Ειδύλλιο: μικρό είδος ζωής ή λογοτεχνήματος. Όχι απαραίτητα βουκολικό, όχι απαραίτητα ερωτικό. Τρυφερό πάντως και ανάλαφρο.
Όπως είναι γνωστό, ο Σαρωνικός κόλπος κυλάει τα κύματά του από την Αττική στην απέναντι κορινθιακή ακτή. Πριν γίνει η διώρυγα πάνω στον Ισθμό -στενή λωρίδα ξηράς που ενώνει δυο στεριές και χωρίζει δυο θάλασσες, ενώ η διώρυγα, σαν πορθμός, στενή λωρίδα θάλασσας χώρισε τις δυο στεριές και ένωσε τις δυο θάλασσες· τη θάλασσα του Σαρωνικού με τη θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Πριν, λοιπόν, γίνει η διώρυγα, από γενέσεως κόσμου, η Αττική προεκτεινόταν στην κορινθιακή γη και η Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο. Η μία ήταν προέκταση της άλλης. Με τη διώρυγα, η ωραία Πελοπόννησος απέκτησε ένα ακόμα προσόν∙ έγινε νησί. Και έχει μεγάλη σημασία αυτό για κείνο που θα πω πιο κάτω.
Εδώ, λοιπόν, στα νερά του Σαρωνικού κόλπου, αλλά στην πελοποννησιακή πλευρά και στην κορινθιακή παραλία συγκεκριμένα, βρίσκεται ένα δείγμα παραδείσου. Να θυμίσω πως ο παράδεισος επανέρχεται στη φαντασία των ανθρώπων σαν νησί. Γι’ αυτόν τον παράδεισο, πριν λίγα χρόνια, έγραψα ένα κείμενο με αφορμή μια ανθοδέσμη από παιδιά, κορίτσια και αγόρια, που ήρθαν για λίγο και κολύμπησαν στα καθαρά, διάφανα και αγλαά νερά. Ανάμεσά τους μια μικρή∙ την έλεγαν Δανάη. Ήταν καλλονή σαν εκείνη που κάποτε ερωτεύτηκε ο Δίας, με διαμαντένιες θαλασσοσταγόνες στα τσίνορα και στα μακριά μαλλιά της. Εδώ, στα ίδια νερά, ίδια εποχή και μήνα Αύγουστο που όλη η φύση δείχνει τη χαρά της, οι κήποι και οι αυλές έχουν μετατραπεί σε παλέτα ζωγράφου, αφού τα κηπευτικά και τα φρούτα βρίσκονται στην πιο καλή τους ώρα, σε όλα τα χρώματα, με χυμούς κι αρώματα, μια άλλη Δανάη, εμφανίστηκε και έκλεψε τα βλέμματα των λουομένων. Η Μάρω. Όνομα σαν χάδι και φιγούρα σαν εκείνη την Ατθίδα που έχει ζωγραφίσει για να υποδηλώσει την Αθήνα ο ζωγράφος μας Γιώργος Σταθόπουλος. Η Μάρω με το αγνό αθώο βλέμμα, το αρχαϊκό μειδίαμα, την αστραφτερή οδοντοστοιχία, τα πλούσια καστανά μαλλιά, χυμένα στην πλάτη ή δεμένα αλογοουρά. Να πώς η Αττική-Αθήνα σχετίζεται με την παραλία μου στην Κόρινθο.
Πρόσωπο λιτά ωραίο, φυσικό, χαρακτηριστικά βγαλμένα λες από εκείνα τα ερυθρόμορφα αριστουργηματικά αρχαία αγγεία. Καλλίγραμμη Κόρη που, μόλις ο άτακτος αέρας της τράβηξε τον αραχνοΰφαντο πέπλο, απόμεινε, χωρίς αιδώ, με ελάχιστο ρούχο, που θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, με το μαγιό που λέμε εμείς. Άλλη φορά πάλι ο ερωτιάρης ζέφυρος της τράβηξε το παρεό κι εκείνο γλίστρησε γύρω στους αστραγάλους της, αφήνοντας τη λάμψη του κορμιού της να βεβαιώνει πως Ναι, αυτή είναι η νέα Αφροδίτη. Επί τη ευκαιρία, να ρωτήσω: η Μοσχούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φορούσε μαγιό εκείνη τη νύχτα, όταν έπεσε να κολυμπήσει; Όχι, γυμνή ήταν, ολόγυμνη, με το φεγγάρι να σελαγίζει από πάνω της και να βλέπει. Και νόμιζε πως ήταν μόνη της, όμως δεν ήταν. Γιατί μαζί με το φεγγάρι, άθελά του σεργιάνιζε τη ματιά του και ένας φτωχός μικρός βοσκός, αλάνθαστος κριτής της γυναικείας καλλονής, όπως ο Δίας. Και με τα μάτια εκστασιασμένα έβρισκε όλα απάνω της με μέτρο δίκαιο και ζύγι θεϊκό μοιρασμένα. Καμία υπερβολή, αφού η αληθινή ομορφιά δεν έχει ανάγκη από υπερβολές.
Προ προ προ αμνημονεύτων χρόνων ήταν η Λαΐς που αγλάιζε το τοπίο με την ομορφιά της, τότε που οι άνθρωποι πίστευαν πως τα όμορφα πρόσωπα έχουν την εύνοια των θεών. Αλήθεια ή ψέματα –ως προς την εύνοια των θεών- η πραγματικότητα έχει παραδεχτεί πως η ομορφιά είναι μέγα προσόν και χαρά σ’ αυτόν που την έχει. Η κορινθιακή γη ήταν πάντα ευλογημένη, είχε πλούτο, ομορφιά και χλιδή και γι’ αυτό ήταν πολύ δύσκολο σε κάποιον να ταξιδέψει σ’ αυτήν. Η ρήση Ου παντός πλειν εις Κόρινθον ακριβώς αυτή τη δυσκολία δηλώνει. Πρέπει να διαθέτει κανείς χρήμα για να πάει στην Κόρινθο. Αυτό βέβαια ίσχυε τότε, γιατί σήμερα πάμε όλοι κι εγώ επίσης.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια έφτασε στην Κόρινθο και ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος που ίδρυσε Εκκλησία. Στη Δεύτερη προς Κορινθίους Επιστολή του διαβάζουμε εκείνον τον πασίγνωστο ορισμό της αγάπης, όπου μεταξύ άλλων λέει ότι η αγάπη δεν καυχιέται, δεν υπερηφανεύεται, δεν ασχημονεί, δεν λογαριάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει, όλα τα συγχωρεί. Η αγάπη, όπως και η ομορφιά, φαίνεται και λάμπει και όπως δείχνουν τα πράγματα και αυτή είναι κορινθιακό προϊόν, όπως και η διάσημη σταφίδα της, και με ποικίλα πρόσωπα κυκλοφορεί, άλλοτε σαν γλυκιά ρόγα σταφύλι κι άλλοτε σαν την Μάρω… Στους Αρχαίους πρόγονούς μας άρεσαν οι μεταμορφώσεις και οι προσωποποιήσεις. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης π.χ. παρομοιάζει το κορμί του με σταφύλι και με καράβι συγχρόνως. Ιδού:
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι/ κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Αν, όπως λένε, ο Παράδεισος είναι ένας κήπος μέσα στη θάλασσα, τότε όλη η γη είναι ένας κήπος που πλέει μέσα στον γαλάζιο χρόνο. Κάπως έτσι την είδαν οι πρώτοι αστροναύτες από ψηλά∙ σαν γαλάζιο πορτοκάλι∙ La terre est bleue comme une orange, έχει πει ο Γάλλος ποιητής Πωλ Ελυάρ και φυσικά δεν είναι καθόλου παράξενος ο στίχος, αφού η γη μοιάζει πράγματι με πορτοκάλι μέσα σε μπλε φόντο.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την παραλία, κάθε χρόνο συναντιόμαστε κάποιοι παραθεριστές που έχουμε γίνει πια φίλοι. Κουβεντιάζουμε τα αιώνια και άλυτα προβλήματα για τούτο, για κείνο, για τ’ άλλο, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου, όπως γράφει απογοητευμένος και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και απολαμβάνουμε κάθε στιγμή τη στερνή της ζωής μας στάλα, όπως έχει πει κι εκείνος ο Άγγλος ποιητής, ο Άλφρεντ Τένισον, που έρχεται να προστεθεί στην παρέα μας. Κάποιοι από τους φίλους έρχονται από ψηλά, από τα βουνά, έτσι και η νέα Δανάη, δηλαδή η Μάρω, που έχει τα θεμέλιά της στα βουνά, όπως και ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης –Τα θεμέλιά μου στα βουνά…- κατεβαίνει απ’ τα βουνά, από τον κήπο της, την ιδιωτική της Εδέμ, όπου ευδοκιμούν ροδιές, καρυδιές, κερασιές, μηλιές, δαμασκηνιές, αμπέλια και χρυσές ελιές, όλα τα ζαρζαβατικά κι όλες οι ευωδιές. Και δεν υπάρχει κανένας περιορισμός να φάει από όλα τα φρούτα του παραδείσου, ό,τι θέλει και αγαπά η ψυχή της. Η Μάρω μοιάζει με οπτασία, σαν την άλλη για την οποία ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ρωτάει ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει στ’ άσπρα ντυμένη απ’ το βουνό; απορία που είχε υποβάλει και ο βασιλιάς Δαυίδ στο περίφημο ποίημά του Άσμα Ασμάτων, για την ωραία βοσκοπούλα που ροβόλαγε με τα πρόβατά της… Σαν να λέμε ότι οι όμορφες έρχονται από ψηλά, ουρανοκατέβατες, σαν πλατωνικές ιδέες ή θεϊκές εμπνεύσεις… ο Ελύτης, ας το υπενθυμίσουμε, φαντάζεται τις «έννοιες», σαν όμορφα κορίτσια∙ Η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, η Αρετή, η Αλήθεια …
Κατά σύμπτωση έτσι πρωτοείδα τη Μάρω∙ στα άσπρα ντυμένη. Δεν ροβόλαγε με τα πρόβατά της αλλά με την αμαξάρα του μπαμπά της. Έρχεται, λοιπόν, η Μάρω, λυγίζει τη μέση ελαφρά, γέρνει τον ώμο και ξεκρεμά την τσάντα από τον ώμο της, την ακουμπά στα βότσαλα που μοιάζουν με κουφέτα, βγάζει τ’ άσπρα της και με το μπικινάκι της, ρίχνει βουτιά στα κύματα και χάνεται ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται –πάλι ο Ελύτης μας παρέχει το κατάλληλο ποιητικό περιβάλλον – κάνει τις απλωτές της, ταράζει τη θάλασσα με το λιγνό κορμάκι της, παραμερίζουν τα χελιδονόψαρα για να περάσει και έπειτα, γεμάτη θαλασσοσταλίδες αφήνεται στα μάτια και στα χάδια του ήλιου στην ξαπλώστρα της, πλάι στην όμορφη μαμά της. Η μαμά μοιάζει με τη γοργόνα που ξεκουράζεται μετά από το θαλασσινό ταξίδι της, αναζητώντας τον Μέγα Αλέξανδρο που τώρα πια ψαρεύει λίγο πιο πέρα. Η κόρη μοιάζει με γοργονίτσα που δεν βγήκε ακόμα στην αναζήτηση. Κι εμείς, θεατές αυτής της τρισυπόστατης ελληνικής ομορφιάς, κάτω από την ομπρέλα μας, στην καρέκλα, στην ξαπλώστρα, στην πετσέτα μας, απολαμβάνουμε αυτό που μας χάρισε ο Θεός, η Φύση, η γη μας κι οι γονείς μας∙ το θαύμα της ζωής. Διότι το θαύμα, Ναι, είναι αυτό που έχουμε μπροστά μας και αυτό που κυκλοφορεί στις φλέβες μας, σαν το αίμα.
Θαύμα στις μέρες μας; θα απορούσε κανείς. Ναι! Γιατί το θαύμα γίνεται κάθε στιγμή παντού και ειδικά σ’ αυτή την παραλία, σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτή τη χώρα. Και γιατί σ’ αυτή τη χώρα; Δεν ξέρω να σας απαντήσω παρά μόνο με τα λόγια πάλι του ποιητή: «επειδή πουθενά αλλού στον κόσμο το τρίγωνο των βουνών δεν έχει κατεβεί τόσο φυσιολογικά στο αρχιτεκτόνημα· πουθενά αλλού τα μυθικά πλάσματα των θαλασσινών θρύλων δεν έχουν φορέσει τόσο πειστικά τις δυο φτερούγες των ανέμων» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 144). Εδώ λοιπόν είναι ο τόπος που γεννά το θαύμα :
This is the place, gentlemen, This is the place… λέει και ο Γιώργος Σεφέρης, ο άλλος νομπελίστας ποιητής μας σε ένα ποίημά του. Εδώ είναι ο τόπος !!! Εδώ είναι και η Μάρω, με άλλο χρώμα μαγιό κάθε μέρα, σαν παραλλαγή μιας αχτίδας, παιδίσκη, παίζουσα, αλλάζουσα μαγιό, αλαλάζουσα στον Ήλιο, σηματοδοτώντας την απόσταση, υποδηλώνοντας την αντίθεση, κοιτάζοντας το μέλλον με λαχτάρα, ενώ εγώ στα νιάτα της βλέπω το παρελθόν μου με νοσταλγία. Εγώ είμαι το τέρμα κι εκείνη η αφετηρία …
Αχ, Μάρω, Μάρω, μια φορά είν’ τα νιάτα! έλεγε ένα παλιό τραγουδάκι που δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του…
Ανθούλα Δανιήλ
Σημειώσεις
Ισθμός: γεωγραφικός όρος, στενή λωρίδα στεριάς που ενώνει δύο στεριές και χωρίζει δύο θάλασσες.
Δίολκος: η Δίολκος ήταν αρχαία πλακόστρωτη οδός, στον Ισθμό της Κορίνθου, πάνω στην οποία σύρονταν τα πλοία από τη θάλασσα τους Σαρωνικού κόλπου στη θάλασσα του Κορινθιακού και αντίστροφα, συντομεύοντας τον χρόνο του πλου.
Διώρυγα: η διώρυγα είναι στενή λωρίδα θάλασσας (τεχνητά κατασκευασμένη) που αποτελεί πέρασμα για τα πλοία.
Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησος: γεωγραφικά διαμερίσματα της νότιας Ελλάδας.
Αιδώς : αρχαία λέξη για την ντροπή που προκαλείται από ανήθικες πράξεις.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 -1911): μεγάλος διηγηματογράφος. Η αναφορά γίνεται στο διήγημά του «Όνειρο στο κύμα».
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005): ποιητής της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς. Ο στίχο ανήκει στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνας 1970».
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996): μεγάλος Έλληνας ποιητής που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1979.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1081): μεγάλος Έλληνας ποιητής, ο πρώτος που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1963.