Σε όλους είναι γνωστή η παραβολή του κοσμοθεάτρου, είτε στη διατύπωση του Σαίξπηρ είτε του Lope de Vega και του Calderon de la Barca, που βρίσκεται και στη βάση της σύγχρονης κοινωνιολογικής θεωρίας των ρόλων και της θεατρο-κοινωνιολογίας, σχολές και τάσεις της κοινωνιολογίας και ψυχολογικής κοινωνιολογίας, που προσπαθούν να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν τις σύνθετες δομές των σημερινών ανοιχτών κοινωνιών με θεατρολογική ορολογία[1]. Η ιδέα είναι ωστόσο πολύ παλαιότερη: εμφανίζεται σε ρητά όπως Totus mundus agit histrionem της ρωμαϊκής εποχής, ή το αντίστοιχο ελληνικό Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος· ήλθες, είδες, απήλθες που αποδίδεται στον Δημόκριτο, είναι όμως πολύ μεταγενέστερο[2], σε αντίστοιχες σκέψεις του Πλωτίνου και της νεοπλατωνικής σχολής[3],
αλλά και στην πατερική γραμματολογία[4], στον Ψελλό κατά τη βυζαντινή εποχή[5], και με ιδιαίτερη εκφραστικότητα στον Θεόδωρο Μετοχίτη κατά το 14ο αιώνα[6].
Η παραβολή του κοσμοθεάτρου, σε αυτήν τη διατύπωση, όπου το θέατρο εκλαμβάνεται ως μια ξεχωριστή πραγματικότητα, τη σκηνική, σε σαφή αντιδιαστολή με την καθημερινή, κανονικά ισχύουσα, φαίνεται πως αποτελεί μιαν ιδιαιτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μια ευρωκεντρική ιδέα, η οποία δεν μπορεί να μεταφερθεί χωρίς τροποποιήσεις σε άλλους πολιτισμούς: το ότι δηλαδή το θέατρο είναι μια αναδημιουργία της πραγματικότητας, μια νέα ανασυγκρότησης της κοινωνικά αποδεκτής πραγματικότητας. Αυτό είναι μια βασική ιδιότητα όλων των τεχνών, αλλά στο θέατρο αυτή η μίμηση και υπέρβαση της μίμησης είναι πιο φανερή, γιατί η αναδημιουργία γίνεται με τα υλικά της υπαρκτής πραγματικότητας, ακόμα και με τους ίδιους τους ζωντανούς ανθρώπους, με τις ίδιες διαδικασίες της σημειώσεως και της νοηματοδότησης· κώδικες και σημασίες χαρακτηρίζονται από μια ιδιάζουσα και χαρακτηριστική για τη θεατρική τέχνη ρευστότητα και πολυλειτουργικότητα, και το όλο εγχείρημα έχει πειραματικό χαρακτήρα και τελειώνει μέσα σε λίγες ώρες[7].
Οι μετατροπές της έννοιας του θεάτρου στην πνευματική πορεία της Ευρώπης ακολουθούν έτσι αναγκαστικά τις μετατροπές που υφίσταται η έννοια της πραγματικότητας. Η παραδοσιακή ευρωπαϊκή σκέψη, από τον Πλάτωνα ώς το 20ό αιώνα, διχάζει την ενιαία πραγματικότητα και ξεχωρίζει δύο κόσμους: τον μεταφυσικό και το φυσικό. Ήδη στον Πλάτωνα ο κόσμος των ιδεών είναι πιο σημαντικός από τον κόσμο των φαινομένων· στη χριστιανική κοσμοθεωρία το επέκεινα κυριαρχεί απόλυτα, η εγκόσμια πραγματικότητα σχετικοποιείται και είναι μόνο ένας πρόλογος της αληθινής μεταθανάτιας ζωής· στις μεταμεσαιωνικές εποχές το υπερπέραν χάνει προοδευτικά τα πρωτεία με τον Descartes, που δίνει στη μεταφυσική μια ατομιστική θεμελίωση (cogito ergo sum),
τον Kant, στον οποί το “πράγμα καθεαυτό” (das Ding an sich, σε αντιδιαστολή με το φαινόμενο) είναι πλέον ένα διανοητικό κατασκεύασμα (το “νοούμενον”) που βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη εμπειρία και γνώση, και τέλος με τον Nietzsche, με τον οποίο καταργείται η παραδοσιακή μεταφυσική, ώσπου στον 20ό αιώνα η “μεταφιλοσοφική σκέψη” (Heidegger) να ασχολείται και να εμπνέεται πάλι από τους Προσωκρατικούς, για τους οποίους ο κόσμος είναι ακόμα ενιαίος (“έν και παν” του Παρμενίδη)[8].
Σ’ αυτό τον παραδοσιακό στην ευρωπαϊκή σκέψη διχασμό του κόσμου σ’ έναν φαινομενικό, που είναι απτός και ορατός, και έναν “ουσιαστικό”, που είναι μεταφυσικός και ιδεατός, το θέατρο παίζει σημαντικό ρόλο ως παραβολικό παράδειγμα: ο κόσμος των φαινομένων είναι τόσο ψεύτικος και τόσο αληθινός όσο το θέατρο, ψεύτικος γιατί είναι απλώς “φαίνεσθαι” και όχι “είναι” (τα πραγματικά όντα είναι τα μεταφυσικά), αληθινός γιατί μόνο αυτός μας είναι προσιτός, σ’ αυτόν διαδραματίζεται η ζωή μας. Είναι χαρακτηριστικό πως σε εποχές που ελαττώνεται αυτή η διαλεκτική αναμέσα στον εδώ κόσμο των φαινομένων και τη μεταφυσική, όπως στο Μεσαίωνα, όπου κυριαρχεί απόλυτα το θεοκεντρικό υπερπέραν, ή στον ορθολογικό Διαφωτισμό, όπου δεσπόζουν τα εγκόσμια εις βάρος των μεταφυσικών ιδεών, το θέατρο παύει να είναι απτό παράδειγμα για τη διττή υπόσταση του κόσμου και υποχρεώνεται να υπηρετήσει (με διδάγματα και μηνύματα) την επικρατούσα πραγματικότητα[9]. Στις διάφορες ουτοπίες ιδανικής κοινωνίας το θέατρο απουσιάζει συνήθως τελείως, γιατί δεν χρειάζονται τα πειράματα με δυνητικές πραγματικότητες. Λόγω αυτής της μεταφυσικής (ακόμα και με την απάρνησή της) δέσμευσης της παραδοσιακής έννοιας της πραγματικότητας οι κοινωνικές επιστήμες του 20ού αιώνα χρησιμοποιούν μιαν άλλη, πιο πρακτική και λιγότερο φιλοσοφική έννοια του πραγματικού, η οποία βασικά ανάγεται στον Nietzsche: το πραγματικό είναι κάτι μεταβλητό, όχι απόλυτο, είναι αυτό που θεωρείται από την πλειονότητα των φορέων ενός πολιτισμού σε μιαν ορισμένη ιστορική στιγμή ως πραγματικό. Με άλλα λόγια η πραγματικότητα αποτελεί μια κοινωνική σύμβαση[10]. Και εδώ όμως το θέατρο δεν χάνει τίποτα από τον παραβολικό του χαρακτήρα· συμβολίζει και παρουσιάζει το μεταβλητό και πρόσκαιρο, το θετό και συχνά παράλογο των κοινωνικών συμβάσεων· μυεί στη λειτουργία της κοινωνικής πραγματικότητας (που διαρθρώνεται με ρόλους, “σκηνοθεσίες”, παραστάσεις κτλ.).
Μένει ως συμπέρασμα να επισημάνουμε, πως 1) η ευρωπαϊκή έννοια του θεάτρου συσχετίζεται στενά με την ευρωπαϊκή ιστορία της έννοιας του πραγματικού, και πως 2) η ευρωπαϊκή ιστορία της έννοιας της πραγματικότητας ως μιας διττής και διαλεκτικής υπόστασης του σύμπαντος, όπου υπερέχει άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο το ένα μέρος, είναι ιδιάζουσα και σύνθετη και δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της πραγματικότητας που υπάρχει σε άλλους πολιτισμούς. Επειδή το θέατρο είναι ακριβώς το απτό παράδειγμα αυτής της ιδιάζουσας αναπληρωματικής σχέσης ανάμεσα στα “φαινόμενα” και τα “νοούμενα” (Kant, “ιδέες” κατά τον Πλάτωνα), ευκατάληπτη εκδήλωση αυτής της ιδεολογίας των δύο κόσμων (Zweiweltenlehre) στις διάφορες κατά καιρούς και φιλοσόφους συνθέσεις της, η ευρωπαϊκή θεατρική έννοια δεν μπορεί να μεταφερθεί αβασάνιστα σε άλλους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς[11].
Είναι το θέατρο λοιπόν σύμβολο της διττής υπόστασης του κόσμου ή σημείο της δισυπόστατης οντότητας της ύπαρξης; Κάπως, ενστικτωδώς, θα λέγαμε πρώτα, πως είναι σύμβολο, αλλά μετά από κάποια σκέψη θα παραδεχτούμε, πως και το δεύτερο μοιάζει ταιριαστό, και έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, έχουμε μπλεχτεί στα γρανάζια των ορισμών και της ορολογίας, και όπως γνωρίζουμε από πείρα, από τους λαβυρίνθους της σημασιολογίας δεν φεύγει κανείς με καθαρές απαντήσεις. Και αυτό φαίνεται πως ισχύει και για τις διαφορές μεταξύ συμβόλου και σημείου.
(από το βιβλίο Θεωρητικά θεάτρου, Αθήνα 2010)
[1] Β. J. Biddle / E. J. Thomas, Role Theory: Concepts and Research, New York 1966, R. Dahrendorf, Homo sociologicus, Köln / Opladen 91970, E. Burns, Theatricality. A Study of Convention in the Theatre and in Social Life, London 1972, U. Rapp, Handeln und Zuschauen. Untersuchungen über den theatersoziologischen Aspekt in der menschlichen Interaktion, Darmstadt 1973.
[2] Eμφανίζεται στη δεύτερη έκδοση μιας συλλογής αρχαίων ελληνικών παροιμιών, του Μιχάηλ Αποστολίου (γεν. 1422), που εκδόθηκε το 1653, ενώ η πρώτη, στην οποία δεν υπάρχει η “γνώμη” αυτή, έγινε στη Βασιλεία 1538 (Αποστολίου του Βυζαντίου, Συναγωγή παροιμιών, Basiliae 1538, Μιχαήλου Αποστολίου Παροιμίαι, Lugduni 1653, σ. 172, αρ. XVI 26 χωρίς σχόλια, στα λατινικά Mundus scena, vita transitus, venisti, vedisti, abisti). Για το εύρημα και την υποψία της μεταγενέστερης προσθήκης από δυτική πηγή βλ. Β. Πούχνερ, “Οι τύχες της θεατρικής ορολογίας της αρχαιότητας στην ελληνική παράδοση”, Μνείες και μνήμες. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 2006, σσ. 19-84, ιδίως σσ. 67 εξ.
[3] Βλ. κυρίως B. Reis, “Plotins großes Welttheater. Reflexionen zum Schauspielvergleich in Enneade III 2 (47)”, S. Gödde / Th. Heinze (eds.), Beiträge zum antiken Theater und seiner Rezeption. Festschrift zum 65. Geburtstag von Horst-Dieter Blume, Darmstadt 2000, σσ. 291-311.
[4] I. Βιβιλάκης, “Η σκηνή του βίου. Η παραβολή του κοσμοθεάτρου στους εκκλησιαστικούς Πατέρες”, Για το ιερό και το δράμα. Θεατρολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα 2004, σσ. 125-146.
[5] Β. Πούχνερ, “Θεατρολογικές παρατηρήσεις σε βυζαντινούς ιστοριογράφους. Η περίπτωση του Μιχαήλ Ψελλού”, Φαινόμενα και Νοούμενα. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 1999, σσ. 31-90 (με χωρία από τη Χρονογραφία, πηγές και βιβλιογραφία).
[6] Βασικό H.-G. Beck, “Szenenfolge auf dem Welttheater”, Theodoros Metochites. Die Krise des byzantinischen Weltbildes im 14. Jahrhundert, München 1952, σσ. 96 εξ.
[7] Βλ. και προηγουμένως).
[8] Παραλείπω εδώ τη σχετική βιβλιογραφία της ιστορίας της φιλοσοφίας, η οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια.
[9] Βλ. την Εισαγωγή στον τόμο αυτόν.
[10] Έτσι υπάρχει μια γενική καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα και διάφορες μεμονωμένες άλλες πραγματικότητες, όπως η φιλοσοφία, η θρησκεία, η τέχνη, το θέατρο, κτλ., ακόμα και ιδιωτικές (outsider, νεύρωση, ψυχοπαθολογία κτλ.), με περιορισμένη έκταση και ισχύ (βασικό P. L. Berger / Th. Luckmann, The Social Construction of Reality, New York 1966).
[11] Περισσότερο για τον προβληματισμό αυτό στον Β. Πούχνερ, Θεωρία του λαϊκού θεάτρου. Κριτικές παρατηρήσεις στο γενετικό κώδικα της θεατρικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, Αθήνα 1985, σσ. 29 εξ., ειδικά σσ. 31 εξ. (βλ. ακ΄μα στη συνέχεια).