Ήταν λιγόυπνη και δούλευε καλύτερα τις νύχτες. Τότε που δεν χτυπούσαν πόρτες, ούτε τηλέφωνα και το παιδί είχε αποκοιμηθεί. Κατέβαινε στο υπόγειο με τις βιβλιοθήκες, άναβε όλα τα φώτα κι αισθανόταν ελεύθερη. Δηλαδή όχι και απόλυτα. Το υπόγειο είχε στις δυο μεριές τζαμαρία και παρά τις κουρτίνες που είχε κρεμάσει, οι γείτονες μπορούσαν να διακρίνουν απέξω πως κάποιος ξενυχτάει στον υπολογιστή. Οι περισσότεροι δούλευαν το καλοκαίρι στον τουρισμό και γύριζαν αργά, αφού έκλειναν τα μπαρ στο νησί, ή έφευγαν με τα χαράματα, ανάλογα με το ωράριό του ο καθένας. Τις πρώτες μέρες που μετακόμισαν σ’ αυτή την τρίπατη στενή μεζονέτα, είχαν ανοίξει κουβέντα με τον άντρα της.- «Ξεχνάτε, τη νύχτα, τα φώτα του υπογείου αναμμένα, ακόμα κι αυτό της αυλής». -«Όχι, είναι η σύζυγός μου που εργάζεται τη νύχτα». –«Εργάζεται; Μα τι δουλειά κάνει»; -«Είναι συγγραφέας». —–«Συγγραφέας; (Κι είναι δουλειά αυτό, βγάζει λεφτά;)».Το τελευταίο το σκέφτονταν μόνο.
Την κοίταζαν με περιέργεια, μα έφταιγε που ήταν κι αυτή παράξενη. Είχε τη συνήθεια να φοράει μέσα στο σπίτι, από το βράδυ και μετά, κάτι παλιομοδίτικα ρούχα, πάμφθηνα αγορασμένα στα παζάρια των Ευρωπαϊκων πόλεων, όπου σπούδασε. Θύμιζαν λίγο θεατρικό κουστούμι ή και καρναβάλι. Όταν έβγαινε έξω, ντυνόταν όπως όλος ο κόσμος, ίσως και πιο απλά από τους περισσότερους, με ένα σκούρο μπλουζάκι κι ένα τζην. Όμως πρωί-πρωί, πριν ξυπνήσουν οι δικοί της, έβγαινε κι άπλωνε ρούχα, έβρεχε με το λάστιχο τις βεράντες και τα παρτέρια, για να ξελαμπικάρει κιόλας το μυαλό της λιγάκι, έχοντας δέσει μια παράταιρη ποδιά πάνω από το μακρύ μεταξωτό που έβαζε τη νύχτα. Έμοιαζε λίγο με ξεπεσμένη πριγκίπισσα που ήρθε από μακριά, διωγμένη και κατατρεγμένη, κι αναγκάστηκε να ξενοδουλέψει. Ίσως και η ίδια να αισθανόταν κάπως έτσι, σαν να έπαιζε έναν ρόλο και να ταυτιζόταν μαζί του.
Οι γείτονες άρχισαν να την σέβονται παραπάνω, όταν έμαθαν πως δίδασκε στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Την χαιρετούσαν γελαστά και με ευγένεια όλοι, ακόμα και τα παιδιά από το απέναντι αλουμινάδικο .
Ένα τέτοιο πρωί σταμάτησε ένα φορτηγό έξω απ΄το σπίτι, κολλητά στην αναρριχητική τριανταφυλλιά που είχε η ίδια φυτέψει και την πρόσεχε σαν τα μάτια της. Κοίταξε με ανησυχία και λίγο επιτιμητικά τον φορτηγατζή, κρατώντας το λάστιχο στο χέρι. Αναρωτιόταν πώς να του πει ευγενικά να παρκάρει λίγο πιο πέρα, μην καταστρέψει το φυτό της. Θα πρέπει να φαινόταν αστεία με το πορτοκαλί μακρύ φουστάνι, την πράσινη πλαστική ποδιά και το λάστιχο στο χέρι. Το παρερμήνευσε το παρατεταμένο κοίταγμα ο μεσήλικας και σωματώδης φορτηγατζής, ποιος ξέρει τι νόμισε και πόσο γόης πίστεψε πως ήταν, κι ενώ είχε ανεβεί να φύγει, έδωσε μια και κατέβηκε φορτσάτος και σε δυο δευτερόλεπτα πήδησε το χαμηλό πορτάκι, χωρίς να χτυπήσει κουδούνι, ούτε καν να ρωτήσει και βρέθηκε στην αυλή, μισό βήμα μπροστά της. Κάτι της ψιθύρισε βραχνά και σε βαρύ ιδίωμα που δεν κατάλαβε αν ήταν βρισιά, ή κομπλιμέντο, αλλά άκουσε καθαρά την αρχή:
«Άκου, κούκλα…»
Έβλεπε με την άκρη του ματιού της πως απ’ το αλουμινάδικο ο μάστορας και τα μαστορόπουλα έκαναν χάζι. Απάντησε ήρεμα:
«Τι λέτε, κύριε; Επαναλαμβάνετε, παρακαλώ; Εννοείτε πως διψάτε; Μα όχι απ΄το λάστιχο, ευχαρίστως να σας φέρω ένα ποτήρι».
Έτρεξε στο γραφείο κι άρπαξε εκείνο το βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι, απομεινάρι από πολύτιμο σερβίτσιο, και το γέμισε πορτοκαλάδα από το θερμός που είχε στο τραπέζι. «Παρακαλώ», του είπε προσφέροντάς το.
«Σας ευχαριστώ, μαντάμ», είπε κατακόκκινος ο άνθρωπος που φαινόταν τώρα να ντρέπεται. Δεν πήρε το ποτήρι. Χαιρέτησε αμήχανος κι έφυγε βιαστικά.
Με την άκρη του ματιού της έβλεπε και πάλι τον αλουμινά και τα μαστορόπουλα να έχουν ξεραθεί στα γέλια.