Μια μάνα ετοιμοθάνατη έχει εκφράσει την επιθυμία της να ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Η ιστορία του βιβλίου με τον τίτλο Καθώς Ψυχορραγώ του αγαπημένου και πολυμεταφρασμένου William Faulkner, στρέφεται γύρω από την οικογένεια και την κηδεία αυτής της γυναίκας που θα δώσει την ευκαιρία στα πρόσωπα να αποκαλύψουν τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής τους.
Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση του Ομήρου, τον οποίο έχει μελετήσει συστηματικά ο Φώκνερ, και συγκεκριμένα από τη ραψωδία λ, την επονομαζόμενη Νέκυια, της Οδύσσειας φυσικά, όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον άλλο κόσμο και συναντά τους νεκρούς, ανάμεσά τους και τον δολοφονημένο από τη σύζυγό του και τον εραστή της Αίγισθο, Αγαμέμνονα. Ο Αγαμέμνων περιγράφει στον Οδυσσέα το χτύπημα με το σπαθί στο στήθος, λίγο πριν ξεψυχήσει, καθώς ψυχορραγεί.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι η ηρωίδα που ψυχορραγεί, η Άντι, και πλάι της παραστέκουν τα πέντε παιδιά της και ο άντρας της, των οποίων τα λόγια, τις πράξεις και τις σκέψεις, φανερές και κυρίως άδηλες παρακολουθούμε. Και, επειδή ενός κακού μύρια έπονται, μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο του Νότου, στο μικρό μπαμπακοχώραφο, κάθε πρόσωπο έχει τις δικές του απόκρυφες σκέψεις που η περιπέτεια της ταφής θα αποκαλύψει. Το Καθώς Ψυχορραγώ εμπεριέχει πολλά στοιχεία, τα οποία ο Φώκνερ αντλεί από τον περίγυρο. Είναι μια ηθογραφία του πολύπαθου Νότου της αμερικανικής ηπείρου, μια γη «θολή, αργή, άγρια (που) δίνει σχήμα και πνοή στη ζωή των ανθρώπων κατ’ εικόνα και ομοίωσή της, σκυθρωπή κι αδυσώπητη».
Ο Φώκνερ γράφει αυτό το βιβλίο στα 1930, εφαρμόζοντας μια νέα τολμηρή γραφή, αξιοποιώντας στοιχεία της ντοπιολαλιάς για να αποδώσει το γλωσσικό ιδίωμα του νότου, πράγμα που δεν θα δυσκολέψει βεβαίως τον Έλληνα αναγνώστη, για τον Αμερικανό όμως έχει μεγάλη σημασία. Αλλά μια και είμαστε στο θέμα γλώσσα, ας πούμε πως ο Φώκνερ μας ξαφνιάζει με τις μικρές κοφτές προτάσεις, τους μισοτελειωμένους μονολόγους, τις ελλιπείς υπαινικτικές φράσεις, τα άδηλα διατρέχοντα κάτω από την επιφάνεια της αφήγησης εκκρεμή νοήματα, τις εμμονικές επαναλήψεις, τα πολλά χυδαιολογήματα, τις ρεαλιστικές εικόνες. Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός, όλα αφημένα στην ερμηνευτική διάθεση και αξιολόγηση του επαρκούς ή και μη επαρκούς αναγνώστη, στον βαθμό που μπορεί να μπεί μέσα στην περίσταση του έργου. Ο Φώκνερ φαίνεται ανοιχτός σε κάθε άποψη από όπου και αν προέρχεται: «όταν ήμουν νέος πίστευα ότι ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο σωματικό∙ τώρα ξέρω ότι είναι απλώς μια λειτουργία του νου – και μάλιστα του νου όσων μένουν πίσω. Οι μηδενιστές λένε ότι είναι το τέλος∙ οι θρησκόληπτοι ότι είναι η αρχή∙ ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μονάχα ένας νοικάρης ή μια οικογένεια που αφήνει πίσω ένα σπίτι ή μια πόλη».
Ο στοχασμός του μπορεί άνετα να συνδιαλέγεται με τη βωμολοχία και εκείνη με εικόνες πολύ όμορφες όπως το σπίτι «είναι χτισμένο πάνω στην πλαγιά, και στο διάδρομο φυσάει ένα ρεύμα που…αν αφήσεις ένα πούπουλο στην μπροστινή πόρτα αυτό θα σηκωθεί ψηλά και θα ακολουθήσει ξυστά το ταβάνι, καθώς ανεβαίνει όσο πάει…» ή «Ο ήλιος, μια ώρα πριν από το ηλιοβασίλεμα, κάθεται σαν αιμάτινο αβγό πάνω στο στέμμα από μολυβένια σύννεφα∙ το φως έχει πάρει το χρώμα του χαλκού∙ στην όψη οιωνός, στην οσμή θειάφι, μυρίζει κεραυνό…». «Το μονοπάτι μοιάζει με στραβό κλαρί που το πέταξε ο άνεμος πάνω στην πλαγιά».
Ο Αμερικανικός Νότος ήταν αυτός που σήκωσε το βάρος της ήττας από τον Βορρά, στον Εμφύλιο. Ήταν αυτός που επέμενε στην διάκριση των λευκών από τους μαύρους. Ωστόσο, ενώ ο ρατσισμός προς τους έγχρωμους καλά κρατεί, υπάρχει μια δυναμική παρουσία της γυναίκας στο πρόσωπο της ηρωίδας. Η Άντι μπορεί να ζει σε ένα αγροτικό, αγράμματο, χυδαιολόγο και μειονεκτικό περιβάλλον, είναι όμως δασκάλα που κατάφερε να την οδηγήσει στον υμέναιο ο Ανς, που κάθε μέρα περνούσε από το σχολείο για να της πιάσει κουβέντα. Η περιγραφή της εικόνας του δεν εμπνέει τον έρωτα: «ήταν ψηλός άντρας, και νέος- «έτσι όπως ήταν καθισμένος πάνω στο κάρο έμοιαζε ήδη από τότε με λελέκι ζαρωμένο από το κρύο», κι ακόμα έσκυβε και ήταν ακούρευτος. Η Άντι δεν αγαπά τα παιδιά του σχολείου –«τα βρομερά, μυξιάρικα κουτσούβελα»- τα διδάσκει όμως. Δεν της αρέσει ο χωριάτης Ανς, αλλά τον παντρεύεται, γεννάει το πρώτο παιδί και τότε καταλαβαίνει πως «η ζωή είναι κάτι φριχτό». Όταν μένει έγκυος στο δεύτερο παιδί ήθελε να σκοτώσει τον Ανς. Από τα πέντε παιδιά της αγαπά μόνο τον Τζούελ (κόσμημα και στολίδι) που ξεχωρίζει από τους άλλους, είναι όμορφος, αλλά καρπός ενός παράνομου έρωτα.
Ο Νταρλ, ο διανοούμενος γιος, παίρνει περισσότερο τον λόγο από τους άλλους. Οι άλλοι κινούνται στο ίδιο επίπεδο, χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όλοι μαζί θυμίζουν κάπως τους αδελφούς Καραμαζόφ. Τα άλλα πρόσωπα, αν και δευτερεύοντα, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος μέσα από το οποίο θα αναδυθούν ήθη, έθιμα, παλιές κουβέντες, συνήθειες και οι πολλαπλές εκδοχές του ενός πράγματος, με επιβολή του φαίνεσθαι στο είναι.
Οι αγρότες είναι άνθρωποι που μοχθούν, κυρίως, με το μπαμπάκι, το οποίο είναι εξαγώγιμο προϊόν με σκαμπανεβάσματα στην αγορά. Θυμίζω τον πίνακα του Εντγκάρ Ντεγκά «Η αγορά του βαμβακιού στη Νέα Ορλεάνη», έργο του 1873, σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών, στο Πω στα Πυρηναία. Ο πίνακας ψυχογραφεί τους καλοντυμένους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους εκπροσώπους με τις μεγάλες οικονομικές δυναστείες, τη στιγμή που κουβεντιάζουν, εξετάζουν το βαμβάκι κι άλλους που διαβάζουν τα νέα του χρηματιστηρίου στις εφημερίδες, ενώ ο φτωχόκοσμος αγωνίζεται να επιβιώσει. Η οικονομία δημιουργεί, συμφέροντα και κοινωνικές τάξεις. Οι αντιθέσεις είναι πολύ περισσότερρες από τη διαφορά του λευκού-μαύρου και ο Φώκνερ εκεί επιλέγει να τοποθετήσει τη σκηνή του δράματός του.
Η εικόνα της παλιάς εποχής με το κάρο, μεταβάλλει το τελευταίο σε μέσο μεταφοράς ανθρώπων, προϊόντων και νεκρών. Στο πέρασμα του φερέτρου από το ποτάμι, τον μεγάλο Μισισιπή, η νεκρή Άντι μιλάει, αν και πεθαμένη (να η ελληνική κληρονομιά), σαν η ψυχή της να ζει μέχρι να ενταφιαστεί, εφόσον σύμφωνα, και με τα ελληνικά δεδομένα, η ψυχή ησυχάζει μόνο όταν ταφεί… Ας θυμηθούμε τον Ελπήνορα που ζητά από τον Οδυσσέα να τον θάψει για να πάψει να βασανίζεται η ψυχή του γυροφέρνοντας..
Το πέρασμα του μεγάλου ποταμού με το κάρο και το φέρετρο, συμπίπτει με μια μεγάλη κακοκαιρία σαν να αντιδρά το ποτάμι, σαν όλη αυτή η καταστροφή να αποτελεί μια συνωμοσία των στοιχείων της φύσης εναντίον της ηρωίδας… Το ένα είναι το πέρασμα της νεκρής από το ποτάμι, σαν να είναι αυτό το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, ανάλογο του περάσματος από τον Αχέροντα που οδηγεί στην Αχερουσία. Η ταραχή του ποταμού μοιάζει σαν να υποδηλώνει την ρήξη της Άντι με την ίδια της τη μοίρα και με τον θάνατο ακόμα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο συγγραφέας διερευνά την ουσία της αμαρτίας. Άλλωστε, έχει οργανώσει τα πάντα καλά στο μυαλό του και ξέρει από την αρχή πού θα καταλήξει και ποια από τα μυστικά των ηρώων του θα, ή δεν θα, αποκαλύψει, έχοντας βρει τον τρόπο να μπει στην ψυχή του καθενός και να τον φωτίζει ξεχωριστά αλλά και σαν μέρος του μικρόκοσμου της επαρχίας όπου ψευτοζούν όλοι. Ένα ακόμα στοιχείο συζητήσιμο είναι η βαθιά θρησκευτικότητα, η συχνή επίκληση του θείου και μάλιστα «επί ματαίω», πράγμα που πάει κόντρα στις θεϊκές εντολές και στη συνεχή βωμολοχία.
Ο Φώκνερ, όπως και οι άλλοι της γενιάς του, αναδεικνύει την Αμερική του Νότου, την πνιγμένη στα ασήμαντα που γίνονται σημαντικά, στο πλαίσιο μιας μικρής και μίζερης επαρχίας, στηλιτεύει με τον τρόπο του τα υποβόσκοντα πάθη, τις ανεπάρκειες, τις μικροδολοπλοκίες, την ανευθυνότητα. Ο φτωχός Νότος είναι αλλιώτικος από τον γκλαμορόζο Βορρά, όπου ο άνθρωπος γίνεται βορά του καταναλωτισμού, της πολυμορφίας και της δήθεν αποδοχής της διαφορετικότητας.…
Μια έσχατη σκέψη, από μακριά και από άλλο περιβάλλον, μας φέρνει κοντά στο επεισόδιο με τον νεκρό πατέρα, όταν η βάρκα που τον μεταφέρει σηκώνεται όρθια και βουλιάζει κάθετα στο νερό, στην ταινία Επιστροφή του Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ, μια ταινία υποβλητική και μυστηριακή, μια πολιτική και θρησκευτική αλληγορία, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας, το 2003.
Το ρήμα «ψυχορραγώ», τέλος, μας οδηγεί ίσως στο ρήμα «καταρρέω» με το οποίο τιτλοφόρησε ο Τάσος Λιγνάδης ένα βιβλίο του για τους προβληματισμούς του πάνω στα θέματα της ελληνικής κοινωνίας. Οπότε και το «ψυχορραγώ», όπως και το «καταρρέω» παρά την προωτοπρόσωπη μορφή τους μπορεί να αναφέρονται στον όποιο αφηγητή αλλά και στην κοινωνία γενικά.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο …λέει ο ποιητής!!!
Το βιβλίο συνοδεύεται από 274 πολύτιμες σημειώσεις και το εξώφυλλο είναι απολύτως ταιριαστό. Να συγχαρούμε τις εκδ. Gutenberg για την ωραία έκδοση, τον μεταφραστή Παναγιώτη Κεχαγιά για την ευαισθησία με την οποία μετέφερε σε ωραία ελληνικά τη γλώσσα του Φώκνερ και την υπεύθυνη της σειράς Ζωή Μπέλλα-Αρμάου για τη γενική επίβλεψη.
Ανθούλα Δανιήλ