Σχόλιο εκπνέοντος Ιουλίου σε Λα αμφίφλογη Νοσταλγία.
Λιόφυτα λιωτὰ σὲ Ιούλιο καὶ στριγκὴ μάγγανου ἤχησις
Λάχεσιν ἔχει τὸ νόημα τοῦ φωτὸς ἐκνοεμβρίσει.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἐκ τοῦ πλησίον
Μία κατάθεση ψυχής, εκ του πλησίον- πλησίον του Θανάτου και εγγυτάτω της Ζωής- και μία υποκοριστική κατάληξη Ανθής που γειώνει το θάμβος, την ίδια ώρα που ελαφρύ, σαν φωνή αύρας λεπτής, το εκτοξεύει, κάτι σαν ένα Λα από Flora mirabilis, αυτοβούλως μετασχηματιζόμενο από τον ελάσσονα στον μείζονα τρόπο και τανάπαλιν, είναι ικανά να δεσμεύουν τον Ιούλιο, κι ας μην είναι κάθε φορά ο καλύτερος της ζωής του, σε μια υπόσχεση φωτεινής διάρκειας- πάντα, Ιούλιε ακριβέ, κι όταν φεύγεις, μένεις… Ποιος το κατάλαβε ποτέ;- που κάποτε κάποτε θα κρούει Λάχεση με έναν Μεγάλο Ερωτικό Νοεμβρίου.
Κάτι συμβαίνει που δὲν ἔσωσε ποτὲ νὰ τὸ ἐντοπίσουμε / τὶς νύχτες τὶς γλυκιὲς ὅταν τὸ γιασεμὶ σὲ ἐξουθενώνει / κι ἀπὸ νερὰ τρεχούμενα/κάπου/κάποιο ἀξήγητο ἀνατρίχιασμα / δίνει ὤθηση στὰ χόρτα / θὰ ΄λεγες ἀνεβαίνει ἀπὸ μιὰ κινητὴ / κλίμακα κι ὁλοένα καταπάνω σου / μεγαλώνει νά: ἡ θεὰ Φυτώ…
Κάτι συμβαίνει που η Ανθή, που πάντα μένει Ανθού-λα, κινάει και φτάνει ουρανό στα μνήματα, Νοέμβριο μήνα χορευτό τρία επί τρία βήματα, μια πίσω και μια μπρος, σε μια απέραντη αλληλεγγύη νεκρών και ζωντανών, ή, ίσως, με φῶς που πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸν Χάρο, ζώντων και ζώντων. Το ίσως είναι δικό της και θα επιχειρήσω να πω γιατί ιδιαίτερα με συγκίνησε.
Πρωτίστως, σπεύδω να ρίξω λίγο φως σε όσα προηγήθηκαν: « Ο Μάνος Χατζιδάκις, προλογίζοντας τον μνημειώδη δίσκο του με τον τίτλο Ο Μεγάλος Ερωτικός, μεταξύ πολλών άλλων διευκρινιστικών έγραψε: ‘’Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι μια σειρά από λαϊκά τραγούδια, που γράφτηκαν πρώτ΄απ΄όλα για να επικοινωνήσω εγώ ο ίδιος με όλα τα ελληνικά πρόσωπα που αγαπώ βαθειά, αυτά που γνώρισα, αυτά που θα γνωρίσω και αυτά που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να γνωρίσω. Κι ακόμα μες απ΄αυτά, να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική κι ελληνική’’ Υπογραφή και ημερομηνία: Μ.Χ. Αθήνα 28 Νοεμβρίου 1972» (σ.21)
Και λίγο πιο κάτω: «Νοέμβρη μήνα έχασα τους γονείς μου, στις 24 τη μητέρα μου, 7 το πρωί (έβρεχε καταρρακτωδώς όπως αυτές τις μέρες που γράφω), στις 14 τον πατέρα μου, 7 το απόγευμα. Εκείνος ήταν 7 χρόνια μεγαλύτερος και πέθανε 7 χρόνια αργότερα. Νοέμβρη προχθές, είδα ένα σημαδιακό όνειρο και άρχισα να γράφω. Μετά συνειδητοποίησα την ημερομηνία-χρονολογία του δίσκου του Χατζιδάκι…»(σ.23)
Και ο κύκλος: «Σήμερα, 28 Νοεμβρίου 2022, πενήντα χρόνια μετά τον Χατζιδάκι, εδώ στις αθέατες πλέον όχθες του Ιλισσού, τελείωσα αυτή τη γραφή…» (επίλογος)
Όσο για τον Ελύτη, που τον προέταξα, περιορίζομαι να πω( γιατί η ιστορία θα αποκαλύψει τα περαιτέρω): πάντοτε Νοεμβριάτικος, Ἀκινδύνου, Ἐλπιδοφόρου, Ἀνεμποδίστου, και στο ρολόι αλάθητος…
Ο λόγος για το πρόσφατο βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, από τις εκδόσεις «Νίκας». Το βιβλίο ολόφρεσκο, μαγιάτικο, έτοιμο για θερινή ωρίμανση στις καρδιές των αναγνωστών, ελκυστικό όσο δεν παίρνει, μα όχι εύπεπτο. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά, αφού μιλάει για θάνατο κι αγάπη: «Κι αν σου μιλάω για θάνατο, στον νου μου έχω την αγάπη»…
Από το εξώφυλλο προσημαίνεται ο δρόμος μιας αμφίφλογης νοσταλγίας που διατρέχει τον χρόνο και τον δικαιώνει ως μία υπαρξιακή και οντολογική προσδοκία ζώσας διάρκειας που η αγάπη αμετάθετα απαιτεί. Γι΄ αυτό «το βιβλίο δεν είναι πένθιμο. Είναι βιβλίο της ψυχής, της μνήμης, της αγάπης και της νοσταλγίας» (πρόλογος) και γι΄ αυτό η Ανθούλα Δανιήλ έβαλε «στη γραφή, όχι στη νοσταλγία, τελεία και παύλα» (επίλογος). Και τούτο το τελευταίο μού έφερε στη μνήμη τον Νίκο Καρούζο, αυτόν τον εσαεί οντολογικά διαμαρτυρόμενο, μέσα από την ιδιοφυή και εν πολλοίς οριακή γραφή του, για τον παραλογισμό του θανάτου, που σε ερώτηση για την «αγωνία του φθαρτού σώματος», αφού ευθαρσώς ομολόγησε πόσο τον κατακυριεύει, κατέληξε: «Εκείνο που ξεπερνά τον θάνατο είναι η αγιότητα. Τότε μονάχα μπορεί ο άνθρωπος να βρεθεί έξω απ΄ τον φόβο και επομένως έξω και απ΄ τον φόβο του θανάτου. Με τα ποιήματα δεν κατανικιέται. Είναι σαν να πυροβολείς τη θάλασσα. Βρασ΄ τα.»* Εν τω μεταξύ, σε αντίστιξη, ποιητικά διακηρύσσει : Εκείνος που γράφει ποιήματα / είναι ακριβώς εκείνος / που περνά άφοβος από νεκροταφείο τη νύχτα και αλλού: Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε / παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων / ή έστω μνημόσυνα / όταν δεν έχετε μαντέψει τη δύναμη / που κάνει την αγάπη / εφάμιλλη του θανάτου… ενώ στο «Credo» του: Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ / Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις / Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Αυτό το αμφίφλογο βλέμμα του Ποιητή δανείζομαι κι εγώ για να διαβάσω τη Νοσταλγία αυτού του βιβλίου, γιατί εκεί με πήγε η αγάπη της συγγραφέα του, που, επειδή ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ακροθωρίζει και ξαφνοκοιτάζει στα μνήματα και κρατεί πρόσωπα και καταστάσεις στη σφριγηλή ζωντάνια της αδιαμφισβήτητης διάρκειάς της. Η τέχνη, και δη η ποίηση, χαρίζει στην Ανθούλα Δανιήλ τον ρυθμό γι΄ αυτή τη μεστή αγάπης νοσταλγική καταβύθιση στο παρελθόν, που ως τέτοια ανοίγει επ΄ ελπίδι την προοπτική για έναν νόστο στο μέλλον, εκεί που «θα ΄χουμε πάλι απαρτία, θα κάνουμε και την πρώτη παιδαγωγική μας συνεδρίαση στη μετα-ζωή»…
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους δικούς της ανθρώπους, αυτούς που αγάπησε κι έχασε, γονείς, συγγενείς, φίλους-συναδέλφους, φίλους ποιητές και καλλιτέχνες, ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο νοηματοδότησαν και ομόρφυναν τη ζωή της· στη σκιαγράφηση της ζωής και του έργου τους μέσα από τον φακό της προσωπικής σχέσης μαζί τους, με απολαυστικές διηγήσεις επεισοδίων της κοινής ζωής, αλλά και με το αδιαφιλονίκητο άλγος που εκλύει η απώλεια. Το περιεχόμενό του αρθρώνεται σε τέσσερα μέρη που πλαισιώνονται από πρόλογο και επίλογο. Το πρώτο μέρος ξεκινά με ένα παράταιρο φαινομενικά φονικό και το τέταρτο και τελευταίο καταλήγει με τις «Ηλιαχτίδες» σε «μια μικρή πρόβα αιωνιότητας». Ανάμεσά τους αγάπη και μνήμη ξετυλίγουν τον μίτο της ζωής και του θανάτου σε ένα κείμενο τόσο άμεσα βιωματικό, που οποιοδήποτε σχόλιο περί το ύφος ή τη γλώσσα θαρρώ πως θα είναι καθαρός σχολαστικισμός. Μένω, όμως, και επιμένω σε τούτο μόνο: την έξοχη ύφανση του βιώματος με τις μεταξωτές κλωστές της τέχνης, και δη της ποίησης, έτσι που αξεδιάλυτα ζωή και τέχνη, σε μια αρραγή ενότητα, να δικαιώνουν τον χρόνο ως δρόμο δημιουργίας και χάριτος. Γιατί η τέχνη δεν είναι απλώς παραμυθία ούτε ματαιόδοξη ψευδαίσθηση αιωνιότητας. Κάποτε, σε χέρια άξια, γίνεται με τις οντολογικές της αναγωγές κήπος ακήρατος που μυροβλύζει φως απ΄ το μέγα της Ζωής μυστήριο. Και χέρια άξια δεν είναι μόνον αυτά που την προσφέρουν αλλά κι αυτά που ξέρουν να τη δέχονται. Και η Ανθούλα Δανιήλ ξέρει…
Καλλιτέχνες, διανοητές, λογοτέχνες, ποιητές –κυρίως αυτοί– είναι οι αφοσιωμένοι σύντροφοι της Ανθούλας σε αυτό το νοσταλγικό της ταξίδι, ουρανόδρομοι συνομιλητές με τα πρόσωπα της ιστορίας της και με το δικό της. Άναρχα αναφέρω ονόματα για να πιστοποιηθεί το εύρος: Όμηρος, Σωκράτης, Πλάτωνας, Κάλβος, Δάντης, Μπεργαδής, Σαπφώ, Βαλερύ, Γκάτσος, Ζωγράφος, Τσαρούχης, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Rozsa, Έλιοτ, Λωτρέκ, Παπαδιαμάντης, Γιουρσενάρ, Καρυωτάκης, Παυλόπουλος, Μozart, Ντοστογιέβσκι, Κοκτώ, Έκο, Σολωμός, Τζόις, Κουροσάβα, Φρόιντ, Γιούνγκ, Γιάκομπσον, Ώντεν, Σπένσερ, Μαγιακόφσκι, Ουγκαρέτι, Εγγονόπουλος, Γκάτσος, Κοτζιάς, Αργυρίου,Μπετόβεν, Μουσόργκσκι, Μπρετόν, Ελυάρ, Μποντλέρ, Μαλλαρμέ και ο κατάλογος δεν έχει τέλος… Πρωταγωνιστές, βεβαίως, οι φίλοι της του τρίτου μέρους: Μάρκος Βρατσάλης, Γιάννης Βαρβέρης, Νίκος Γρηγοριάδης, Κώστας Πανιάρας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Νίκος Κούνδουρος, Νάνος Βαλαωρίτης, Γιάννης Δάλλας, Κώστας Παπαγεωργίου, Αντώνης Ζέρβας, Κώστας Μπαλάσκας και η εν ζωή Ολυμπία Καράγιωργα.
Σκόπιμα άφησα τελευταίους τους κορυφαίους, σύμφωνα με τις συνειρμικές διαδρομές της συγγραφέα. Το τρίο εκείνο, δηλαδή, που δίνει και κρατεί τον ρυθμό και ενορχηστρώνει τις μελωδικές φωνές σε μία συμφωνική πανδαισία συνεκτικού νοήματος πικρών και ηδέων, ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως . Έτσι, λοιπόν, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, και τρία βήματα πίσω, τρία βήματα εμπρός, αμφίφλογη η νοσταλγία διακαώς ενθυμείται και ερωτικά ανακαινίζει Νοέμβριο. Σηματωρός και κήρυκας, πρώτος των πρώτων, ο Νοεμβριάτικος και στο ρολόι αλάθητος, αυτός που έψαυσε σε τόσο βάθος αυχμηρό το μαύρο, ώστε δεν είχε άλλο απ΄ το να βγει στο φως, ερωτικός αφηγητής του χρόνου, γιατί του δόθηκε η δωρεά κι απ΄ έξω του να αφουγκρασθεί τους χτύπους του…
Με τέτοιους ενορχηστρωτές αγαπημένους η αγάπη ανθίζει επικίνδυνα και ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, κείνο το οὐ της δηλαδή, που δεν βολεύεται σε αμφιδέξιες –εννοώ με θετικό ή αρνητικό πρόσημο– μεταφυσικές διαβεβαιώσεις. Κι ας επιστρατεύεται από τη συγγραφέα και ο θείος Πλάτων, ο πιο ερωτικός από τους μεταφυσικούς. Η ένσαρκη αγάπη της –γιατί πώς αλλιώς να ζήσει η αγάπη- εν τέλει διαμαρτύρεται μαζί με τον Καρούζο. Διαβάζω από τους αξέχαστους φίλους: «Το σώμα είναι το μόνο μέσο για να επιζήσω. Χωρίς αυτό δεν υπάρχω, όσο για την ψυχή και αυτή –υπάρχει δεν υπάρχει, σκέφτεται ή όχι– από το σώμα εξαρτάται. Αν υπάρχει μετά το σώμα, κανείς δεν ξέρει και ό,τι κι αν πιστεύει, η αλήθεια είναι μία. Καμιά ψυχή δεν ζει χωρίς το σώμα, δεν τρώει, δεν ερωτεύεται. Και, ενώ έτσι είναι, αυτό το σώμα άλλοι το έχουν μόνο για τις απολαύσεις, άλλοι για να το ταλαιπωρούν και άλλοι το ξεχνούν τελείως. Αν είναι απόσπασμα του σύμπαντος, ο ρεαλιστής άνθρωπος καθόλου δεν θα παρηγορηθεί στην ιδέα ότι, όταν αυτό τον προδώσει, θα ενωθεί με το υπόλοιπο σύμπαν, ότι με το Μηδέν και το άπειρο θα συμφιλιωθεί, όπως έλεγε και ο Καρυωτάκης. Γιατί στη συμφιλίωση αυτή, ο έτερος των συμφιλιωμένων δεν έλαβε υπόψιν του τη συναίνεσή του…» (σσ.65-66)
Πρόκειται για το σημείο που με συγκίνησε πιο πολύ απ΄ όλα, καθώς η αμφίφλογη νοσταλγία της Ανθούλας Δανιήλ πάει καυτά το μαχαίρι στο κόκαλο και, αχόρταστη από τις εύκολες παραμυθίες της μεταφυσικής, πεινασμένη και διψασμένη, ανοίγει το δρόμο της Ιστορίας της Αγάπης. Στην αρχή αυτού του δρόμου, κείνο το ίσως που δεν βολεύεται σε ιδεαλιστικές κατασκευές και μεταφυσικές διαρχίες, για το οποίο έκανα λόγο παραπάνω, αρκεί να φανερώσει σε μέγα υπαρξιακό βάθος τον ερωτικό καημό της ανθρώπινης καρδιάς και, ίσως, να ενατενίσει τα ερχόμενα με νόστιμη ελπίδα για την ενδεχόμενη ανεύρεση της πηγής του έρωτά της. Γιατί:
Ξέρει ο Ἄγγελος. Και δειλὰ τὸ δάχτυλο ἀποσύρει
Ποὺ ξανὰ κυανὸ τὸ χρυσὸ γίνεται καὶ μιὰ εὐωδία
Σμύρνας καιούμενης ἀνεβαίνει ὥς τὸν ρόδινο θόλο
Μονομιᾶς ἀνάβουν τὰ κεριὰ σ΄ ὅλα τὰ μανουάλια
Ὕστερα ὅλοι ἀκολουθοῦν. Πατημασιὲς ἐπάνω στὰ βρεμένα φύλλα
Ἐπειδὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τοὺς τάφους καὶ μὲ εὐλάβεια
σωρεύουν ὄμορφα λουλούδια ἐκεῖ
Ὅμως ἀπ΄αὐτοὺς, ὁ θάνατος, κανένας δὲν γνωρίζει τίποτε να πεῖ
Μόνον ὁ ποιητής. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἥλιου. Ὁ μετὰ κάθε Σάββατο
ἀνατέλλοντας
Αὐτός. Ὁ Εἶναι, ὁ Ἦταν καὶ ὁ Ἐρχόμενος.
Θαρρώ πως και τα δικά μου αρκούν. Για να πάρει τον λόγο και να μιλήσει για τους αξέχαστους φίλους κι ο Ιούλης, ο δευτερότοκος, μὲ τὰ λιωτά του λιόφυτα και τὸ φωτεινὸ του πουκάμισο, που κι όταν φεύγει, μένει… αν είναι αλήθεια πως Βασιλεύει, ἀλλ΄ οὐκ αἰωνίζει, Ἅδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν…
*Από το βιβλίο του Κυριάκου Μαργαρίτη, ΥΨΙΣΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ, Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ, εκδ. Επιστροφή