Στο πρώτο μέρος του νέου της βιβλίου, η Ασημίνα Ξηρογιάννη συνδιαλέγεται, ποιητικώ τω τρόπω, με θεατρικούς ήρωες και κείμενα, με τα οποία έχει ασχοληθεί κατά την πολύχρονη και ποικιλότροπη ενασχόλησή της με το θέατρο. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, καταθέτει το ανοίκειο βλέμμα της για τον κόσμο που μας περιβάλλει, μοιράζεται εμπειρίες με τους αναγνώστες, με διάθεση άλλοτε παιγνιώδη, άλλοτε σοβαρή, ενώ στο τρίτο και τελευταίο μέρος, σε μία μικρή ποιητική σύνθεση, επιχειρεί την αποτύπωση με λέξεις μιας εσωτερικής αντίληψης του σώματος, μιας ιδιάζουσας και βασανιστικής σωματικότητας.
*
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Kλασική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο «Εμπρός». Πρόσφατα ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στο Θέατρο (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ). Στη διπλωματική της εργασία ασχολήθηκε με τη συμβολή της δημιουργικής γραφής στη διδασκαλία του θεάτρου στην εκπαίδευση. Για πολλά χρόνια δίδασκε το μάθημα της Θεατρικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.
Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και παράλληλα παραδίδει μαθήματα Γλώσσας και Λογοτεχνίας, καθώς και Θεωρίας και Ιστορίας Θεάτρου.
Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο Varelaki – Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού. Ποιήματα, διηγήματα, κριτικές, μεταφράσεις και άρθρα της δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα, ηλεκτρονικά περιοδικά, ιστολόγια, ενώ συμπεριλήφθηκαν και σε συλλογικές εκδόσεις. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρουμάνικα και τα ισπανικά, ενώ το βιβλίο της Εποχή μου είναι η ποίηση κυκλοφορεί στη Γαλλία σε μετάφραση Μισέλ Βόλκοβιτς.
Ανάμεσα στα τελευταία βιβλία της περιλαμβάνεται η μετάφραση Προσωρινή αιωνιότητα, Μαρκ Στραντ (εκδόσεις Βακχικόν 2019) και η συλλογή Ποιήματα 2009-2017 (εκδόσεις Βακχικόν 2021). Το βιβλίο Μια απέραντη ματιά είναι η όγδοη ποιητική συλλογή της.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
ΜΗΔΕΙΑ *
Εδώ μπροστά σας, θεατές
(Γιατί εγώ δεν είμαι δειλή
Είμαι φτιαγμένη από πρωτότυπο υλικό
Μάγισσας καταγωγή στους ώμους κουβαλώ
Το παρελθόν μου δεν ξεχνώ
Γραμμένο είναι στο DNA μου το τερατώδες
Παντρεύτηκα ό,τι χαώδες)
Εδώ μπροστά σας λοιπόν!
Εγώ η ποιήτρια
Εγώ ιερουργώ
Το νέο μου έργο γράφω
μετά του Ευριπίδη εκείνο το παλιό
Εγώ, όχι ο Σενέκας.
Μου δίνω το ελεύθερο
Κείμενο να δώσω ανατρεπτικό
Εδώ μπροστά σας!
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ερεθιστικό,
εξαίσιο, μοναδικό,
κτηνώδες και σαδιστικό.
Κάνω κακό, το ξέρω.
Επί σκηνής – ω τι ηδονικό
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Βογκάω.
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Κραυγάζω.
Σκοτώνω τα παιδιά μου.
Πόσο απροκάλυπτα αισθησιακό!
Κι εσείς! Τι υπέροχο κοινό!
* Εμπνευσμένο από τη Μήδεια του Σενέκα.
ΣΟΛΩΜΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Αν ζούσα σήμερα στο δικό σας ’21
(όχι δεν θέλω να το πω «δειλό»)
Έχω την αίσθηση –χωρίς υπερβολή–
πως θα ’σκιζα τα γραπτά μου ένα ένα,
το νόημα δεν θα ’ταν πια ηρωικό.
Με ποιες λέξεις να συνθέσω τώρα ποίημα
Σε ποιον, αλήθεια, εγώ ν’ απευθυνθώ;
Πιο ευτυχής αισθάνομαι μέσα στο μνήμα
Από κει τη φήμη μου τουλάχιστον διατηρώ.
Αν ζούσα σήμερα, ίσως να ήμουν θύμα,
ελεύθερος πολιορκημένος απ’ τον ιό
Είν’ οι καιροί στεγνοί και είναι κρίμα
Χάνεται η διαύγεια μέσα στον πανικό.
Μοιάζουν άμουσοι να ’ναι οι άνθρωποι – τραγικό!
Δεν μπορούν να πλέξουν ούτε μια ρίμα
Ούτε κι έχουν πλούσια έμπνευση, θαρρώ!
(Άσε που είναι πρόβλημα τ’ ότι δεν έχουν διαβάσει Σολωμό)
ΔΕΝ ΣΥΝΑΔΕΙ
Απλά είναι δύσκολο
Οι μέρες που κυλούν χωρίς εμάς
Οι ηλιόλουστες
Με λουλούδια γιορτινά
Οι αγροί που πάλι κοκκινίζουν
Είναι δύσκολο να συνταιριαστούν με το τοπίο μέσα μου
Αν δεις στη θάλασσα, εκεί θα είμαι
Aν δεις στο βουνό, πάλι εκεί
Στην πλατεία δίπλα σου,
στον δρόμο λίγο πιο κάτω
τον χωμάτινο
Θα με βρεις, σε μιαν άκρη
Γιατί έτσι συμβαίνει σε κάθε έλλειψη
Σε κάθε ιερή στιγμή
Που μόνοι με τον εαυτό μας μένουμε
Και μετράμε – δεν το θέλουμε
Απλά ξεχειλίζει από μέσα μας
σαν τραγούδι
σαν προσευχή
Και μετράμε
πόσο αγαπάμε.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Η ομορφιά κάνει τον χρόνο να μην υφίσταται
– ως έννοια, ως αίσθηση.
Πάντα έχει τον τρόπο να τον καταργεί.
Έτσι και το ποίημα. Είναι μοιραίο.
Το ποίημα καταργεί τον χρόνο.
ΠΡΙΝ ΤΗ ΓΡΑΦΗ
Ξέρω ότι το ποίημα με περιμένει.
Φροντίζω να μην αργήσω.
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ
Την ψάχνω για να της πω τα νέα.
Για να μου ερμηνεύσει τα όνειρα.
Για να μου βράσει το κουνουπίδι που της έφερα εχθές.
Για να μου πει πάλι την ιστορία που της έλεγε η νονά της
– για έναν καθρέφτη και ένα άλογο.
Για να μου τρίψει τον αυχένα.
Για να τη δω να στρώνει το τραπέζι και να τραγουδάει.
Για να ξεφλουδίσουμε μαζί φιστίκια.
Για να μου πει πως δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ζωή.
Την ψάχνω ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα.
Αλλά η μαμά μου λείπει.