Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα συστήνεται με έναν τίτλο, Καθαρό οινόπνευμα, που εγείρει την υποψία ότι αποτελεί μια μετωνυμία για την ίδια την ποιητική τέχνη ως μια μεικτή περιοχή η οποία προσδιορίζεται από την κατάσταση μέθεξης και μέθης στην οποία, σύμφωνα και με την παράδοση άλλωστε, μπορεί να βρίσκεται ο δημιουργός, αλλά και από την ιδιότητα της κάθαρσης και του καθαρμού που ο ποιητικός λόγος επιδιώκει και πετυχαίνει. Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα που από την πρώτη τους ανάγνωση δεν κρύβουν ούτε αποσιωπούν την έλξη τους προς το ένα είδος τραγουδιστικής ή έστω ρυθμικής απαγγελίας. Πρόκειται για συνθέσεις που απομακρύνονται από την ευθεία και άμεση εκφώνηση και προσεγγίζουν έναν τρόπο πολύ κοντά στον τύπο των γνωστών από τη λαϊκή ποίηση παραλογών με τον γρήγορο ρυθμό και την ρέουσα αφήγηση. Η εγγύτητα στον τύπο και τη λογική των παραλογών δεν έγκειται όμως μονάχα στον τρόπο της ποιητικής έκθεσης, αλλά και στο περιεχόμενο, στην αφόρμηση και την αφορμή που σε αρκετά από τα ποιήματα είναι ο θάνατος και η συνυφασμένη με αυτόν ανατροπή της φυσικής τάξης των πραγμάτων και του κόσμου: Και να κερνάς, λέει, τα όργανα/ και όπα κι έστα στο διηνεκές/ σε όλα τα πλάτη και τα μήκη/ του περασμένου χρόνου.// Μετά, έβαλες πάλι το αριστερό/ πλάι στο δεξί σκαρπίνι/ ξάπλωσες λέει, στην εντατική/ για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο. («Οσμαντάκα Λάζαρος») Η Κουβάτα προσεγγίζει τον θάνατο μέσα από εικόνες και μορφές, μέσα από στιγμιότυπα που προσλαμβάνουν μια έντονη θεατρικότητα, μια εικονική διάσταση μέσα στην οποία ο άνθρωπος μοιάζει να περιχαρακώνεται σε ένα σχήμα από το οποίο δεν μπορεί να αποδράσει. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της καθήλωσης που προξενεί η ιδέα, η σκέψη, η εμπειρία του θανάτου στον άνθρωπο οι οποίες όμως βαθαίνουν τη γνώση του για τη ζωή και τη νομοτέλειά της.
Ο δεύτερος πόλος από τον οποίο εκκινεί η ποιήτρια είναι ο έρωτας, όπως αυτός εναγκαλίζεται και υιοθετεί χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων και του θανάτου για να προσφερθεί στον άνθρωπο σαν πόνος και πάθος μαζί. Η ματιά της ποιήτριας πάνω στον έρωτα είναι μάλλον απαισιόδοξη. Τον αντικρίζει όπως τον αντίκριζαν οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές που έβλεπαν σε αυτόν τη δύναμη κατάλυσης της ανθρώπινης οντότητας, την ενέργεια εκείνη με την οποία τροφοδοτείται η ψυχοσύνθεση ούτως ώστε να μπορέσει να ατενίζει με μιαν άλλη ματιά τον κόσμο, να βλέπει τη μεταμόρφωση και τον μετασχηματισμό του: Χειμωνιάτικο φρούτο/ στη φλούδα σου/ να ’μια.// Με το νύχι/ αν πιέσεις τη σάρκα.// Παντού/ να πετούν πουλιά πορτοκαλιά. («Στη φωτιά») Τα λύγισμα της ποιήτριας, η παραδοχή της ανωτερότητας του ερωτικού αισθήματος, της παντοδυναμίας του να ελέγχει κάθε πτυχή της ανθρώπινης πράξης, δημιουργεί μια άκρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη με την θεώρησή του υπό το κράτος μιας εκλογίκευσης που δε νοθεύει, αντίθετα αναδεικνύει την ποιητικότητα ως ιδιότητα στενά και καίρια συνυφασμένη με την ισορροπία, την αρμονία, την αλήθεια. Η ποιήτρια στέκεται με θάρρος απέναντι στην ερωτική ματαίωση, την ερωτική προδοσία και ξεκινώντας από τα ερείπια αυτά τεχνουργεί ουσιαστικά την ερωτική της προσδοκία μέσα από τη γνωστή μέθοδο «εξ αντιθέτου». Πρόκειται για ένα νοερό ουσιαστικά σχήμα που καλείται να συλλάβει ο αναγνώστης και το οποίο βασίζεται στην ψυχολογική ανάγκη και λειτουργία της ανάκλησης μιας εκδοχής θεμιτής και επιθυμητής μέσα από την έκθεση, τη δοκιμή και τη δοκιμασία στην αντίθετή της. Έτσι, η ερωτική ακύρωση γεννά αφ’ εαυτής και εκ του αυτομάτου την αναμονή μέσα σε μια συνθήκη που θα διαφοροποιείται ριζικά, που θα υπόσχεται την ερωτική πληρότητα και πλήρωση.
Στο σημείο ακριβώς αυτό έρχεται η ποίηση για να διευθετήσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις, να προσλάβει τη μορφή ενός καλουπιού ή καλύτερα μιας κιβωτού η οποία θα μπορέσει να δεχθεί όλα αυτά που η ποιήτρια αδυνατεί να τα τοποθετήσει μέσα στη ζωή ή, έστω, αδυνατεί να τα βλέπει να συμβαίνουν. Αυτό συνδέεται στενά με την ανακλητική φύση και λειτουργία της ποίησης, τη δυνατότητά της να προσφέρεται σαν πεδίο διαμόρφωσης οραμάτων και οραματισμών, προβολών που τοποθετούνται είτε στο μέλλον είτε στο παρελθόν και οι οποίες δίνουν στο ποίημα –παραδόξως– έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα και τόνο, το κάνουν να μοιάζει με μια εμπειρία ποιητική, δηλαδή δημιουργική, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο οικεία. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά από τα ποιήματά της η Κουβάτα μοιάζει να σκηνοθετεί τα πρόσωπα και την κίνησή τους στο χώρο μέσα από μια μέθοδο και τεχνική υπόδυσης ρόλων και υπόκρισης του ποιητικού λόγου κατά τέτοιον τρόπο ώστε το ποίημα να μετατρέπεται στο θέατρο μιας ενόρασης η οποία λειτουργεί εκτονωτικά όχι μόνο για την ποιήτρια αλλά και για την ίδια την ποίηση· την ποίηση που πάντα θα επιζητά, πάντα θα θέλει, πάντα θα τρέφεται με την άλλη, τη διαφορετική εκδοχή του ανθρώπου και του κόσμου.