  πλησίαζαν περισσότερο μ’ εκείνες του Σεφέρη παρά μ’ εκείνες του Μαλάνου. Ο Σεφέρης απαντά με φιλικότητα, αλλά όχι και εγκάρδια. Όταν το 1961 του στέλνει τη Λέσχη του ο Σεφέρης του απαντά πάλι φιλικά αλλά με συντομία.

 Αυτά και άλλα περιλαμβάνει η προσπάθεια του Τσίρκα για την αποκατάσταση της σχέσης του με τον Σεφέρη. Την ίδια χρονιά  καταθέτει εκ νέου την εκτίμησή του για τον ποιητή στο μελέτημά του για το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’» στον Τόμο: «Για τον Σεφέρη, Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα  χρόνια  της Στροφής». Αλλά και σ’ αυτό το κείμενο τον κυνηγάει ακόμη η σκιά της σχέσης του με τον Σεφέρη.

Ακολούθησε η τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες», που ο τίτλος της αποτελεί σαφή αναφορά στους  δύο πρώτους στίχους του ποιήματος του Ημερολογίου Καταστρώματος Β’: «Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα»:

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,

Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς.

Άλλη μια φορά δηλαδή  ο Τσίρκας θέλει να τιμήσει τον ποιητή με τον υπέρτιτλο στην τριλογία του και να θυμίσει τις κοινές τους εμπειρίες στις πολιτείες της προσφυγιάς: Αλεξάνδρεια, Κάϊρο, Ιερουσαλήμ.  Αν και είναι δύο άνθρωποι  που βίωσαν τα γεγονότα από διαφορετική θέση και ιδεολογία, η πρόσληψη αυτών των εμπειριών είναι κοινή, όπως επισημαίνει και η Χρύσα Προκοπάκη. Την έκφραση αυτών των κοινών εμπειριών στα βιβλία του Τσίρκα  και στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’» του Σεφέρη επισημαίνει άλλωστε  ο Γιωργής  θέλοντας να δείξει τη μεγάλη εκτίμηση του πρώτου προς τον δεύτερο.

Η Προκοπάκη ανακάλυψε μάλιστα λίγο αργότερα  στα χαρτιά του  ένα αδημοσίευτο κείμενό του υπέρ του Σεφέρη, που κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε στα 1965, όταν ολοκληρώθηκε η τριλογία :Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η αριστερά τού  είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο και μάλιστα το 1961 το ΚΚΕ Αλεξανδρείας , μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τη Λέσχη, τον διέγραψε. Συγχρόνως δεχόταν και επιθέσεις από τους συντηρητικούς κύκλους της αιγυπτιακής παροικίας (Τίμο Μαλάνο, Μανώλη Γιαλουράκη). Έχοντας λοιπόν να αντιμετωπίσει μια  διμέτωπη επίθεση, έκρινε ότι δεν ήταν κατάλληλος ο καιρός να το δημοσιεύσει.

Σ’ αυτό το κείμενο ο Τσίρκας είχε αποφασίσει να κάνει μια δημόσια ομολογία για το σφάλμα του σχετικά με τον Πρόλογο του Σεφέρη για τον Κάλβο επαινώντας τον πάλι για τον πατριωτισμό και τον ανθρωπισμό του. Το κείμενο τελείωνε ως εξής:

Στην πνευματική περιοχή, ο φανατισμός, ακόμη και ο καλοπροαίρετος, είναι κακός σύμβουλος: εκχυδαίζει και ισοπεδώνει τα ζητήματα.

Ο συγγραφέας σχολιάζει υπαινικτικά  ότι «ο Τσίρκας θα ήταν ίσως πιο επιεικής με τον εαυτό του, αν γνώριζε ότι και ο ίδιος ο Σεφέρης, γράφοντας την εισαγωγή του, είχε παρόμοιες αμφιβολίες, ιδιαίτερα για την υπερβολική αναφορά του στη γλώσσα του Κάλβου». Στο ημερολόγιό του (30 Δεκ. του 1941) ανάμεσα στα άλλα σχετικά μ’ αυτό το θέμα ομολογεί ότι: «Μιλώ υπερβολικά για τη γλώσσα, κι αυτό κουράζει». Αυτές οι αυτοεπιφυλάξεις του μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Γεωργής, τον έκαναν να μη ανακινεί από την πλευρά του το θέμα.

Οι σχέσεις των δύο ανδρών αποκαταστάθηκαν από το 1963, αφότου ο Τσίρκας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εισήλθε στον κύκλο των φίλων του Σεφέρη. Σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά ο Γ. Π. Σαββίδης.  Παρά το γεγονός όμως ότι ανήκε πλέον στον στενό φιλικό κύκλο του ποιητή, ποτέ ο Σεφέρης δεν έδωσε την αναμενόμενη από τον φίλο του άφεση του αμαρτήματός του.  Στη συνέχεια, όπως αποκαλύπτει ο Γεωργής,  ο Τσίρκας έγινε  ένας από τους βασικούς συνομιλητές του Σεφέρη. Οι δύο φίλοι κάνουν πολλή παρέα, συνεργάζονται στην έκδοση του βιβλίου του Ι.Α. Σαρεγιάννη, συζητούν τις καταιγιστικές  πολιτικές εξελίξεις εκείνου του καιρού, χωρίς να εμποδίζουν τον Σεφέρη οι αριστερές απόψεις του Τσίρκα, κι έχουν κοινές δράσεις. Στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, (Σπύρος Πλασκοβίτης, Δημήτρης Μαρωνίτης) ένας από τους λόγους που ο Σεφέρης προέβη στην αντιδικτατορική δήλωσή του είναι η παρώθηση του Τσίρκα. Στον ίδιο πάλι οφείλεται ότι έγινε γνωστή σ’ ένα ευρύ κύκλο ελλήνων ποιητών και συγγραφέων η απόφαση του Σεφέρη, που την υιοθέτησαν κι αυτοί,  να μη ξαναδημοσιεύσει τίποτε όσο καιρό κρατούσε η λογοκρισία της δικτατορίας.

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια σύντομη  περιδιάβαση στη σχέση των δύο ανδρών. Η ανένδοτη όμως μέχρι τα 1963 στάση του Σεφέρη απέναντι στον Τσίρκα γεννάει πολλά ερωτήματα. Γιατί έδειξε τέτοιαν αδιαλλαξία για είκοσι ολόκληρα χρόνια, τη στιγμή μάλιστα που ο συγγραφέας της γνωστής τριλογίας του ζητούσε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνεχώς και  ειλικρινά συγνώμη; Γιατί απέναντι στην  παρακλητική στάση του κατοπινού φίλου του έδειξε έναν αδικαιολόγητο πνευματικό σνομπισμό, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ήταν αναγνωρισμένος μεγάλος ποιητής κι ο Τσίρκας βρισκόταν ακόμη στα πρώτα σκαλιά του συγγραφικού του βίου;  Γιατί,  εκτός από λίγες επιδοκιμαστικές γραμμές ως απάντηση στις επιστολές του Τσίρκα, όταν  εκείνος του έστελνε τα βιβλία του, δεν έγραψε κάτι γι ‘ αυτά τα αξιόλογα έργα;

Τα ερωτήματα είναι πολλά και οι απαντήσεις μάλλον δύσκολες και υποθετικές. Να υποθέσουμε π.χ. ότι η ακαμψία του οφειλόταν στον «δύσκολο» χαρακτήρα του; Η αυστηρή και καθόλα αρνητική απάντηση που έδωσε στον φίλο του Τίμο Μαλάνο στα 1951, όταν του εγχείρισε το βιβλίο του «Η ποίηση του Σεφέρη»,  δείχνει ίσως ένα δύσκολο χαρακτήρα. Του έγραψε:

Έλαβα το αντίτυπο που μου προόριζες της Ποίησης του Σεφέρη. Ευχαριστώ. Αλλά ρωτιέμαι, δεν είναι κρίμα ο κόπος και τα τυπογραφικά και το χαρτί για έναν ποιητή που δεν καταλαβαίνουμε;

Υποσημείωση: Η φίλη μου Ζντράφκα Μιχαήλοβα, Βουλγάρα μεταφράστρια, νεοελληνίστρια και δημοσιογράφος, βραβευμένη από την ελληνική Ακαδημία, μου έλεγε πως τον ίδιο πνευματικό σνομπισμό επέδειξε ο Σεφέρης απέναντι στον  πολύ καταξιωμένο στη Βουλγαρία ποιητή, στοχαστή, ελληνιστή, μεταφραστή Στέφαν Γκέτσεβ (1911-2000). Όταν λοιπόν ο Γκέτσεβ, που ήθελε να μεταφράσει τα ποιήματά του Σεφέρη στα βουλγαρικά,  κατάφερε, ύστερα από πολλές παρακλήσεις του, να έχει ένα ραντεβού μαζί του, ο Σεφέρης τον άφησε απέναντι στο γραφείο του, χωρίς να του απευθύνει, από δυσπιστία, επί τρίωρο ούτε μια λέξη, να αναπτύσσει  τη δουλειά που σκόπευε να κάνει για το έργο του.

Ζήτησα από τον φίλο μου, βραβευμένο από την Ακαδημία, ποιητή, συγγραφέα  και διπλωμάτη, Γιώργο Βέη τη γνώμη του για το θέμα και ως απάντηση μου έστειλε το ακόλουθο κείμενο με την άδειά του να το περιλάβω σ’ αυτό το άρθρο:

Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία του χαρακτήρα του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος δεν κατάφερε να συγχωρέσει δια βίου τον ίδιο του τον πατέρα, το θεωρώ αυτονόητο να μην συγχωρέσει έναν προωθημένο κομμουνιστή ακτιβιστή, όπως υπήρξε ο Στρατής Τσίρκας. 

Συγκρατώ ότι ο πατέρας του Γιώργου Σεφέρη δεν παρέστη στο γάμο του Γιώργου με τη Μαρώ. Ο Γιώργος Σεφέρης δεν παρέστη εν  συνεχεία, ως γνωστόν, στην κηδεία του πατέρα του, αντεκδικούμενος με ιδιάζουσα σκληρότητα. Η οικογένεια Σεφέρη σε όλο το μεγαλείο της.

 Άλλωστε ως επαγγελματίας της πολιτικής συντήρησης, ο διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης δεν έβλεπε με καλό μάτι την όλη δραστηριότητα του Στρατή Τσίρκα. Ο τελευταίος, κατά συνέπεια, αδίκως ανέμενε επί έτη την απλούστερη πράξη των θνητών: φευ, τη συγχώρεση. 

 Αλλά για το ίδιο θέμα και η φίλη μου Ανθούλα Δανιήλ,  δρ φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας, προθυμοποιήθηκε να μου στείλει ένα μεγάλο κείμενο από το οποίο επιλέγω τα παρακάτω:

 Ο Σεφέρης ήταν τότε αναγνωρισμένος ποιητής, όμως ήταν, πρωτίστως, διπλωμάτης, στη Μέση Ανατολή. Ενώ ο Τσίρκας είναι ακόμη  νέος και το σημαντικότερο κομμουνιστής. Ο Σεφέρης, που πρόσεχε τα πάντα και φοβόταν να μιλήσει ή να επικοινωνήσει με άτομα που καιροφυλακτούσαν να επισημάνουν και να σχολιάσουν αρνητικά οτιδήποτε –ας δούμε τι γράφει στον «Τελευταίο Σταθμό», στο «Απομεσήμερο ενός φαύλου», αλλά και στις Μέρες—είναι πολύ συγκρατημένος, σχεδόν ψυχρός. Η συμπεριφορά του βεβαίως απέναντι στον Τσίρκα είναι επιεικώς απογοητευτική και ας έχει καταλάβει ότι ο Τσίρκας έχει δίκιο.(…). Αργότερα, βέβαια, όταν κι ο Τσίρκας θα έχει αναγνωριστεί ως καλός συγγραφέας, ο Σεφέρης θα «ενδώσει» στη φιλία του. Τότε όμως ο Τσίρκας δεν θα είναι φανατικός οπαδός του ΚΚΕ, ούτε καν μέλος του, αφού το 1961 τον διέγραψαν για τη «Λέσχη» του. Άλλωστε σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει μια άλλη αποδοχή της Αριστεράς στην Ελλάδα. και επομένως  το έδαφος για τον Σεφέρη δεν είναι επικίνδυνο.

 Και ασφαλώς η διπλωματική του ιδιότητα είναι εκείνη που τον κάνει προσεκτικό και πολύ συγκρατημένο. Διπλωματική μου φαίνεται και η απάντηση που δίνει στο Δοκίμιό του «Η Τέχνη και η Εποχή» (Δοκιμές Α΄, 264), στο ερώτημα ειδικά με τη στάση που πρέπει να κρατήσει ένας «πνευματικός εργάτης» την ώρα που η πατρίδα κι κόσμος βρίσκεται σε κίνδυνο. Δέχεται και τη στάση εκείνων που προτίμησαν να αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας πως αυτό θα απαντούσε καλύτερα από τους ίδιους, αλλά και τη στάση εκείνων που στις κρίσιμες στιγμές διάλεξαν τα στρατόπεδα της κοινωνικής πάλης. Κι ενώ στον Πρόλογο για τον Κάλβο κράτησε την στάση των πρώτων , στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη και όχι μόνο, κράτησε τη στάση των δεύτερων. Μήπως κατά βάθος αντιλαμβανόταν ότι ο Τσίρκας είχε δίκιο κι αυτό τον οδηγούσε σε όλα αυτά τα χρόνια σε μια αμήχανη στάση απέναντί του που εκφραζόταν τόσο αρνητικά; Μήπως όλα αυτά τα χρόνια διακατεχόταν από παρόμοιο ενοχικό σύνδρομο απέναντι στον Τσίρκα; Αυτά τα τελευταία δικαιολογούν κιόλας τη φιλία τους, που βράδυνε βέβαια, αλλά, όταν ήρθε, στάθηκε τόσο δημιουργική.

 

  Βιογραφικό Σημείωμα

 Ο Γιώργος Γεωργής γεννήθηκε στο Παραλίμνι της Κύπρου το 1946. Πτυχιούχος και διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1976 ως το 1982 εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, ανέλαβε Μορφωτικός Ακόλουθος της Κύπρου στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Σπιτιού της Κύπρου στην ελληνική πρωτεύουσα. Αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ασχολείται συστηματικά με την Πολιτική και Διπλωματική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, με την Ιστορία του κυπριακού εθνικού κινήματος, την Πολιτική Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας 1959-1974 και τον διπλωμάτη Σεφέρη. Έχει τιμηθεί με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος της Ελληνικής Δημοκρατίας και με εύφημη μνεία της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει γράψει 12 βιβλία και πολλά άρθρα σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά. Από το 2005 ώς το 2009 διετέλεσε Πρέσβης της Κύπρου στην Ελλάδα, με παράλληλη διαπίστευση στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία.

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.